Καλώς ήρθατε στο
Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων
( http://arhiogefirionipirotikon.blogspot.gr )
για ένα ταξίδι στην Πίνδο διαβαίνοντας πέτρινα τοξωτά γεφύρια...
Το Παραμύθι των Πετρογέφυρων
Νερό πολύ. Και παντού. Ανέκαθεν ευεργέτης.
Ένας κατά κανόνα σύμμαχος και φίλος του Ανθρώπου.
Ο τελευταίος, όμως, εταξίδευε. Πότε από ανάγκη, πότε από περιέργεια. Μοίρα του, να αλλάζει συνεχώς χώρο. Το νερό τότε, ποταμός ολόκληρος, του στάθηκε αντίπαλος, του ’κλεισε το δρόμο.
Ο τελευταίος, όμως, εταξίδευε. Πότε από ανάγκη, πότε από περιέργεια. Μοίρα του, να αλλάζει συνεχώς χώρο. Το νερό τότε, ποταμός ολόκληρος, του στάθηκε αντίπαλος, του ’κλεισε το δρόμο.
Η πάλη τους αναπόφευκτη και μακροχρόνια. Στην αρχή αμφίρροπη. Τελικά να
κερδίζει -συνεχίζει το ταξίδι του- ο Άνθρωπος. Αλλά χωρίς να κατακτά. Χωρίς να
αυθαδιάζει. Χωρίς να ταπεινώνει τον αντίπαλο. Έξυπνα, με ελιγμούς, για να
καλύψει μιαν ανάγκη του, συμπλήρωσε, προέκτεινε τη φύση! Και το αποτέλεσμα;
Μονότοξα, δίτοξα, …πολύτοξα γεφύρια!
Της Κούρτιας το γεφύρι! Το γεφύρι του Νούτσου! Της Πορτίτσας το γεφύρι,
της Πλάκας, της Τατάρνας! Η Καμάρα της Κριεστόβας! Λα Πούντια Νουάουα, λα πούντια
Βιάκλι! Της Άρτας το γεφύρι! Το γεφύρι της Κυράς! Του Εβραίου, της Νονούλως,
του Πασά…
Πέτρινα όλα τους και θολωτά!
Κουρασανόχτιστα! Λίθινες βέργες, τροχιές δέους, μπροστά στην αιωνιότητα του
πλάτανου! Και αποκάτω τους, χωρίς σημάδια ήττας, το νερό να συνεχίζει το δικό
του το ταξίδι για τη θάλασσα. Αχελώος, Αώος, Αχέροντας! Ποτάμιοι θεοί!
Περήφανοι, ανενόχλητοι. Γιατί όλες οι ζεύξεις τους υπήρξαν αποτέλεσμα έντιμου
συμβιβασμού, σοφή του Ανθρώπου αντίδραση απέναντι στη φύση…
Ελάχιστες φορές, παλεύοντας με το νερό, ο άνθρωπος αστόχησε· την
ψυχραιμία του έχασε, αυθάδιασε. Και… λιθοβόλησε τον ποταμό. Μια τέτοια, στο
Ζαγόρι! Όποτε η Ζαγορίσια η Κυρά νεκρό γεννούσε το παιδί της, έτρεχε στο
κοντινό ποτάμι, ανέβαινε στο θολωτό γεφύρι και με τις αρκάδες-πέτρες του
χτυπούσε το νερό! Έτσι -λέει- εμάλλωνε τον ποταμό. Γιατί για ευγονίας Θεό,
κάποτε, τον πίστευε· να μην ξανασυμβεί!
Κάτι τέτοια όμως, ήσαν ξεσπάσματα απόγνωσης, ξεστρατίσματα μεγάλης
λύπης. Γρήγορα ο Άνθρωπος συνερχόταν, με τα νερό εφίλιωνε. Και στους αιώνες
μέσα συνέχιζε να γεφυρώνει το πεπρωμένο του· αν ανάγκη, στοίχειωνε στα θεμέλια
και την Καλή του…
Σαρανταπέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς εχτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν…
«Αν δεν στοιχειώστε άνθρωπο γιοφύρι δεν στεριώνει… »
«Γιοφύρι θα φκιάσεις, αν κάνεις αυτό το καλό…»!
Τούτος ο λόγος, λαϊκός. Το έργο, όμως, του πλούσιου -να βγει απ’ την αφάνεια, να τον παινέψουν πιότερο, να σώσει και την ψυχή του! Τη μια φορά ήτανε Ρωμιός· Τούρκος την άλλη· κάποτε καλόγερος που κοίταζε και χαμηλά, να σώσει εδώ ζωές.
Τα λεφτά πάντα πολλά. Λίρες με το φτυάρι -λένε στην Άρτα- τάισε το
ποτάμι ο Θειακογιάννης. Για να μερώσει το θεριό, να το ζεύξουν, μέχρι και
Τούρκου χρήματα δανείστηκε! Στο τέλος το ’στησε το γεφύρι του γερό και όμορφο…
Τότε ήταν που ο Τούρκος ζήλεψε μερίδιο στη δόξα. Πίσω τα χρήματά του, τα
δανεικά, δεν ήθελε να τα πάρει. Είδε και απόειδε -«δικά σου είναι, πρέπει να τα δεχθείς…»- τον πήγε ο Θειακογιάννης
στον κατή. Και εκεί, με απόφαση, του τα επέστρεψε όλα· μέχρι και το τελευταίο
γρόσι. Όλη η τιμή δικιά του…
Αυτά συνέβησαν στην Άρτα. Το άλλο, κοντά στο Μέτσοβο, κάτω απ’ το
Προσγόλι. Άγριος εκεί ληστής, ο Μπρούζος, φοβέρα για τους Τούρκους και απειλή.
Μα και για τους Χριστιανούς μπελάς, αφού, συχνά, αυτοί πληρώναν τα σπασμένα. Κι
έβαλαν οι προεστοί σκοπό να τόνε διώξουν· μαζεύοντας χρήματα να τόνε δελεάσουν.
Κάποτε -μεγάλο το ποσό- ο Μπρούζος πείστηκε. Μα αντί οι προεστοί να του τα δώσουν,
τον …πλήρωσαν με φονικό. Έτσι τους μείναν τα λεφτά, τους μείνανε και οι τύψεις.
Στο τέλος οι ενοχές τούς φέρανε στην εκκλησία. Και ο παπάς:
-γιοφύρια αν θα χτίσετε, θα πάρετε
συχώριο..!
Σαν τρώμε και σαν πίνουμε και σαν χαροκοπούμε,
κι ένα καλό δεν κάνουμε στη δόλια τη ψυχή μας…
Ο κόσμος φτιάχνουν εκκλησιές φτιάχνουν και μοναστήρια,
φτιάχνουν και πετρογέφυρα για να περνάει ο κόσμος…
Το
χτίσιμο των γεφυριών το κάνανε από τους Κουδαραίους οι
πρώτοι, οι καλύτεροι. Έρχονταν από την Κόνιτσα, λάκα του Σαραντάπορου! Μπορεί
κι απ’ τα Τζουμέρκα, ή τα Χουλιαροχώρια! Και της Ανασελίτσας ήσαν καλοί
-μεταξύ τους Ηπειρώτες πρόσφυγες που γίναν Μακεδόνες! Όπως κι οι Κολωνιάρηδες κι οι Οπαρλήδες της Πάνω
Ηπείρου, αρβανιτόφωνοι αυτοί!
Μπροστά, έβλεπες να βαδίζει ο Πρωτομάστορας! Ύστερα, οι καλφάδες:
πελεκάνοι, χτίστες, μαραγκοί, κλειδοσάδες, ασβεστάδες, νταμαρτζήδες. Τελευταία,
τα μαστορόπουλα…
Μεγάλο το βάρος στα μουλάρια -τα εργαλεία πολλά: τσοκάνια, χτενιές,
καζμάς, βελόνια, ματρακάδες, παραμήνες, σαούλια, πηλοφόρια, καλέμια…
Γύρω του Αϊ-Γιώργη φεύγαν, την άνοιξη -“διώχνω” την λέγανε! Επέστρεφαν το φθινόπωρο, του Αϊ-Δημήτρη…
Στην ξενιτιά πελέκαγαν και χτίζανε -αργός ρυθμός, σαν μοιρολόι! Σεράγια,
εκκλησίες, μύλοι, μοναστήρια, τζαμιά, αρχοντικά, βρύσες, καμπαναριά, χάνια, βγήκανε
από τα χέρια τους…
Με άλλα λόγια, …χτούσανε τον κόσμο
όλο, χτούσανε και τα γιοφύρια του! Μόνο που για τα τελευταία δεν αρκούσαν
μόνο τα χέρια, ήθελε και την καρδιά -το θάρρος της, την τόλμη! Γιατί δεν ήξεραν
γράμματα. Παθαίνανε, μαθαίνανε…
…τότες ματααρχίνισαν να χτίζουν το γιοφύρι,
μαρμάρωνε κι ανέβαινε σαν να ’ταν ’πο μολύβι.
Εγίνηκεν, τελείωσε, κι ακόμη είναι θιάμα,
γιοφύρι πέτρινο τηράς να κρέμεται στο ράμμα…
Τα γεφύρια -είναι αλήθεια- χτίστηκαν, κάποτε, για να καλυφθεί μιαν ανάγκη· ανάγκη επιτακτική! Μα μορφοποιήθηκαν έτσι, που, γρήγορα -το κυριότερο αβίαστα- μετουσιώθηκαν σε τέχνη. Σήμερα, σύμβολα πια, λειτουργούν σε μια άλλη διάσταση· αυτή του θρύλου!
Αναρωτηθήκαμε: ο Άνθρωπος -επίγειος γεφυράς- δημιουργός ή βλάστημος;
κατακτητής ή ευεργέτης; Η απάντηση στο
μεταίχμιο περηφάνιας και φόβου. Φοβάται και ο τολμηρός; Υπάρχουν στιγμές που
…ναι! Τότε τροφοδοτείται υπέρμετρα η φαντασία· τότε γεννιούνται θρύλοι,
παραδόσεις, μύθοι…
Τον κόπο του αποκαλέσαμε …διαβολογιόφυρο!
Κατηγορήσαμε: συμμάχησε με τις δυνάμεις του κακού!
Το άλλο, ψηλά στον Καλαμά, το θελήσαμε …Θεογέφυρο! Το δεχθήκαμε χωρίς αναστολές. Αυτό το έχτισε η ίδια η φύση!
Το άλλο, ψηλά στον Καλαμά, το θελήσαμε …Θεογέφυρο! Το δεχθήκαμε χωρίς αναστολές. Αυτό το έχτισε η ίδια η φύση!
Του πρέπει τιμωρία του Πρωτομάστορα -του κάθε πέρα από τα μέτρα μας! Να
χτιστεί στα θεμέλια η γυναίκα του, να εξιλεωθούν οι Θεοί των ποταμιών!
Στην τελευταία δεξιά καμάρα χτίσαμε το βουβάλι (δύναμη)· στην
προτελευταία αριστερά έναν αράπη (υπακοή;) -να συντροφεύουν την πρωτομαστόρισσα
τη Λένη!
Όμως, σαν διαβαίνουμε το γεφύρι, μουσική δεν παίζουμε. Γιατί μπορεί κι
οι τρεις να αρχίσουν το χορό, να ξεχάσουν το «κράτημα», όλα να γκρεμιστούνε!
Της Τρίχας το γεφύρι είναι καταδικό μας έργο! Εμείς το σκεφτήκαμε, εμείς
το στεργιώσαμε! Να το περνούν τη μέρα της Πεντηκοστής οι πεθαμένοι μας γυρίζοντας
στον Άδη! Όμως…
Όμως στην όχθη την απέναντι, πέρα
από κάθε εμπόδιο υγρό, ένα γεφύρι θα μας φέρνει… Πάντα!
Καλό ταξίδι...
Σπύρος Μαντάς
Καλό ταξίδι...
Σπύρος Μαντάς
Ας αλλάξουμε όχθη...