ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΜΠΕΚΙΑΡΗ
Β
|
ρισκόταν ανατολικά του Ελμπασάν, στο δρόμο για το Λιμπράζντ
και την Αχρίδα, γεφυρώνοντας τον Σκούμπη στην έξοδο μιας κλεισούρας του
-αριστερά στο βουνό είναι η περιοχή αλλά και το χωριό Πολίσι. Εδώ η Εγνατία παλαιά,
το τούρκικο ντερβένι αργότερα, άλλαζαν όχθη. Σήμερα δεν υπάρχει πια.
Το γεφύρι,
σημαντικό ανέκαθεν πέρασμα, για να τα καταφέρνει στην πλατειά πια κοίτη είχε
τρεις μεγάλες, σχεδόν ισομεγέθεις καμάρες, που σχηματίζονταν -να το πούμε αυτό-
από δύο σειρές καμαρολίθια, με άρπιζες στην κάτω. Διέθετε όμως και πολλά
ανακουφιστικά παράθυρα, όχι μόνο στα μεσόβαθρα αλλά και στα ακραία βάθρα, προς
τις όχθες. Όλα αυτά, βέβαια, μπορούμε να τα περιγράφουμε σήμερα με ακρίβεια
χάρη σε παλαιές φωτογραφίες που το απεικονίζουν γκρεμισμένο μεν αλλά με αρκετά
ακόμη μέρη του όρθια -ένα τόξο σώζεται ολόκληρο. Παρατηρούμε έτσι, τουλάχιστον
στο δεξιό ακρόβαθρο γιατί το άλλο ήδη έχει χαθεί, τρία ανακουφιστικά ανοίγματα
με διαφορετικό μάλιστα το καθένα τους σχήμα: ένα τεταρτοκυκλικό, ένα σύνηθες,
δηλαδή ορθογώνιο με ημικυκλική επίστεψη, κι ένα -η έκπληξη- σχεδόν τετράγωνο.
Τέλος, πλατύς αλλά χωρίς προφυλακτικά στηθαία (παλαιότερα διέθετε) παρουσιάζεται
ο διάδρομος διάβασης -στη διαδρομή του, το πιθανότερο, πρέπει να παρουσίαζε
ανεβοκατεβάσματα. Φανερό πως επρόκειτο για μεγάλη, για εντυπωσιακή κατασκευή.
Το γεφύρι είχε χτιστεί στα θεμέλια
παλαιότερου ρωμαϊκού, που μέρη του, μάλλον ίχνη του πια, σώζονται ακόμη και
σήμερα. Οι Valter Shtylla
και Lazer Papajani,
μελετώντας ό,τι απόμεινε στην Εγνατία, έχουν γράψει σχετικά: «…στο γεφύρι του Χατζή Μπεκιάρη, στο βάθρο
της δεξιάς όχθης, διατηρούνται ίχνη ρωμαϊκής γέφυρας της Εγνατίας. Τα ίχνη
παρατηρούνται στα απομεινάρια του θεμέλιου, αφού σ’ αυτό το γεφύρι κατά καιρούς
έχουν γίνει διάφορες επισκευές. Οι αψίδες της ρωμαϊκής γέφυρας με πάχος 70 cm
και πλάτος 4.20 μ.
ήταν με τούβλα. Τα τούβλα είχαν διαστάσεις 4,5Χ24Χ34 cm. Οι τοίχοι
των όψεων έχουν χτιστεί σύμφωνα με την τεχνική «opus insertum», χαρακτηριστική για τον ΙΙ -ΙΙΙ αιώνα. Πιστεύουμε ότι αυτή
η γέφυρα πρέπει να καταστράφηκε από τους Γότθους, το 479, όταν τους κυνηγούσαν
οι Ρωμαίοι».[1]
Το τελευταίο πάντως γεφύρι, δηλαδή
το “καινούριο” της τουρκοκρατίας, λένε πως το είχε φτιάξει με τις οικονομίες
του ο ιδιοκτήτης του διπλανού χανιού, ταξιδεμένος στη μακρινή Μέκκα. Απ’ αυτό
το γεγονός, κι ακόμη επειδή έμεινε ανύπαντρος, του κόλλησαν το ...Χατζή Μπεκιάρ, χαρακτηρισμό-πείραγμα
που έμελλε να ονοματίσει και το γεφύρι. Αυτά ακούγονταν σαν παράδοση τότε, το
19ο αιώνα, αυτά έγραψαν κι οι διάφοροι, οι αρκετοί περιηγητές της
εποχής, που μάλιστα κάποιοι τους διανυκτέρευσαν δίπλα, στο χάνι που όλα αυτά τα
χρόνια δεν έπαψε να λειτουργεί. Η αλήθεια όμως πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική
-δεν πείθει πως ένας φτωχός χαντζής θα μπορούσε να προχωρήσει στη δημιουργία
ενός τέτοιου έργου. Αλλά να ακούσουμε πρώτα τους ταξιδευτές της πάλαι ποτέ
Εγνατίας, που τον αιώνα εκείνο την διαβαίνουν κινούμενοι μεταξύ Ελμπασάν και Αχρίδας…
οδοιπορώντας
για το Ελμπασάν ο Fr. Pouqueville γράφει αρκετά: «κατηφορίζουμε από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι
μέχρι την ακροποταμιά κι εκεί διασχίζουμε το ποτάμι πάνω από ένα πέτρινο γεφύρι
με τρία τόξα, και περπατώντας στη δεξιά του όχθη, φτάνουμε σ’ ένα περιχαρακωμένο
χάνι. Ο βεζύρης του Βερατίου έχει εγκαταστήσει μια φρουρά σ’ αυτό το καραβασεράγι,
που βρίσκεται πάνω στα όρια της περιφερείας του. Διακρίνουμε τρία χωριά
κτισμένα πάνω στην αριστερή όχθη του ποταμού».[2]
Το γεφύρι του Χατζημπεκιάρη τη δεκαετία του 1920 |
Ο Έλληνας αξιωματικός, Β.
Νικολαΐδης (1850), είναι επίσης ακριβής -κι αυτός οδοιπορεί από Αχρίδα προς
Ελμπασάν: «η οδός καταβαίνει απότομον
τινα κατήφορον και πίπτει εις επιμήκη κοιλάδα διαχωριζομένην υπό του Γενουσού,
μετά του οποίου ενούται ενταύθα ο απ’ ανατολών προς δυσμάς ρύαξ Πολίς. Ολίγα δε
βήματα περαιτέρω η οδός διαβαίνει τον Γενουσόν επί της λιθίνης γεφύρας του
Χατζη-Βεκιάρ, εχούσης μήκος μεν 60
μ. , πλάτος καταστρώματος 4 μ. με περιφράγματα και ύψος
άνω ύδατος 8 μ.· σύγκειται δε υπό τριών κυκλικών θόλων 12 μ. εκροής εκάστου. Τα
πλάτη του ποταμού ενταύθα εισίν από 50-80 μ. , τα βάθη από 1-2½, η δε ταχύτης του 6.000 μ. καθ’ ώραν ».[3]
Και ο Auguste Dozon (1875) παρέχει
ενδιαφέρουσες τοπογραφικές πληροφορίες, αλλά και στοιχεία χρήσιμα για την ίδια
τη γέφυρα, μόνο που ένα της μεγάλο ανακουφιστικό τόξο το εκλαμβάνει ως
κανονικό. Σημειώνει: «Συνεχίσαμε το
κατέβασμα του Σκούμπη σε μια καμπουρωτή ράχη μεταξύ της στενής και βαθειάς
κοιλάδας τούτου του ποταμού και εκείνης του Γκοστίμα που ξεπροβάλλει απ’ ένα
στενό φαράγγι και χύνεται στον Σκούμπη κοντά στη γέφυρα που οδηγεί στη δεξιά
όχθη. Η γέφυρα, η γέφυρα του Μπεκιάρ, είναι αρκετά μεγάλη στις διαστάσεις της,
τουλάχιστον στο μήκος της. Είναι τεσσεράμισι μέτρα πλατιά. Υπάρχουν τέσσερα
τόξα, δύο από τα οποία χωρίζονται από χοντρές κολώνες με κόγχες σ’ αυτές. Το
καλντερίμι σχηματίζει μια γωνία στο ψηλότερο σημείο του κύριου τόξου κατεβαίνοντας
απότομα στην άλλη πλευρά προς τη δεξιά όχθη. Σ’ αυτήν την πλευρά, υπάρχει ένα
μικρό πλάτωμα που αντιστοιχεί στην τοποθεσία όπου ο Γκοστίμα εκβάλλει. Υπάρχουν
σ’ αυτό ορυζώνες».[4]
Αντίθετα, οι Ami Bouè και Αντώνιος Τούμα, το 1840
και 1888 αντίστοιχα, απλά το αναφέρουν -ο πρώτος κατατάσσοντάς το στα μεγάλα
της Βαλκανικής: «…αυτό με τις τρεις αψίδες
στο χάνι ανατολικά του Ελμπασάν»·[5] ο δεύτερος θεωρώντας το απ’ τα πιο
σημαντικά του Σκούμπη: «…γέφυρα Χαδζή
Μπεκιάρ μεταξύ των χωρίων Πόλις (Κυτύς) και Μιράτ (Μουχάρ)».[6]
Ο Henry Tozer που περνάει από εδώ το 1865 θα σημειώσει: «Επιτέλους κατεβήκαμε, πλησιάσαμε μετά από
μια απότομη και βασανιστική πορεία στο ποτάμι, τον αρχαίο Γενούσο, ένα
σημαντικό ρεύμα που φαίνεται να έχει λάβει το σύγχρονο όνομά του από την πόλη
Σκάμπια στην Εγνατία Οδό. Ακριβώς σε αυτό το σημείο, όπου ο Σκούμπης εξέρχεται
από τη βαθιά κοιλάδα στην οποία κυλάει ο άνω ρους του, τα νερά του γεφυρώνονται
από ένα όμορφο πέτρινο γεφύρι τριών τόξων».[7]
Στα 1886 ο Νικόλαος Σχινάς, άλλος
Έλληνας σταρατιωτικός αυτός, φτάνοντας έως εδώ ψηλά, περιγράφει πως «λίαν κατωφερής και δύσκολος οδός, βαίνουσα
δια κοντοκλάδων, φέρει εις Γέφ. Χατζή Μπεκιάρ Κιοπρουσή, λιθίνη τρίτοξος και
υψηλή, εφ’ ης δευτέραν φοράν διαβαίνει η οδός τον ποταμόν Σκούμπι».[8] Ο
Ζώτος-Μολοσσός, από τη Δρόβιανη του Δέλβινου, αρκείται στην αναφορά του και
σημειώνει την απόσταση που απέχει από το Ελμπασάν: «Γέφυρα του Χατζή Μπεκιάρη, 2 ½ ώρ. από Αλβασάνιον».[9]
Το γεφύρι του Χατζημπεκιάρη το έτος 1939 |
Ο Γάλλος Victor Bérard θα γράψει, αναπάντεχα, πάρα πολλά. φτάνει στην περιοχή το 1890, όταν η εικόνα του χώρου έχει πια
αλλάξει σημαντικά. Οι ξένοι περιηγητές, συνηθισμένοι απ’ τις πατρίδες τους στη
θέα περίτεχνων γεφυρών, πολυτελών πανδοχείων, μόλις που καταδέχονται να
σημειώνουν αυτά που συναντούν εδώ. Ο Bérard όμως θα
εκφράσει την απογοήτευσή του εντελώς διαφορετικά, παραθέτοντας πολύτιμες για
μας λεπτομέρειες. Να τον ακούσουμε:
«Για να πάνε τα καραβάνια από το Ελμπασάν στη
Στρούγκα, την πρώτη πόλη της Μακεδονίας, χρειάζονται κανονικά δύο μέρες με μια
ολονύκτια στάθμευση στο χάνι της Τζούρας. Για να παραπλανήσουμε όμως όλες τις
ενδεχόμενες ενέδρες, παραβιάσαμε το κανονικό δρομολόγιο και θα κοιμηθούμε απόψε
σ’ ένα απομονωμένο χάνι, στην είσοδο της γέφυρας του χατζή-Βεκιάρη. Το περίφημο
αυτό γεφύρι του κάτω Σκούμπι είναι το μόνο που έχει διατηρήσει όλους τους
θόλους του. Ένας γέρος εργένης (μπεκιάρης), προσκυνητής στη Μέκκα (χατζής), το
έχτισε στις αρχές του αιώνα.
Στη μέση των πλατανιών και των αρχαίων
ερειπίων, μέσα απ’ την ίδια την κοίτη του ποταμού αναβλύζει μια πηγή με άφθονο
νερό. Ίσως εδώ και είκοσι αιώνες οι Ρωμαίοι να σταματούσαν εδώ τα άλογα ή τα
άρματά τους και να ξεκουράζονταν στη σκιά τούτη από το δρόμο τους. Εμείς δεν
μπορούμε ούτε καν να τα ποτίσουμε τα δικά μας άλογα. Σκοτεινιάζει και το μέρος
δεν έχει καλή φήμη.
Ο
δίαυλος πλαταίνει σ’ έναν κυκλικό χώρο αρκετά φαρδύ. Η αριστερή όχθη του ποταμού
παραμένει πάντα η ίδια. Εκατό μέτρα άργιλου ορθώνονται σ’ ένα πρανές στεφανωμένο
με βράχια. Στα δεξιά όμως ο Σκούμπι έχει σεβαστεί τη μαλακή κατωφέρεια από
άργιλο, που φτάνει ως τα μισά του ύψους του τοιχώματος από τιτανίτη. Οι πλαγιές
αυτές έχουν μερικές λασποκαλύβες, καρυδιές, χωράφια με καλαμπόκι κι ένα κοπάδι
γίδια. Το γεφύρι του χατζή-Βεκιάρη φαίνεται ανάμεσα στα πλατάνια και τις ιτιές
φράζοντας το ποτάμι σαν μετόπη ελληνικού χτίσματος. Πλάι του το χάνι δεν είναι
παρά μια ξύλινη παράγκα στημένη πάνω σε τέσσερις πέτρινες κολόνες, οχυρό χτίσμα
στο βάθος μιας αυλής, που τη διαφεντεύουν γεροί τοίχοι και μια στέρεη, βαριά
πόρτα.
Ο χατζής μας δέχεται με κακή διάθεση. Πριν λίγη
ώρα πέρασε τρέχοντας κάτω απ’ τα πόδια του ένας λαγός -ολέθριος οιωνός- και δεν
έχει και τίποτα να μας προσφέρει, ούτε κότα ούτε μπομπότα. Είναι κι αρματωμένος
ως τα δόντια. Έρχεται να μας πουλήσει γάλα μια γειτόνισσα με δυο πιστόλια στη
ζώνη. Και τα παιδιά κουβαλούν τουφέκια. Όλοι οι άντρες δουλεύουν γύρω απ’ τη
Δίβρα. Τα άλογά μας δέθηκαν στους πέτρινους στύλους κι οι αφεντιές μας κλειδώθηκαν
στο ξύλινο δωμάτιο…
Όλη τη νύχτα η θύελλα λυσσομανούσε μέσα στην
κλεισούρα. Απ’ τα σανίδια του περιστεριώνα μας περνούσε ένας αγριεμένος άνεμος
που μας στέρησε τον ύπνο. Στον ουρανό τα αστέρια τρεμούλιαζαν κι έλεγες πως θα
σβήσουν. Ο λαγός του χατζή δε μας έφερε άλλες συμφορές.
Είναι πάντοτε βολικότερο, σιγουρότερο και
καθιερωμένο απ’ τη χρήση να περνά κανείς τα τούρκικα γεφύρια πιο πολύ κάτω απ’
τις θολωτές τους καμάρες παρά από πάνω. Αυτό απαιτεί και η μόδα και η
σωφροσύνη. Ακόμη και όταν κατά τύχη ένα τούρκικο γεφύρι φαίνεται να προσφέρει
όλες τις εγγυήσεις στερεότητας, η διπλή του κατωφέρεια είναι τόσο κακοτράχαλη
και τόσο γλιστερή! Και τα πλευρά του είναι χωρίς παραπέτα και η κορυφή της
καμπύλης του σου φέρνει ίλιγγο καθώς βρίσκεσαι πάνω απ΄ το νερό, που φεύγει με
ορμή, και μέσα στα φύλλα που σηκώνει και παίρνει μαζί του το αγέρι της νεροσυρμής!
Το περίφημο και ωραίο έργο που έχτισε με
γενναιοδωρία ο εργένης προσκυνητής, το στέρεο αυτό γεφύρι που θρονιάζεται πάνω
στους τέσσερις στύλους του, τον κανονικό καιρό χρησιμεύει μόνο για τον τούρκικο
τρόπο. Οι καβαλάρηδες περνούν μέσα απ’ τα ρηχά περάσματα του ποταμού, κάτω απ’
τις καμάρες του γεφυριού. Το γεφύρι τους προστατεύει από τις αχτίνες του ήλιου,
πιο καυτερές μέσα στο νερό, όπως ξέρουμε. Πού και πού κάποιος πεζός, κάποιος
σπάνιος πεζός (κάθε Αλβανός έχει το άλογο ή το γαϊδούρι του) ριψοκινδυνεύει
πάνω στο γεφύρι, όταν η καταιγίδα έχει κάνει το Σκούμπι αδιάβατο. Σήμερα, ας
πούμε, πρέπει να ακολουθήσουμε την ευρωπαϊκή μόδα. Καθώς τραβούμε τα ζώα μας
στην άνοδο και τα συγκρατούμε στην κάθοδο, εξακολουθούμε τις ευχαριστίες μας
προς τον εργένη. Το μέγεθος του γεφυριού του μας φέρνει στη σκέψη το μέγεθος
των ανομημάτων του… Θα του συγχωρούσαμε όμως όλα τα φονικά, τις ληστείες, τους
βιασμούς και τα άλλα αρβανίτικα πράγματα, που τυχόν είχε διαπράξει, αν είχε συμπληρώσει
το έργο του μ’ ένα δρόμο, έστω και χαλικόστρωτο. Πώς μπορούμε όμως να
γαντζωθούμε στην κατωφέρεια τούτη, έτσι σπαρμένη που είναι με χαμόκλαδα, θάμνα,
αγκαθόβατα και βούρλα; Και το πλήθος εκείνο των βράχων που ξεπροβάλλει στην κορυφή
της γέφυρας;
Στην αριστερή όχθη του Σκούμπι το προγεφύρωμα
φέρνει κατευθείαν στο αργιλούχο πρανές. Οι βροχές έχουν φέρει ως πάνω τη γέφυρα
ένα σωρό πέτρες και λάσπες, που δυσκολεύουν την έξοδο. Πάνω στη λεία πλευρά του
πρανούς ένα αδιόρατο μονοπάτι ανεβαίνει με ζιγκ-ζαγκ, αναρριχάται
υποβασταζόμενο από παλούκια και κορμούς ξεραμένων δέντρων και μας φέρνει μια
ώρα μετά στην κορφή της πλαγιάς, κάτω απ’ το σύμπλεγμα των βράχων που τη
στεφανώνει. Το ποτάμι κυλά σε βάθος πάνω από εκατό μέτρα κάτω απ’ τα πόδια μας…».[10]
Θεωρούμε, και εξηγήσαμε τον λόγο,
απλή παράδοση, ένα ωραίο παραμύθι τα περί χορηγίας του γεφυριού από τον
Χατζημπεκιάρη -έτσι πρέπει να εκληφθούν όσα ακούσαμε απ’ τους περιηγητές.
Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που ένας χαντζής ονοματίζει ένα διπλανό του
πετρογέφυρο. Απεναντίας προβληματίζουν, φαίνονται πειστικά, αυτά που
υποστηρίζει ο Γερμανός Richard Busch - Zanter το 1939: «Ανατολικά του Ελμπασάν, κατά μήκος του Σκουμπίνι ποταμού, μέσα στα
βουνά της κεντρικής Αλβανίας, υπήρχε κατά την Ρωμαϊκή εποχή μία οδός καλουμένη
Εγνατία, η οποία αργότερα εξελίχτηκε σε έναν απ’ τους σημαντικότερους δρόμους
ξεκινώντας από την τουρκική πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη και τερματίζοντας
στην Αλβανία, σημαντικός ακόμη και σήμερα για τις μεταφορές προς τη Μακεδονία
και τη Θεσσαλονίκη. Η παλιά και όμορφη γέφυρα του Βεζίρη που βρίσκεται σε αυτόν
ακριβώς τον δρόμο, κατασκευασμένη τον 15ο αιώνα, καταστράφηκε από τους
Αυστριακούς στον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της αποχώρησής τους».[11]
Να πούμε βέβαια πως έτσι, του
Βεζίρη (Vezir Köprü), καταγράφεται το γεφύρι μας
και στην τουρκική βιβλιογραφία.[12]
Θεωρείται ως ένα από τα αρκετά έργα -σαράγια, τζαμιά, λουτρά, τεκέδες, βρύσες
και βέβαια γέφυρες- που δημιούργησαν όταν ήρθαν εδώ οι Οθωμανοί. Άλλωστε σε
αυτούς οφείλεται η ανάπτυξη και της ίδιας της πόλης, καθώς ο Μεχμέτ Φατίχ, μετά
την αποτυχία της κατάληψης της Κρούγιας, ήρθε στην περιοχή και έχτισε το
κάστρο. Αυτός λοιπόν, το πιθανότερο, πρέπει να κρύβεται πίσω από την επωνυμία
του γεφυριού. Όσο για τον Χατζημπεκιάρη, αν δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μια
παράδοση, ίσως να υπήρξε χορηγός σε μια από τις σίγουρα πολλές επισκευές που θα
επακολούθησαν.
Το γεφύρι
καταστράφηκε εντελώς στα τελευταία χρόνια της δεύτερης δεκαετίας του 20ου
αιώνα, μάλλον το 1916 -ακούσαμε από τους Αυστριακούς. Τη χρονιά αυτή εικονίζεται,
έστω με τη ματιά ενός ζωγράφου, ακέραιο ακόμη, να το διαβαίνουν Σερβικά
στρατεύματα.[13] Ωστόσο πρέπει να είχε
προηγηθεί επισκευή του, γιατί φθορά, με σοβαρές ζημιές, πρέπει να είχε
ξεκινήσει νωρίτερα. Είναι πολύτιμα για αυτό το θέμα, αλλά και για το ζήτημα του
πραγματικού χορηγού που ήδη θίξαμε, όσα έγραψε ο Gustav Weigand. Οδοιπορώντας με
συνοδεία προς το Ελμπασάν το καλοκαίρι του 1889, σημειώνει -παραθέτουμε
ολόκληρο το απόσπασμα της εδώ στάσης τους: «…
φτάσαμε στο χάνι Μπάμπιε […] έπειτα από άλλες δυο ώρες σταθήκαμε μπροστά στη
ψηλή γέφυρα του β ε ζ ύ ρ η. Στην όχθη του Σκούμπη, ήρθε ένας καυτός αέρας κατά
πάνω μας που ανέβηκε τη ρεματιά και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να
κάνω ένα μπάνιο στο τρεχούμενο νερό του ποταμού, παρόλο που ο Ραπ μού είπε να μην
το κάνω και επέμενε να φύγουμε γρήγορα, γιατί στην περιοχή έχουν γίνει αρκετές
επιθέσεις και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ο Νάκης με ακολούθησε και μαζί
ευχαριστηθήκαμε τη δροσιά του νερού και τα ψυχρά κύματα, ενώ ο πιστός μας
φύλακας κάθησε σε μια κόγχη της γέφυρας και φρουρoύσε. Τα άλογα
τα είχαμε κρύψει σ’ ένα απόκρυφο μέρος
μέσα στους θάμνους. Σε λίγο καβαλικέψαμε πολύ πιο χαμηλά από τη γέφυρα, λοξά
μέσα από το ποτάμι που το βάθος του έφτανε στο πιο βαθύ του σημείο λίγο παραπάνω
από ένα μέτρο. Ο Ραπ ανέβηκε στη γέφυρα που είχε κ α τ α σ τ ρ α φ ε ί στο νότιο μέρος της με τη βοήθεια μιας σκάλας
και πήδηξε γρήγορα μπροστά μας στο από εδώ και πέρα ομαλό και φαρδύ μονοπάτι».[14]
Η περιοχή του Ελμπασάν και η θέση του γεφυριού του Χατζημπεκιάρη (χάρτης αρχών του 20ου αιώνα) |
[1] Valter Shtylla, Lazer Papajani, Te dhena teknike mbi Rrugen e lugines se Shkymbinit ne Antikitet dhe Mesjete,
«Monumentet», 1/1990, 61.
[2] Fr. Pouqueville, Voyage de la Grece, Paris 1826. Μετάφρ.: Νίκη Μολφέτα, Ταξίδι στην Ελλάδα - Μακεδονία, Θεσσαλία, έκδ. Αφ. Τολίδη, Αθήνα 1995, 109.
[3] Β. Νικολαΐδης, Στρατιωτική Γεωγραφία της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.., Εν Αθήναις 1851, τ. III, 858 [έκδ. “Βιβλιόραμα” 2017, 293].
[4] Auguste Dozon, Excursion en Albanie. Report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and
Commercial Affairs, «Bulletin
de la Société
de Géographie», Paris ,
June 1875.
[5] Ami Bouè, La Turquie d’ Europe, Tome Troisième, Paris 1840,
74.
[6] Υπουργείον Στρατιωτικών, Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία, ήτοι η
Μεσημβρινή Ελληνική Χερσόνησος, υπό Αντωνίου Τούμα Φον Βαλδκάμπφ, μετάφρ.
Ευγένιος Ρίζος Ραγκαβής, Εν
Αθήναις 1901, 102.
[7] Henry Fanshawe Tozer, Researches in the
Highlands of Turkey ,
Including Visits to Mounts Ida, Athos, Olympus, and Pelion, to the Mirdite
Albanians, and Other Remote Tribes, London 1869, V. I, 201.
[8] Νικόλαος Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και
Θεσσαλίας, συνταχθείσα τη εντολή του επί των Στρατιωτικών Υπουργού. Μακεδονίας τεύχος
Β, Εν Αθήναις 1886, 304.
[9] Β.Δ. Ζώτος-Μολοσσός, Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου, Τόμος
Δ!, Τεύχος Α! Εν Αθήναις 1878 ,141.
[10] Victor Bérard, La Turquie et l’ Hellénisme contemporain, Paris 1893,
88. Μετάφρ.: Μ. Λυκούδης, Τουρκία και Ελληνισμός, Οδοιπορικό στη Μακεδονία, Τροχαλία, Αθήνα
1987, 112-115.
[11] Richard Busch - Zanter, Neves Land
im Imperium, 1939, Leipzig, Wilhelm Goldman Verlag, 158.
[12] Cevdet Culpan, Türk taş köprüleri, Ortaçağdan Osmanli devri
sonuna kadar, 122.
[13] Ο πολύτιμος πίνακας -μοιάζει περισσότερο με
επιχρωματισμένη φωτογραφία- δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό “Sphere” το 1916. Στη λεζάντα της σημειώνονται αρκετά: «Η υποχώρηση του Σερβικού στρατού στην
Αλβανία. Άνδρες Σερβικού τμήματος περνούν το πανέμορφο τρίτοξο γεφύρι του Ελμπασάν.
Μεσαιωνικό γεφύρι στο Ελμπασάν, καμάρι των κατοίκων της περιοχής, που ίσως
υπέστη ζημιές από τα Σερβικά στρατεύματα κατά το 1916».
[14] Gustav Weigand, Die Aromunen. Ethnographisch - Philologisch - Historische
Untersuchungen über das Volk der so genannten Makedo - Romanen Oder Zinzaren,
Erster Band, Leipzig 1895 [= Οι Αρωμούνοι. Εθνογραφική,
φιλολογική, ιστορική έρευνα για τον λαό των λεγομένων Μακεδο - Ρωμάνων ή
Τσιντσάρων, Τόμος Πρώτος, Λειψία 1895].
Μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε από τον Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων το
2001 με τίτλο Οι Αρωμούνοι ( Βλάχοι), Τόμος
Α’, Ο Χώρος και οι Άνθρωποι, Έκδοση
Αδελφών Κυριακίδη. σελ. 115. Οι αραιώσεις, δικές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου