Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Το γεφύρι της Τατάρνας

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΤΑΤΑΡΝΑΣ...
.
...μισό αιώνα βυθισμένο στη λίμνη των Κρεμαστών !

                   Το γεφύρι της Τατάρνας το 1893.                                                                                            (φωτο: William Woodhouse)

Β
ρισκόταν κάτω απ’ το χωριό Πριάντζα (Τρίκλινο) του Βάλτου, γεφυρώνοντας, δίπλα απ’ το περίφημο μοναστήρι της Τατάρνας, τον Αχελώο -στη δεξιά όχθη ανέβρυζε η μεγάλη πηγή της Μαρδάχας.[1] Συχνοδιάβατο πέρασμα, εξυπηρέτησε για αιώνες τον ημιονικό δρόμο που από το Καρπενήσι οδηγούσε στα παράλια του Αμβρακικού -άλλωστε εδώ γινόταν κάθε χρόνο η εβδομαδιαία εμποροζωοπανήγυρη γνωστή σ’ όλη τη Στερεά και την Ήπειρο.[2] Κοντά του λειτουργούσε και το μεγάλο χάνι της Μαγούλας.[3] Δυστυχώς, απ’ τη δεκαετία του 1960, όλα βρίσκονται καταποντισμένα μέσα στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών.
Ήταν ένα μεγάλο, ένα επιβλητικό μονότοξο γεφύρι. Λέγεται πως η καμάρα του, σε ημικυκλική τροχιά, άνοιγε παραπάνω από 30.00, ίσως και 35.00 μ, ενώ ανυψωνόταν απ’ την κοίτη 20.00. Πολύ καμπουρωτός ο διάδρομος διάβασης -μόλις 1.00 μ. και κάτι το ωφέλιμο πλάτος του-, είχε μεγάλες κλίσεις προς τις όχθες, γι’ αυτό βοηθούσαν στην άνοδο και κάθοδο αρκετά πλατύσκαλα. Δεξιά κι αριστερά υποστήριζαν χαμηλά στηθαία.[4]
Διαθέτουμε μια παλιά πολύ παραστατική περιγραφή του γεφυριού από τον Γερμανό Alfred Philipson που το διάβηκε στις 5 Απριλίου του 1890 -από τον Καρβασαρά (Αμφιλοχία) οδοιπορεί για το Καρπενήσι. Αρχίζει την περιγραφή του -όντας εκτός από γεωγράφος και γεωλόγος- απ΄ τα πετρώματα της κοίτης του ποταμού, προχωρά στο γεφύρι, και την ολοκληρώνει παρέχοντας τη γενική εικόνα του χώρου αλλά και την αίσθηση που αποπνέει. Γράφει πως, ο Αχελώος «…έχει ανοίξει κοίτη σε μαλακό ιζηματογενές πέτρωμα, μια μανταλοειδή δίοδο σημαντικής σκληρότητας και αυτό συμβαίνει μέσα σε μια άγρια βραχώδη στενωπό. Με αυτή τη στένωση του ποταμού πλάτους 50 περίπου μέτρων προσφέρθηκε στον Τούρκο αρχιμάστορα η δυνατότητα να την γεφυρώση με ένα τολμηρό και ριψοκίνδυνο τόξο. Στη γραφική τοποθεσία του στενού περάσματος και επί του γερού βράχου θεμελιωμένη υψώνεται η εξόχως ιδιάζουσα και σχεδόν ημικυκλική τοξοειδής κατασκευή. Η γέφυρα είναι τόσο πλατειά, ώστε μόνο ένα άλογο μπορεί να περάση. Τα στηθαία είναι πολύ χαμηλά και κατά το μέγιστο μέρος γκρεμισμένα. Και επάνω σε αυτό το στενό λιθόστρωτο τόξο ανεβαίνει κανείς απότομα προς το κατακόρυφο στη μέση της γέφυρας που προκαλεί ίλιγγο, για να κατεβή κατόπιν το ίδιο απότομα από την άλλη πλευρά! Το ποτάμι σ’ αυτή τη θέση είναι φοβερά ορμητικό και βαθύ. Επάνω σε βράχο στη δεξιά όχθη κοντά στη γέφυρα υψώνονται τα ερείπια ενός φυλακίου της χωροφυλακής, το οποίο είχαν πυρπολήσει πριν μερικά χρόνια οι κλέφτες (ληστές). Το όλο σκηνικό σε αυτή την άγρια απόκοσμη ερημία δημιουργεί γραφικώτατη εντύπωση».[5]

Το γεφύρι της Τατάρνας το 1943 –στο παραπέτο του αντάρτες!


Μερικά χρόνια αργότερα, το 1893, περνάει από την περιοχή και ο γνωστός μας Άγγλος William Woodhouse. Αυτός θα γράψει λίγα για το γεφύρι, αλλά θα το λάβει ως αφορμή για να διατυπώσει ενδιαφέρουσες σκέψεις και παρατηρήσεις για όλα τα πετρογέφυρα των Αγράφων. Αξίζει να τον ακούσουμε: «Ακριβώς πάνω από τις πηγές [της Μαρδάχας], το φαράγγι δένεται από ένα στενό τοξωτό γεφύρι, του οποίου το κλειδί είναι ψηλότερα από 60 πόδια [18.30 μ.] πάνω από την επιφάνεια του νερού. Ονομάζεται γεφύρι της Τατάρνας. Αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα για τα γεφύρια της περιοχής πάνω στον Αχελώο και τα ποτάμια των Αγράφων. Γενικά είναι χτισμένα ακριβώς εκεί που οι όχθες του ποταμού υψώνονται κρημνώδεις, από τις οποίες το τόξο αναπηδά. Το ύψος του φυσικά εξαρτάται από το πλάτος του ποταμού. Το γεφύρι είναι σε κάθε περίπτωση υπερβολικά στενό, επιτρέποντας το πέρασμα μόνο ενός φορτωμένου ζώου κάθε φορά. Ένα χαμηλό παραπέτο σε κάθε πλευρά σπάνια φαίνεται να παρέχει πρόσθετη ασφάλεια, -στην πραγματικότητα όταν ο αέρας κατεβαίνει δυνατά από το φαράγγι η διάβαση καθίσταται εξαιρετικά επικίνδυνη· δεν είναι εύκολη ούτε και στις καλές στιγμές, ειδικά για τα ζώα καθώς τούτα γλιστρούν στις μαλακές γυαλιστερές πέτρες που καλύπτουν τις απότομες κλίσεις από το κέντρο. Τα περισσότερα από αυτά τα γεφύρια είναι μεγάλης ηλικίας, εν τούτοις παραμένουν τόσο γερά όπως όταν πρωτοκατασκευάστηκαν, σε πείσμα του γεγονότος πως σε τούτα τα μέρη, τα απομακρυσμένα του Βασιλείου, λίγα ή τίποτα γίνονται για την επισκευή τους. Η αντίθεση μεταξύ αυτών των έργων και των φτωχών και αξιολύπητων κατασκευών των σύγχρονων Ελλήνων μηχανικών είναι χαρακτηριστικά διδακτική. Το γεφύρι της Τατάρνας έχει κερδίσει μέρος της τοπικής του φήμης εξ αιτίας του τελευταίου συμβάντος ληστείας (1893)· από αυτό πυροβολήθηκε μία από τις Ακαρνανικές συμμορίες ενώ περνούσε από πόρο το ποτάμι».[6]
Αλλά, ας γίνει μνεία και μιας τρίτης, πολύ παλαιότερης αναφοράς τού γεφυριού από τον αντισυνταγματάρχη Baker το 1832 -το αποκαλεί της Ταρταρίνας! Μαζί με κείνο του Κοράκου τα θεωρεί «αξιοσημείωτα για την τόλμη τού σχεδίου και το μέγεθος τού ανοίγματος του τόξου τους»· κι ακόμη επισημαίνει τη σπουδαιότητά τους, αφού αποτελούν «τα μόνα μόνιμα μέσα επικοινωνίας επί του ποταμού σε αυτή την περιοχή όταν φουσκώνει από τις χειμωνιάτικες βροχές, παρ’ όλο που τις άλλες εποχές είναι παντού διαβατός, λιγοστεύοντας σε ασήμαντο ρυάκι που χάνεται στην άσπρη κοίτη των αλλουβιακών του χαλικιών στα οποία οφείλει το όνομά του».[7]

Μάχη στο γεφύρι της Τατάρνας τον Απρίλη του 1821, μεταξύ του Οδυσσέα Αντρούτσου και του  ντερβέναγα Χασάνμπεη Γκέκα.
(Ζωγραφική απεικόνηση Γιάννας Ξέρα)


Το γεφύρι της Τατάρνας -σπανιότερα αποκαλούμενο της Μαρδάχας- ήταν όχι μόνο συχνοδιάβατο, αλλά και πολύ παλαιό. Από τα προεπαναστατικά ακόμη χρόνια, μα και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, λόγω της στρατηγικής του θέσης, το καλντερίμι του έγινε θέατρο πολλών και σκληρών μαχών. Ένα παράδειγμα: Απρίλη του 1821, ο Οδυσσέας Αντρούτσος έστησε ακριβώς πάνω στο γεφύρι ενέδρα στον ντερβέναγα Χασάνμπεη Γκέκα και τον σκότωσε μαζί με τους 60 άντρες του, συνοδούς χρηματαποστολής και οπλισμού στα Γιάννινα.[8]
Για τη στρατηγική θέση και τη σημασία του γεφυριού στην τότε επικοινωνία, χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω τρία δημοτικά τραγούδια. Το πρώτο παραπέμπει ακριβώς στην πολεμική ατμόσφαιρα που συχνά επικρατούσε στο χώρο του…

Εψές, προψές επέρασα Τατάρνας το γιοφύρι,
κι ακούονταν ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι,
ακούονταν πολλές φωνές και χουγιατά μεγάλα…

Στο δεύτερο, μια έκκληση προς τον Μάρκο Μπότσαρη για οχύρωση του εδώ χώρου τονίζει τη στρατηγική σημασία του περάσματος…

Να βγεις Μάρκο μου γλήγορα μ’ όσους κι αν ημπορέσεις,
να πιάσεις την Τατάραινα, να πιάσεις τα γεφύρια…

Στο τρίτο τραγούδι, αν και δεν κατονομάζεται ρητά το γεφύρι -εννοείται-, είναι ολοφάνερη η συμβολή του στη μετακίνηση σ’ έναν χώρο παροιμιώδη για τις δυσκολίες του…

Από το Βάλτο κίνησα να πάω στο Καρπενήσι,
τρία ποτάμια πέρασα, τρία ψηλά γιοφύρια,
βγήκα ψηλά σ’ ένα βουνό, ψηλά στον Αηθανάση…

Πρόκειται φυσικά, κατά σειρά, για τα γεφύρια Τατάρνας, Μανώλη και Βίνιανης, αντίστοιχα πάνω στα ποτάμια Αχελώο, Αγραφιώτη και Μέγδοβα.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον ακριβή χρόνο κατασκευής του γεφυριού της Τατάρνας. Όμως, έμμεσα, με τη βοήθεια εγγράφων του μοναστηριού, μπορεί να ανιχνευτεί στο περίπου η εποχή δημιουργίας του, έστω ο αιώνας που χτίστηκε.
Το μοναστήρι, σταυροπηγιακό, δηλαδή κατευθείαν υπαγόμενο στο Πατριαρχείο, από την αρχή της ζωής του, το 1556, δέχεται πολλές και μεγάλες δωρεές, προβαίνει και σε ανάλογες αγορές, αποκτώντας έτσι τεράστια περιουσία. Ήδη στην ιδρυτική του διάταξη[9] δηλώνονται αρκετά περιουσιακά στοιχεία και η προέλευσή τους. Αναφέρεται λοιπόν εκεί, μεταξύ των άλλων, και κάποιος Συναδινός από τα Επινιανά που πρόσφερε ένα μύλο και την περαταριά του διάβασης του Αχελώου. Το σημείο: «…τον μύλωνα εις την Τατάρναν, τις ουκ επαινέσει, όν μετά του πόρου Κυρ Συναδινός, ο εκ Πενιανών αφιέρωσεν;…». Λογικό πρώτο συμπέρασμα: γεφύρι τότε, το 1556, δεν υπάρχει, αφού χρησιμοποιείται για το πέρασμα βάρκα (περαταριά).
136 χρόνια αργότερα, στις 19 Σεπτεμβρίου 1692, μια Χρυσάφω Χασκαλού απ’ το χωριό Μοναστηράκι πουλάει στη Μονή ένα χωράφι και ορίζει-ομολογεί: «…επούλησα το χωράφι μου, όπου είχα εις τόπον λεγόμενον Βλαχομιχάλη ή Λογγά, καθώς είναι όλο από το Γεφύρι πλησίον και επάνω εις την Ράχην…».[10] Συμπέρασμα δεύτερο; Το γεφύρι στο τέλος του 17ου αιώνα έχει ήδη χτιστεί. Το γεγονός επιβεβαιώνεται πλήρως -και μάλιστα για τι γεφύρι πρόκειται- την επόμενη χρονιά, στις 19 Δεκεμβρίου 1693, όταν, πάλι απ’ το Μοναστηράκι, οι ιερείς και οι γέροντες του χωριού πουλούν στη μονή της Τατάρνας μεγάλες εκεί εκτάσεις. Στον προσδιορισμό των συνόρων η ομολογία καταλήγει: «…και έρχεται (το σύνορο) τον κατήφορον εις το Κεφαλογέφυρο…».[11]
Αλλά για κάποιον που έχοντας μελετήσει γνωρίζει καλά τα τότε πράγματα, τη μεγάλη δύναμη της μονής και την ταυτόχρονη οικονομική εξαθλίωση των γύρω κατοίκων, υπάρχει και τρίτο συμπέρασμα που αφορά τον χορηγό του έργου. Μόνο ένας εκείνη την εποχή, 16ο-17ο αιώνα, μπορούσε, ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει μια τέτοια κατασκευή∙ κι αυτός βέβαια δεν ήταν άλλος από το ίδιο το μοναστήρι.
Θα τελειώσουμε με μια ενδιαφέρουσα κατ’ αρχή, πλην ατεκμηρίωτη γραπτά πληροφορία -για να είμαστε ακριβείς πρόκειται για παράδοση που ακούγεται στην Πυρσόγιαννη της Κόνιτσας. Φημολογείται πως οι Τσουβαλάδες, οικογένεια με καλούς τεχνίτες απ’ το ξακουστό μαστοροχώρι, δραστηριοποιούνταν για χρόνια σε οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιούνταν τον 19ο αιώνα στο μοναστήρι της Τατάρνας -πέρσυ το χτίζανε, φέτος το πελεκάγανε![12] Τότε λοιπόν, λίγο πριν τα μέσα του αιώνα, φέρεται να έγινε και κάποια αγνώστου μεγέθους επισκευή στο γειτονικό γεφύρι.[13]















Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΩΤΙΚΑ
τχ. 6 / χειμώνας 2019-2020




[1] Η Μαρδάχα, ή Μαδράχα, έβγαζε -και βγάζει πια αθέατα- τόσο πολύ νερό, που δικαιολογημένα πολλοί θεωρούν έως εκεί τον Αχελώο ασήμαντο ποταμάκι και μετέπειτα πραγματικό, μεγάλο ποταμό. Κάποιοι μίλησαν και για σύνδεσή της -υπόγειος ποταμός- με τη λίμνη των Ιωαννίνων. Η πιο πιθανή εκδοχή για την ετυμολόγησή της είναι αυτή που τη θέλει να προέρχεται από το «…ματρ + αχ, που σημαίνει μητέρα των υδάτων η Μαρδάχα. πρβλ. και το σημερινό “νερομάνα”». (Δ. Μητάκη, Αχελώος, Πάτρα 1983, σελ. 27).
[2] Είχε συσταθεί με Β. Διάταγμα του 1851 και διαρκούσε 3 μέρες, από τις 8 έως τις 10 Σεπτεμβρίου.
[3] Έχει γραφτεί: «…κατά την εποχή της ακμής του απετελείτο από ολόκληρον κτηριακόν συγκρότημα, συγκείμενον από τρία κυρίως κτήρια. Το πρώτον ήτο διώροφον, το ανώγειον του οποίου είχε κατάλληλον διαρρύθμισιν εις αίθουσαν εστιατορίου - καφενείου και μαγειρίου και δύο υπνοδωματίων, το δε κατώγειον εχρησιμοποιείτο δια την αποθήκευσιν τροφίμων και ζωοτροφών. Το δεύτερον, όπισθεν του πρώτου, ισόγειον εχρησίμευε δια τον σταυβλισμόν των ζώων και το τρίτον, προς την δυτικήν πλευράν, εστέγαζε το σιδηρουργείον και το πεταλωτήριον. Όλα τα κτήρια επί οικοπέδου 400 περίπου Μ2, ανήκον κατά κυριότητα εις την Ιεράν Μονήν Τατάρνης («βακούφι»), η οποία, κατόπιν πλειοδοτικής δημοπρασίας, τα εμίσθωνεν εις διαφόρους κατά καιρούς εκμισθωτάς («χαντζήδες»)…». (Παναγιώτης Κ, Βλάχος, Τα Χάνια της Ευρυτανίας, «Πρακτικά Γ΄ Ευρυτανικού Επιστημονικού Συνεδρίου, Καρπενήσι 17-19 Μαΐου 1996, Μνημεία και Φυσικό Περιβάλλον της Ευρυτανίας, Εταιρεία Ευρυτάνων Επιστημόνων 11», Αθήνα 2000, σελ. 388-389).
[4] Αρκετές φωτογραφίες, ευτυχώς, διασώζουν τη μορφή του γεφυριού.
[5] Alfred Philipson, Bericht über eine Reise durch Nord - und - Mittel - Griechenland (= Έκθεση για ένα ταξίδι δια μέσου της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδος), «Zeitschrift der Gesellschaft für Erdkunde zu Berlin», 25, 1890, 376-383. [παραπομπή από, Δημήτριος Ευθ. Κουτρούμπας, Πτυχές της Ευρυτανικής Φύσης κατά το ταξίδι του Alfred Philipson στα τέλη του 19ου αιώνα, Πρακτικά Συνεδρίου «Η Ευρυτανία στις περιγραφές Ελλήνων και ξένων περιηγητών από την αρχαιότητα ως την εποχή μας», Καρπενήσι. 12-15 Ιουλίου 2007, Έκδοση “Ευρωπαϊκό Κέντρο Ευρυτανικών Σπουδών και Ερευνών”, Αθήνα 2008, 423].
[6] W.J. Woodhouse, Aetolia: Its Geography, Topography, and Antiquities, Oxford 1897, 36-37. στο βιβλίο παρατίθεται και φωτογραφία του γεφυριού.
[7] Memoir on the Northern Frontier of Greece. By Lieutenant-Colonel Baker. Communicated by John Backhouse, Esq. Read April 24, 1837. «The Journal of the Geographical Society», Volume the seventh, London 1837, p. 87.
Να ειπωθεί πως ο αντισυνταγματάρχης Baker υπήρξε ένας απ’ τους σχεδιαστές τής τότε οροθετικής γραμμής Ελλάδας-Τουρκίας (1832).
[8] Η επιχείρηση είχε σκοπό να παρασύρει μερικούς διστακτικούς οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς να βγουν στον Αγώνα. Μάλιστα για να τονιστεί η ιδεολογική μορφή της επανάστασης, ο Αντρούτσος πήρε από τους σκοτωμένους και την αποστολή μόνο τον οπλισμό. Τα χρήματα τα έστειλε με τους λίγους διασωθέντες Τούρκους στον προορισμό τους.
[9] Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 3/1926, 281-282.
[10] Γεωργίου Κ. Χρυσικού, Το χωριό μου Μοναστηράκι Αγράφων Ευρυτανίας, Αθήναι 1986, 109.
[11] Χρυσικός, 110.
Πρώτος, το 1929, αντέγραψε “Ομολογίες” από τους Κώδικες του μοναστηριού, τις μελέτησε και τις δημοσίευσε, ο Δημήτρης Λουκόπουλος, (Γεωργικά της Ρούμελης, Αθήναι 1938, 425-437).
[12] Βλέπε σχετικά σε, Αργ. Πετρονώτη & Β. Παπαγεωργίου, Μαστόροι Χτίστες από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, τ. Α΄, Ιωάννινα 2008, 226-228.
[13] Θύμα ακριβώς αυτών των φημών φαίνεται να έπεσε ο ερευνητής Βύρων Δ. Χρηστίδης όταν έγραφε ότι στα 1850 ο πρωτομάστορας Ι. Τσούβαλης έκτισε το γεφύρι της Τατάρνας με μεγάλο μπουλούκι, 30 μαστόρους, όλη η φάρα (Η Αρχιτεκτονική του κεντρικού Ζαγοριού, Το παράδειγμα του Κουκουλιού, Αθήνα 2004, 432). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου