Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα . Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα . Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Λίγο πριν λαλήσει ο πετεινός



Λίγο πριν λαλήσει ο πετεινός

Του Μάνθου Σκαργιώτη

Κ
άθε νύχτα, λίγο πριν λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, τα ξύλα τρίζουν στην ασβεσταριά κι οι μαστόροι κάνουν το βόλτο, βάζουν τις κέντες, ρίχνουν τα πέταβρα, πιάνουν από τρύπα σε τρύπα τα δοκάρια, κι οι πελεκάνοι κόβουν τ’ αγκωνάρια, τραβούν την ψιλή βελονιά, χτενίζουν με κέφι, κι ύστερα χτυπούν την καθαρή καλεμιά για να φτάσουν στον κόπανο, κι οι άλλοι χτίζουν -όχι το τσιμέντο- ασβέστη και πέτρα χτίζουν, και το προσφάι στο πόδι, ασβέστη και πέτρα, κι η ανάσα μικρή, ασβέστη και πέτρα κι ασπράδι, ώσπου βάζουν το κλειδί και πετούν την αγωνία στο ποτάμι, ενώ ο αντίλαλος του σφυριού και των ματρακάδων ακούγεται ακόμα, πέτρινη μουσική που την ξαναφέρνουν οι ακροποταμιές και σμίγει με τα κλαρίνα στο πλαϊνό χωράφι, για να σύρει το χορό ο μαστρο-Κώστας ο πρωτομάστορας, τ’ ακούς μαυριδερούλα μου, και πίσω οι τεχνίτες κι οι μηχανικοί και τα μαστοροπαίδια, και ταπεινά οι γυναίκες να κλείνουν, να κερνούν και να ονειρεύονται, κι ένα σκυλί δεμένο στην άκρη του αυγουστιάτικου φεγγαριού να γαβγίζει με φωνή γεμάτη μεστωμένα καλαμπόκια.
Εσύ ξεκαλουπώνεις παραμύθια.
Και το γεφύρι, πατώντας γερά στους όχτους, στήνει τ’ αγκίστρια του στις βίρες και στις σούδες και πιάνει αστέρια και ψυχές πνιγμένων για να βάλει φωτιά στα σκοτάδια της άλλης μέρας. Και φωνάζει τα λιανόπαιδα να τρέξουν στις κουπαστές μ’ ανοιχτές τις φτερούγες δώδεκα μέτρα ψηλότερα απ’ το φόβο κι αντικριστά στο θάνατο. Βγάζει κι απ’ τα πλευρά του αγριοσυκιές για να τις κρεμάσει σε κενό μνήμης.
Κι ύστερα, διαβαίνουν πάνω απ’ τις πλάτες του κοπάδια και πρατάρηδες, αγωγιάτες και καματάρηδες και κουρδαραίοι κι αντάρτες, ενώ κείθε απ’ τα βουνά η μάνα του ξενιτεμένου μετράει τους χειμώνες της απουσίας και κρεμάει πίσω απ’ την πόρτα της τα φρύγανα για τον καφέ του γυρισμού. Κι η τραμουντάνα φυσάει και γδέρνεται στο παραπέτο, σφυρίζει στις καμάρες κι εξουθενώνεται, θυμώνει κι αμέσως χάνεται μες στα άδεια σπίτια και στους λόγγους των πατροπαράδοτων λυγμών. Στο δίπατο πλάι στην εμπασιά, ο Άρης κι ο Ζέρβας δίνουν τα χέρια τους κάτω απ’ τ’ άγριο μάτι του Μάρκου Μπότσαρη∙ κι όπως τσουγκρίζουν τα ποτήρια, βγαίνει απ’ τις ρωγμές της νύχτας ήχος ελευθερίας που σκεπάζει το βρουχητό των Γερμανών. Ωστόσο η πληγή μένει. Εξήντα έξι χρόνια τώρα. Ανοιχτή κι αδήλωτη. Άλλοι την είπανε πληγή πατρίδας, άλλοι ενοχή Θεού κι άλλοι την είπαν τύψη του αιώνα.
Μα εσύ την λες πληγή του γεφυριού που την άνοιξε γερμανικό μολύβι. Τίποτ’ άλλο.
Κι οι τελευταίοι διαβάτες, κάθε νύχτα προτού λαλήσει ο πετεινός, γονατίζουν λίγο πιο κάτω απ’ το καμαρολίθι και προσεύχονται στον Άγιο Περατάρη∙ απ’ τις παλάμες τους τρέχει αίμα που διαπερνάει το καλντερίμι και μαλακώνει τούτη την πληγή. Κι όπως κυλάει ο Άραχθος, αράθυμος κι απρόβλεπτος, και σέρνει κούτσουρα και λιθάρια και δυο αδέρφια σκαλωμένα στα κλωνάρια μιας γλυκομηλιάς, όπως κυλάει ο Άραχθος και δέρνει και χτυπιέται, απ’ την πληγή του γεφυριού στάζει ζεστό ζεστό το αίμα στα νερά.

Γι’ αυτό τα τραγούδια που ακούς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο της νύχτας, μόλις λαλήσει ο πετεινός, είναι σε κόκκινο βαθύ. 

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

√ Αντίπερα...




… στη δώθε όχθη χτίζουνε προσωρινά το σπίτι τους,
φυτεύουν προσωρινά τις ελιές τους,
ξακρίζουνε προσωρινά ένα ξέφωτο και το κάνουν χωράφι,
κατεβαίνουν κάθετα στη γη για να συναντήσουν το νερό,
ξανοίγουν τα μνήματα και στη μέση φτιάχνουν χοροστάσι,
φιλοτεχνούν σαν αγαλματάκια τα παιδιά τους,
κι όσο να ’ρθει ο καιρός να περάσουν αντίπερα
τους δείχνουν τα έλατα που συνωστίζονται σαν κοπάδια
στις στρούγκες του βουνού, τα λιθαρογιόφυρα,
που τα δέσανε χαλκάδες στο λαιμό των ποταμιών,
τους παππούδες που μπήκανε στα μνήματα,
αποκαμωμένοι απ’ το πολύ καρτέρεμα…

Ανδρέας Ζαρμπαλάς
2017


Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Η Κατωγέφυρα Φοινίκης

Η ΚΑΤΩΓΕΦΥΡΑ, ή ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΧΟΥΣΜΠΕΗ
ΣΤΗ ΦΟΙΝΙΚΗ
  
1940


Η
 Κατωγέφυρα, λεγόμενη παλιά αλλιώς και γεφύρι του Χούσμπεη, βρισκόταν νότια του Δέλβινου, κάτω από τον λόφο όπου ήταν χτισμένη η αρχαία Φοινίκη. Γεφύρωνε την Μπίστριτσα -εξ ου και γεφυρομπίστρισσο-, τον Συμόεις των βυζαντινών, που πηγάζει απ’ τη Μουζίνα στο «Γαλάζιο Μάτι».

Ο δρόμος που εξυπηρετούσε οδηγούσε στην Κρανιά -εξ ου στα νεότερα χρόνια και γεφύρι της Κρανιάς- και στα άλλα χωριά του Βούρκου, στα Ριζά ή τα λεγόμενα χωριά του Θεολόγου, μέχρι και τα πιο απομακρυσμένα Τσαμοχώρια. Προπολεμικά δίπλα του λειτουργούσε το καφενείο του Τσιώρα (Λεωνίδα Ζούπα). Ανατινάχτηκε από τους Ιταλούς στον πόλεμο του 1940.

Ήταν δίτοξο, με μια μεγάλη καμάρα προς τη δεξιά όχθη και μια μικρότερη, βοηθητική, προς την αριστερή. Το συνολικό μήκος τού διαδρόμου διάβασης ήταν 29.00 μ., με πλάτος 3.50 -στα άκρα σηκώνονταν 0.70 προστατευτικά στηθαία.

Το γεφύρι πρέπει να ήταν πολύ παλαιό. Υπάρχουν άλλωστε δύο τουλάχιστον μαρτυρίες για γεφύρωση κάπου εδώ, κοντά στο Δέλβινο και δίπλα απ’ τη Φοινίκη -περιγράφεται η καταστροφή του. Ο F. Pouqueville γράφει πως «σε μισή λεύγα από το Δέλβινο, δεν βλέπουμε πια καμμιά κατοικία και τέσσερα μίλια μακρύτερα, αφού έχουμε παρακάμψει ένα τραχύ γήλοφο σκεπασμένο από λόχμες, φτάνουμε στη γέφυρα του Μπίστριτζα, που υψώνεται σαν μια αψίδα θριάμβου στο μέσον της πεδιάδας [...] η κεντρική αψίδα μοιάζει με αψίδα γοτθικού πυλώνα»[1]
Σε άλλο σημείο, μιλώντας για την αρχαία εδώ πολιτεία, ο Γάλλος περιηγητής προχωρεί, όχι αναιτιολόγητα όπως θα δούμε, σε υπόθεση για την ηλικία του γεφυριού. Αφηγείται πως η Φοινίκη «είχε στο κέντρο της έκτασής της μια ακρόπολη κειμένη σ’ ένα βραχώδες ύψωμα [που] έπρεπε ως εκ της θέσεώς της να υπερασπίζει το πέρασμα της γεφύρας, της οποίας η κατασκευή από πέτρες ανήκει πιθανώς στον αιώνα του Ιουστινιανού».[2] Το υποστηρίζει βέβαια αυτό ο Pouqueville, επειδή γνωρίζει -και το παραθέτει- χωρίο του Πολύβιου που μιλάει ότι …«Οι δε Ηπειρώται πυθόμενοι το γεγονός εβοήθουν πανδημεί μετά σπουδής. Παραγενόμενοι δε προς την Φοινίκην, και προβαλλόμενοι τον παρά την πόλιν ρέοντα ποταμόν, στρατοπέδευσαν, της επ’ αυτώ γεφύρας ανασπάσαντες τας σανίδας ασφαλείας χάριν».[3]
 
1940
Την άλλη, πιο συγκεκριμένη πληροφορία για ύπαρξη εδώ γεφυριού, αντλούμε από τα αρχεία της Βενετίας. Πρόκειται για έγγραφο, χρονολογημένο το 1606 Φεβρ. 22, που περιγράφει μια σύγκρουση ανάμεσα στον τότε τοπάρχη του Δέλβινου Οσμάν μπέη και τους εξεγερμένους κατοίκους. Διαβάζουμε: «Ο Οσμάν εστάθη εις το ποτάμι Βιστρίτσα παρά το Δέλβινο όπου είναι το γεφύρι και αμέσως ήλθον προς συνάντησή του ένας Καπιτζής και ο καδής του Δελβίνου ίνα τω προτείνουν, αν ήθελε να υποβληθεί το όλο ζήτημα εις την δικαιοσύνην…». Οι διαπραγματεύσεις όμως δεν πέτυχαν και έτσι λίγο παρακάτω μαθαίνουμε πως «Συνήφθη αψιμαχία, κατά την οποίαν εφονεύθησαν 30, ενώ αυτοί του Δελβίνου έχασαν μόνον ένα. Εχάλασαν συγχρόνως και το γεφύρι και ο Σαντζάκης Οσμάν δεν ημπορεί να περάσει ούτε πεζός, ούτε έφιππος…».[4]        
                                                                                                   
Για το γεφύρι και τον περιβάλλοντα χώρο του θα γράψουν, εκτός του Pouqueville, και άλλοι περιηγητές. Αρκετά χρόνια αργότερα, για παράδειγμα, ο R. Cyprien (1844) σημειώνει πως «κάπου στο Δέλβινο ένα γεφύρι ημικυκλικό, που από μακρυά μοιάζει αψίδα θριάμβου, ανασηκώνεται μέσ’ την ερημιά πάνω απ’ το ποτάμι της Πίστριτσας εν μέσω πελώριων σωρών ερειπίων που ονομάζονται Φοινίκη».[5]

Και ο Έλληνας αξιωματικός Β. Νικολαΐδης, την ίδια εποχή, το 1850, θα γράψει: «Η οδός εξερχομένη της πόλεως Δελβίνου τείνει προς μεσημβρίαν και εις 1 ½ ώρ. διέρχεται του ποταμού Πίστριτζαν επί υψηλής λιθίνης γεφύρας εγειρομένης ως μέγα θριαμβευτικόν τόξον εν τω μέσω της πεδιάδος παρά τη οποία υπάρχη και χάνιον».[6]

1926
 ενδιαφέρον όμως κρύβει και η περιγραφή ενός από τα πολλά δρομολόγια που εξυπηρετούσε τότε η Κατωγέφυρα. Μας την κάνει, στα 1878, ο καταγόμενος απ’ αυτά τα μέρη Β.Δ. Ζώτος-Μολοσσός. Πρόκειται για τον ημιονικό δρόμο που οδηγούσε απ’ το Βουθρωτό στο Δέλβινο μέσω Φοινίκης. αναλυτικά, και χρονομετρώντας, γράφει:  «Ζάρα, ½ ώρ. από  Βουθρωτόν - Μεμούσμπεη, 2 ώρ. από Ζάρα - Καινούργιο, 1 ώρ. από Μεμουσμπέγη - Αλύκου, ½ ώραν από Καινούριο - Κατωγέφυρα του Χούσμπεη, 1 ώραν από Αλύκου, έχει δεξιόθεν και αριστερόθεν χωρία και ερείπια αρχαίων πόλεων, οίον Ελικράνου (Κρανιάς), Εκατόμπεδον κλπ - Φοινίκη, ½ ώραν από Γέφυραν, επί των ερειπίων της μεγαλοπρεπούς Φοινίκης - Δέλβινον, 2 ½ ώρας από Φοινίκην».[7]

Για τα τελευταία περιπετειώδη χρόνια του γεφυριού, αφήνουμε να κάνει λόγο ο ντόπιος (Κρανιώτης) Γρηγόρης Αναγνώστης: «Το 1900 το μεγάλο τόξο της γέφυρας το ανατίναξε ο καπετάν Λιώλης, ο Θύμιος, για να εμποδίσει τη διείσδυση της εικοσάδας, που τον καταδίωκε. Η βλάβη ήταν 1,5 μ. και επισκευάστηκε προσωρινά με μαδέρια και στη συνέχεια ξαναχτίστηκε. Στην ιταλική εισβολή, το 1939, φτιάχτηκε απ’ το στρατό, λίγα μέτρα πιο κάτω, ξύλινη, πιο φαρδιά για διάβαση βαριών οχημάτων προς το Αλβανό-Ελληνικό μέτωπο. Η τοξωτή γέφυρα λειτουργούσε παράλληλα. Στις 30.11.1940 ο Ιταλικός στρατός, που οπισθοχωρούσε ηττημένος, ανατίναξε τις δύο γέφυρες».[8]

Αλλά σοβαρή ζημιά, μετά εκείνη της ανατίναξης του Λώλη, έπαθε το γεφύρι και το 1901, τότε από άγρια κακοκαιρία που φούσκωσε και ξεχείλησε την Μπίστριτσα. Διβάζουμε στην «Φωνή της Ηπείρου»…
«ΕΞ ΗΠΕΙΡΟΥ
Τη 4 Δεκεμβρίου 1901.
Άπας ο Νοέμβριος μην υπήγε καλός και γλυκύς σχεδόν, εκτός της νυκτός της 14, καθ’ ην διήρκεσε μέχρι της πρωίας της 15 δυνατή θύελλα συνοδευομένη μετά ραγδαιοτάτης βροχής, χαλάζης και ορμητικού ανέμου, δι’ ων επροξενήθησαν ζημίαι μεγάλαι∙ πλείσται οικίαι επλημμύρησαν κυριολεκτικώς, δένδρα πολλά εξερριζώθησαν ιδία από την Αβαρίτσαν και κάτω, τα πεδινά μέρη επλημμύρισαν και δεν διεκρίνοντο αι οδοί κτλ. Οι χείμαρροι υπερξεχείλησαν πολλάς προυξενήσαντες ζημίας εις τε τους αγρούς, οδούς κτλ., παρασύραντες γεφύρας, ως την μεγάλην και ιστορικήν γέφυραν της Κρανιάς, ην άφησεν μακράν ο ποταμός και εσχημάτισε νέαν κοίτην∙ πλησίον Δερμισίου ο ποταμός έπνιξεν εβδομήκοντα περίπου ποίμνια ομού και τον Αλβανόν ποιμένα…».[9]





Από την …
ΓΕΦΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ

Προδημοσιεύτηκε στο…
ΕΛΙΚΡΑΝΟΝ
Επετηρίδα 2018.


_________________________________________

[1] Fr. Pouqueville, Voyage de la Grèce, Paris 1826. Μετάφρ.: Κ. Βλάχος, Ταξίδι στην ΕλλάδαΤα Ηπειρωτικά, Τόμ.ΙΙΙ, Ακτία-Νικόπολις, Πρέβεζα 2008, σελ. 34 και 39.

2. Ως ανωτέρω, σελ. 36.

3. Πολυβ. Βιβλ. ΙΙ, ΚΕΦ. 6,8 excerpt. Legat 127.
Δηλαδή οι Ηπειρώτες, που έτρεξαν να βοηθήσουν όταν την πόλη πολιορκούσαν οι Ιλλυριοί, στρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη αφού πρώτα, για λόγους ασφαλείας, σήκωσαν τις σανίδες που σχημάτιζαν τη γέφυρα -έφερε τότε ξύλινο οδόστρωμα.

4. Κ.Δ. Μέρτζιου, Από “το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον”, «Ηπειρωτικά Χρονικά» 15 / 1940. σελ. 35-36.

5. Robert Cyprien, Les Slaves de Turquie: Serbes, Monténégrins, Bosniues, Albanais et Bulgare, II, Paris 1844, σελ. 180.

6. Β. Νικολαΐδης, Στρατιωτική Γεωγραφία της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και ιδίως των ομόρων της Ελλάδος επαρχιών, ήτοι Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας, Εν Αθήναις 1851, τ. IV, σελ. 1037 (ανέκδοτο λιθογραφημένο βιβλίο / συλλογή Νικηφόρου Κομίνη). [Εκδόθηκε τελικά μόλις το 2017 με εισαγωγή του Σπύρου Καραβά (έκδ. Βιβλιόραμα)]. span>

7. Δ. Ζώτος - Μολοσσός, Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου, τόμ. Δ΄, τχ. Α (Ήπειρος), Εν Αθήναις 1878, σελ. 65, 70.

8. Γρηγόρης Γ. Αναγνώστης, Η Κρανιά Αγίων Σαράντα (Ανά τους αιώνες), Άγιοι Σαράντα 2007, σελ. 201-202.

9. «Φωνή της Ηπείρου», φ. 457/14.12.1901, σ. 2.