Δάρδα
Κορυτσάς (1904)
Στα εγκαίνια ενός γεφυριού
Ο
|
λαχνός με το Νο 1633
της δημοπρασίας παλιών καρτποστάλ περιγραφόταν ως εξής: «Βόρειος Ήπειρος. Σουβενίρ Δάρδας. Εγκαίνια Πετρογέφυρας δια εξόδων του
κυρίου Χρήστου Θέμελη. Εν Δάρδα 1904».
Να λοιπόν μια
φωτογραφία ντοκουμέντο που μονάχα μια ματιά αρκούσε για να συνειδητοποιήσεις
την αξία της. Από τη μια μεριά επιβεβαίωνε και οπτικά όλα όσα μέχρι τώρα ξέραμε
για το ξεκίνημα ενός τέτοιου γεφυριού, τη σχετική τελετή, απ’ την άλλη
αποτελούσε πρόκληση να ψάξεις, να βρεις περισσότερα για το συγκεκριμένο γεφύρι,
αλλά και για το ίδιο το χωριό.
Να ξεκινήσουμε απ’
τη φωτογραφία, που κατά τα φαινόμενα αποθανατίζει μια ξεχωριστή στιγμή του
χωριού -εκείνου της Δάρδας, πάνω απ’ την Κορυτσά! Το γεφύρι, που θα ενώνει με
τη γειτονική Σινίτσα, έχει μόλις τελειώσει και το γεγονός πρόκειται να
γιορταστεί ανάλογα. Δύο παπάδες έχουν τελέσει τον καθιερωμένο αγιασμό, οι
μικροί μαθητές τραγούδησαν ό,τι για την περίσταση ετοίμασε ο δάσκαλος, οι
μαστόροι ευχήθηκαν σίγουροι για το έργο τους, κι οι τοπικές αρχές, περήφανες,
κάλεσαν και φωτογράφο. Βρισκόμαστε στα 1904, κι όλοι τους μαζί, πάνω και γύρω
απ’ το γεφύρι, ποζάρουν ευχαριστημένοι. Θα έχουν απ’ εδώ και πέρα όχι μόνο να
το λένε, μα και να το «βλέπουν» ζωντανά.
Η φωτογραφία
ευτύχησε να τυπωθεί σε καρτ-ποστάλ και για αρκετό καιρό να κυκλοφορεί στην
Κορυτσά. Εκεί τη βρήκε -εννέα χρόνια αργότερα, στα 1913- την αγόρασε και την
ταχυδρόμησε στην πατρίδα του, τα Χανιά της Κρήτης, ένας στρατιώτης του
Ελληνικού Συντάγματος που τότε είχε καταλάβει την πόλη. Με ημερομηνία
26.10.1913, διαβάζουμε στο πίσω μέρος της κάρτας: «..σήμερον ήλθα με Διομήδη εις την Κορυτσάν, είναι καλή πόλις αλλά
χιονισμένη και κρύα πολύ..».
Ευτυχώς, έστω και
με ποσό σημαντικά ανώτερο της τιμής εκκίνησης, η πολύτιμη καρτ-ποστάλ
αποκτήθηκε…
Η Δάρδα το 1890 |
Από την Κορυτσά, η Δάρδα απέχει -νότια- κοντά στα είκοσι χιλιόμετρα. Κι εμείς, με οδηγό μας -και ξεναγό- τον ντόπιο Αντριάν, καλοκαίρι του 2004, τη βάλαμε προορισμό. Θέλαμε να μάθουμε για την τύχη εκείνου του γεφυριού που, ακριβώς εκατό χρόνια πριν, είχε πολύ συγκινήσει τους Νταρδιώτες, αλλά κι όλους τους κατοίκους των κοντινών χωριών. Γρήγορα αφήσαμε τον κεντρικό δρόμο, περάσαμε μέσα απ’ χωριό Μπομποστίτσα και πήραμε να σκαρφαλώνουμε τις δασωμένες πλαγιές του Μοράβα…
Άγιος Γεώργιος |
Η Δάρδα χτίστηκε αρχές του 18ου αιώνα σαν επακόλουθο βίαιου εξισλαμισμού των γύρω χωριών και κωμοπόλεων. Ήταν τότε που, όσοι συνέχισαν να αντιστέκονται, να παραμένουν χριστιανοί, αναζήτησαν καταφύγιο σε τόπο απόμερο, πιο ασφαλή. Τέτοιον θεώρησαν ένα κοίλωμα του πανύψηλου Μοράβα, όπου τα καλοκαίρια πήγαιναν τα κοπάδια τους να ξεδιψάσουν. Και επειδή εκεί κοντά υπήρχε ανέκαθεν μια τεράστια απιδιά -Ντάρδα ή Δάρδα στα αρβανίτικα- το χωριό που σιγά-σιγά σχηματίστηκε κράτησε ακριβώς αυτό το όνομα.
Γρήγορα η Δάρδα,
παρά τους δύστροπους γειτόνους της, άρχισε να μεγαλώνει, να προοδεύει. Ήρθε
καιρός που έφτασε και ξεπέρασε τις τετρακόσιες οικογένειες, βοηθούμενη βέβαια
σ’ αυτό και από τα ειδικά προνόμια που της παραχωρήθηκαν. Χτίστηκαν λοιπόν
πέτρινα δίπατα σπίτια, εκκλησίες με πρώτη και καλύτερη εκείνη του Αϊ-Γιώργη στα
1839, σχολεία για να στεγάσουν Νηπιαγωγείο, Δημοτικό Αρρένων, Δημοτικό Θηλέων,
Ελληνικό! Έγινε με τον καιρό όχι μόνο στολίδι της περιοχής, μα και
παραθεριστικό κέντρο όλης της Κορυτσάς.
Γυναίκες της Δάρδας το 1908 |
Οι Δαρδιώτες, τουλάχιστον στην αρχή, πρόκοψαν εξασκώντας το επάγγελμα του ξυλοκόπου. Γρήγορα όμως άλλαξαν τα μικρά τους εργαστήρια σε ξυλεμπορικά, έγιναν ανθρακέμποροι με επιχειρήσεις όχι μόνο στην Τουρκία κι αργότερα στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο, μα και στη Βουλγαρία, στη Σερβία, προπαντός στη Ρουμανία. Φυσικά δεν υστέρησαν και στα γράμματα, κατακτώντας θέσεις και αξιώματα σημαντικά για την εποχή. Το σπουδαιότερο όμως απ’ όλα, και πρέπει να τονιστεί, ήταν ότι καθένας τους, όσο μακριά κι αν βρισκόταν, δεν ξέχναγε τη Δάρδα, στέλνοντας χρήματα, επιστρέφοντας στο χωριό συχνά. Σ’ αυτό το κλίμα δημιουργικής άμιλλας θα πρέπει λοιπόν να εντάξουμε και την κατασκευή του μικρού γεφυριού της φωτογραφίας μας.
Από τα δύο ρέματα
που κατεβαίνουν απ’ τον Μοράβα, ενοχλούσε περισσότερο εκείνο που χώριζε τη
Δάρδα απ’ τη Σινίτσα. Κυλώντας στα τελευταία σπίτια του χωριού, μπορούσε το
βαρύ χειμώνα ακόμα και να διακόψει τελείως την επικοινωνία, δυσκολεύοντας τους
μικρούς μαθητές που έρχονταν απ’ τα γύρω μέρη. Αποφάσισε τότε να λύσει το
πρόβλημα, δωρίζοντας για να χτιστεί πέτρινο γεφύρι, κάποιος Δαρδιώτης ονόματι
Χρήστος Θέμελης Γάιος!
Είναι αλήθεια κρίμα
που δεν γνωρίζουμε περισσότερα για αυτόν τον δωρητή∙ μάλλον που μόνο υποθέσεις
μπορούμε να κάνουμε. Πάντως πρέπει να καταγόταν απ’ τη σπουδαία οικογένεια
Θέμελη που στην περιοχή έγραψε ιστορία. Έβγαλε αγωνιστές κατά των Τούρκων,
μεγαλέμπορους ξυλείας με έδρα την Πάτρα, ακόμα και επιστήμονες σπουδαγμένους
στην Αθήνα. Μάλιστα ένας τους, κάποια στιγμή, συγγένεψε με την άλλη σπουδαία
φαμίλια του χωριού, εκείνη του Γάιου, κι έτσι, ίσως, απόγονος τούτου του γάμου
να είναι κι ο δικός μας χορηγός. Πόσο σεβασμό αλήθεια, ευγνωμοσύνη, κρύβουν οι
λέξεις που έχουν χαραχθεί πάνω στην καρτ-ποστάλ! «ΔΙΑ
ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΘΕΜΕΛΗ ΓΑΪΩ ΕΝ ΔΑΡΔΑ 1904». Πρέπει να είναι η
ίδια η επιγραφή της μαρμάρινης πλάκας που στέκει εντοιχισμένη πάνω απ’ το τόξο
του γεφυριού.
Όμως αυτός ο ίδιος
ο δωρητής φαίνεται πως πλήρωσε για να εκδοθεί η φωτογραφία και σε κάρτα. Το
μαρτυρεί, πίσω της, εκείνο το τυπωμένο «EDITURA: CHRISTES TH. GAIO, BUCURESCI (ROMANIA) ». Εκτός
κι αν πιστέψουμε πως τούτος, ο Θέμελης, στο Βουκουρέστι, όπως τόσοι άλλοι
συγχωριανοί του, ασχολιόταν επαγγελματικά με εργασίες τυπογραφικές. Το σίγουρο
είναι -για να ξαναγυρίσουμε στη σκηνή της φωτογραφίας- πως τουλάχιστον στα
εγκαίνια του έργου του, στον αγιασμό του γεφυριού, ο δωρητής θα ήταν παρών.
Πρέπει λοιπόν να ποζάρει, δικαιολογημένα υπερήφανος, κάπου κοντά στους δυο
παπάδες. Με την ευκαιρία να δηλώσουμε, πως οι τελευταίοι είναι ο παπα-Ναούμ κι
ο παπα-Γιάννης Ζέγκος, μόνιμοι κι οι δυο τους εφημέριοι εκείνη την εποχή στο
χωριό. Δεξιά τους, με τη σκούφια της δουλειάς, ο πρωτομάστορας…
Αν στο σχολιασμό
της φωτογραφίας, για την όποια αποκρυπτογράφηση της, χρειάστηκαν να γίνουν
κάποιες υποθέσεις, για το τι θα ακολουθήσει τη συγκεκριμένη σκηνή είναι πέρα
για πέρα φανερό. Υπάρχουν και πολλές και αξιόπιστες μαρτυρίες για το σχετικό
έθιμο. Βέβαια το γεφύρι της Δάρδας μπορεί να μην είναι απ’ τις μεγάλες του
είδους κατασκευές, μα κι εδώ το μικρό έστω γλέντι θα στηθεί…
Ψητό λοιπόν αρνί,
κρασί, στο τέλος ο χορός, θα συνθέσουν τη γιορτή επισφραγίζοντας το γεγονός.
Άλλωστε όλα αυτά τα χρωστάνε στους μαστόρους που, επιπλέον, τώρα θα τους δώσουν
και κάποια δώρα -τα μπαχτσίσια- για τον κόπο τους. Ίσως να είναι δύο φορτία
κρασί, ίσως δέκα οκάδες ρακή, μπορεί και τρία σφάγια. Ακόμα θα τους πληρώσουν
την προτελευταία δόση, κι αν αντέξει το γεφύρι τις πρώτες κατεβασιές, τότε θα
γίνει και η εξόφληση. Νόμος άγραφος το τελευταίο, κανόνας απαράβατος. Όσο για
τους χτίστες που δουλέψανε στη Δάρδα, δεν μπορεί παρά να κατάγονται από τα ίδια
τα χωριά της Κορυτσάς. Γιατί έβγαλε ο τόπος και πολλούς και ικανούς τέτοιους
μαστόρους.
Ο Ηλία Κέρε θυμάται και μου αφηγείται... |
Ήταν ο Ηλία ο Κέρες -κοντά στα εκατό πια- που μας τα διηγιόταν όλα τούτα στο σπίτι του! Αρχοντικό το τελευταίο όχι σε μέγεθος -όπως τ’ άλλα σπίτια της Δάρδας- μα στη νοικοκυροσύνη! Παραδίπλα, η κυρά του τον άκουγε με προσοχή κουνώντας επιδοκιμαστικά κάθε τόσο το κεφάλι της. Περίπου στην ίδια μ’ αυτόν ηλικία αλλά ακούραστη, μας είχε από την αρχή καθίσει αναπαυτικά στα μπάσια -μάλλον στα δύο κρεβάτια δεξιά κι αριστερά του τζακιού- και μας είχε κεράσει λουκούμι με μπισκότο. Αφημένοι έτσι στις γνώσεις, στη μνήμη του μπάρμπα-Ηλία, ταξιδεύαμε γεμάτοι περιέργεια στο χρόνο ανακαλύπτοντας ξεχασμένα μυστικά. Προς έκπληξή μας, τούτος ο γέρος γνώριζε καλά, με λεπτομέρειες, καθετί απ’ τα δρώμενα του χωριού. Το κυριότερο, είχε ακουστά, από πρώτο χέρι, και του γεφυριού την ιστορία..! Τον εμπιστευόμαστε -διέθετε ο λόγος του πειθώ- απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τα καλά ελληνικά του -μικρός φοίτησε στη Φλώρινα!
-Γεφύρι του Μύλου το λέγαμε παλιά∙ ακόμη
υπάρχει! Δίπλα του είχε μύλο…
Αργά το απόγευμα
βγήκαμε μαζί του στην αυλή, άνοιξε το πορτόνι, κι έδειξε, χαμηλά, δρόμο και
κατεύθυνση…
Το γεφύρι του Μύλου σήμερα |
Σε λίγο, στο τέλος της κατηφοριάς, εκεί που ο δρόμος φεύγοντας για Σινίτσα υπερπηδούσε το λάκκο, αντικρίζαμε, επιτέλους, το μικρό γεφύρι. Βέβαια προς στιγμή, αναρωτηθήκαμε αν αυτό που βλέπαμε ήταν πραγματικά εκείνο που απεικόνιζε η καρτ-ποστάλ. Δεν υπήρχαν παραπέτα, ήταν αρκετά μικρότερο, πιο χαμηλό, ίχνη δε μύλου δεν βλέπαμε πουθενά. Κι όμως, με τη φωτογραφία στο χέρι, χρειάστηκε να αλλάξουμε μόνο μερικές θέσεις -συγκρίνοντας φόντο, παρατηρώντας λεπτομέρειες- για να πειστούμε, να ταυτοποιήσουμε με σιγουριά το τότε με το τώρα. Πάντως, να ομολογήσουμε πως ένας αιώνας είχε αφήσει για τα καλά τα σημάδια του και στο κτίσμα και στο τοπίο…
Το τόξο, με καλά
διατηρημένα ακόμη τα καμαρολίθια του, ανοίγει σήμερα 4.50 μ., ενώ ανασηκώνεται
πάνω απ’ το νερό στα 2.10. Σ’ αυτό ακριβώς το ύψος διαμορφώνεται, επίπεδο
σχεδόν, και το καλντερίμι διάβασης. Για να σε περάσει απέναντι χρειάζεται 10.60 μ., διαθέτοντας -και
για τα σημερινά δεδομένα- ικανοποιητικό ωφέλιμο πλάτος, 3.90 μ.! Σε ανύποπτους καιρούς, ο Θέμελης, οι μαστόροι,
είχαν προβλέψει σωστά. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που εδώ πάνω, στη
μοναξιά του Μοράβα, στην άσημη πια Δάρδα, το γεφύρι εξακολουθεί να παραμένει
λειτουργικό.
Στην αυλή με τον Αντριάν, όπου και τα μελίσσια του... |
Το βράδυ βρεθήκαμε φιλοξενούμενοι στο σπίτι του Αντριάν -κέρασμα, ένα απίθανο μέλι απ’ τις κηρήθρες της αυλής του! Αν και οι στιγμές δεν προσφέρονταν -την επομένη ο μεγαλύτερος αδερφός αναχωρούσε αναζητώντας την τύχη του στην Αμερική- για αρκετή ώρα η συζήτηση περιστράφηκε γύρω απ’ την παλιά Δάρδα. Διακρίναμε στα μάτια τους -για όσα αποκαλύπταμε- την έκπληξη, την ικανοποίηση, την απορία! Μόνο ο Αντριάν, μικρότερος στην οικογένεια, φαινόταν να δυσπιστεί. Αμφέβαλε ακόμη και για του γεφυριού την παλιά φωτογραφία. Τελικά, ήταν ο πρώτος που μας τη ζήτησε -όπως και μια άλλη που απεικόνιζε τη Δάρδα- για να την κορνιζάρει…
Mια φωτογραφια, χιλιες λεξεις! Πολυ συγκινητικο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιναι ενα φωτο οπου η Αλβανια ηταν ακομα μερος της Οθομανικης Αυτοκρατοριας, οπου συμφωνα με το τοτε επισημο τουρκικο κρατος δεν υπηρχαν αλβανοι, αλλα μονο τουρκοι (μουσουλμανοι) και ελληνες (χριστιανοι) και τα αλβανικα ηταν απαγορευμενη γλωσσα. Η Νταρδα ειναι ενα χριστιανικο χωριο αλβανοφωνο, παρολο που εγω ως βλαχικης καταγωγης εχω ακουσει οτι ζουσαν και βλαχοι. Ολοι οι αντρες της πηγαιναν στο εξωτερικο να δουλεψουν οπως Αμερικη κυριως, για αυτο το λογο η Νταρδα ηταν ενα αναπτυγμενο χωριο.
ΑπάντησηΔιαγραφή