Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Αμόριο Έβρου



Τα Κάλαντα των Μαστόρων


Ο μάστορανας βουλήθηκε
γεφύνιρι να στεργιώσει,
γεφύρινι μυριουγέφυρο
του Παναύλου το γιουφύρι….

Ε
ίναι Χριστούγεννα και είμαστε Θράκη, στο Αμόριο, ένα παραέβριο χωριό κοντά στο Διδυμότειχο.
Οι τσέτες, όπως λένε εδώ, δηλαδή οι ομάδες που θα γυρίσουν όλα τα σπίτια του χωριού να πουν τα κάλαντα, έχουν σχηματιστεί από καιρό.

Πρώτα θα ξεκινήσουν από την εκκλησία και θα τα ψάλλουν στον Αφέντη Χριστό.
Ύστερα θα πάρουν τα σπίτια με τη σειρά: στου παπά, στου δάσκαλου, στου γραμματικού, στου άρχοντα, παντού.
Ο σκοπός, η μελωδία που τα λένε είναι πάντα ίδια, όμως οι στίχοι, τα λόγια, αλλάζουν ανάλογα με το νοικοκύρη του σπιτιού, τα μέλη της οικογένειας.
Κάποια στιγμή θα φτάσουν και στο μάστορα, και τέτοιοι, οι περίφημοι δουλγκέρηδες, στη Θράκη υπήρχαν πολλοί.
Γι’ αυτόν θα ακουστεί “του Παύλου το γεφύρι”, που αποτελεί τοπική εκδοχή της παραλογής “του γιοφυριού της Άρτας”…
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι πρόσθετες -χάρη του μέτρου- συλλαβές που δημιουργούν κάθε τόσο οι τραγουδιστές, επαναλαμβάνοντας φωνήεντα στα οποία προτάσσουν το γράμμα ν -εντάσσονται έτσι σε όλους τους στίχους ήχοι να νι νο νου νε μορφοποιώντας έναν τοπικό, ιδιάζοντα ρυθμό!

Είναι χαρακτηριστικές οι μαρτυρίες που ακολουθούν:
Απ. Παπάζογλου, Λαογραφικά Λαβάρων Διδυμοτείχου,
“Θρακικά”, ΜΓ΄(1969), σ. 216-219.
«Τραγουδιέται σαν κάλαντα, παραμονή Χριστουγέννων το βράδυ, μαζί με άλλα. Οι τραγουδιστές χωρίζονται κατά ομάδες (τσέτες). Η κάθε τσέτα έχει τον “τσότρατζή” της (αρχηγό) και δώδεκα άλλα μέλη, τα  “ρουγκάτσια”. Ο Τσότρατζης συμβολίζει τον Χριστό. Τα ρουγκάτσια συμβολίζουν τους δώδεκα μαθητάς. Έχουν το γραμματέα τους να κρατάει λογαριασμό, κι έναν ταμία για να εισπράττει τα φιλοδωρήματα. Το σούρουπο παραμονή Χριστουγέννων ξεκινούν. Με συνοδεία “γκάιδας” πάνε στην εκκλησία πρώτα, λένε τα κάλαντα στην Παναγία και στον “Χριστό Αφέντη” και μετά στα σπίτια του χωριού. Ανάλογα με τον νοικοκύρη του σπιτιού, τραγουδούν και τραγούδι. Την παραλλαγή του δημοτικού  “γεφύρι της Άρτας” λένε στους ντουλγκέρηδες (κτίστες)».


Δ. Μανάκα, Λαογραφικά Διδυμοτείχου,
“Θρακικά”, ΛΑ΄ (1959), σ. 265-266.




«Το τραγούδι “του Παύλου το γεφύρι” ακούγεται στα παρέβρια χωριά, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, Αμόριον - Μάνδρα - Λάβαρα κτλ.
Το παραπάνω, όπως και άλλα, άσχετα τελείως με τη γέννηση του Χριστού, ψάλλονται ακόμη κατά την εορτήν αυτού, εναλλασσόμενα και αναλόγως των οικογενειών τας οποίας επισκέπτονται και συμφώνως προς το επάγγελμα των οικοδεσποτών (κάλαντα)»  



Από τοπική τηλεοπτική εκπομπή.
Αφηγείται ο Κωνσταντίνος Σπυρούδης, από το Αμόριο του Έβρου… 

«Αυτά τα τραγούδια είναι παλιά τραγούδια· τα έλεγαν οι μπαμπάδες μας, οι παππούδες μας... Αυτοί τότε μαζεύονταν, όπως και ’μεις όταν ήμασταν παιδιά. Μαζευόμασταν ένα μήνα πιο μπροστά και φτιάχναμε την ομάδα, η οποία ομάδα αποτελειόταν περίπου από έντεκα άτομα· έπρεπε να είναι δηλαδή, ή έντεκα, ή δεκατρία, ή εννιά -πάντως να μην είναι ζευγάρι, ζυγά. Γίνονταν τότε όχι όπως τώρα μία ομάδα, γίνονταν δύο ομάδες· επειδής ο κόσμος άνοιγε στα σπίτια, έμπαιναν μέσα τα παιδιά και τα τραγουδούσαν όλα αυτά τα τραγούδια, τα τραγουδούσαν στο χωριό σε πολλά σπίτια, κουράζονταν·  γι’ αυτό χωρίζονταν σε δυο ομάδες. Παράδειγμα: ήταν έντεκα άτομα; Πήγαιναν πέντε από μια μεριά και πέντε από την άλλη και στη μέση ήταν περίπου ο τσοτραμπασής που τον λέγανε, αυτός που διεύθυνε και τα τραγούδια, την ομάδα· έλεγε ένα στίχο η μια ομάδα, ένα στίχο η άλλη, οπότε ξεκουράζονταν τα παιδιά και συνέχιζαν…
Αυτά τα τραγούδια αρχίζανε την παραμονή το βράδυ, δηλαδή ξημερώνοντας Χριστούγεννα. 
Το βράδυ πηγαίναμαν στην εκκλησία κι ελέγαμαν το τραγούδι του Χριστού· μετά πηγαίναμαν στου Παπά· από τον Παπά μετά πιάναμαν από τη μια άκρη του χωριού και γυρίζαμαν όλο το χωριό· και λέγαμαν αυτά τα τραγούδια. Στο κάθε σπίτι που πηγαίναμαν, ανάλογα τι οικογένεια, τι μέλη είχε, λέγαμαν και το τραγούδι… Αν ήταν αρχόντοι, λέγαμαν “του αρχόντου”· ύστερα είχε ένα αγόρι; λέγαμαν “του αρχοντόπουλου”· είχε κι άλλο; Αν ήταν γραμματιζούμενο, πήγαινε δηλαδή σχολείο, λέγαμαν “του γραμματικού”· ύστερα, είχε μια κοπέλα; λέγαμαν το ένα· είχε κι άλλη; λέγαμαν και τ’ άλλο· είχε μικρό παιδάκι; Δηλαδή ανάλογα τι μέλη είχε η οικογένεια, λέγαμαν και τα τραγούδια…».



ΒΙΝΤΕΟ


Ηχογράφηση- Μαγνητοσκόπηση:
Σπύρος Μαντάς
Παραγωγή:
Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων
20 Οκτωβρίου 2011

Τα λένε:
Κώστας Σπυρούδης, Κώστας Μαυριώτης
Γιώργος Τσιπουνάκης, Χαράλαμπος Τσότρας
Κώστας Τσιπουνάκης (παίζοντας νταρμπούκα)

                                                             
Ο μάστορας βουλήθηκε γεφύρι να στεργιώσει,
γεφύρι μυριουγέφυρο του Παύλου το γιουφύρι,
μι τετρακόσιους μάστορες, μι χίλιους μαθητάδες.
Ολημερίς να χτίζουνε το βράδυ να γκρεμιέται.
Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν’ οι μαθητάδες.
Πουλάκι διάβη κι έκατσε δεξιά απ’ την καμάρα
κι δεν λαλούσε σαν πουλί, σαν τ’ άλλα τα πουλάκια,
μόν’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρώπινη λαλίτσα.
«Άνθρωπ’ δε θεμελιώσατε γιοφύρι δε στεργιώνει
και δε ξένο και δε δικό, και δε κάναν διαβάτη,
μόνον του πρωτομάστορα την πρώτη τη γυναίκα»
Του μαθητούδ’ προβόδισαν τ' μαστόρσα να φωνάξουν:
- Κυρά μ’ σοι κράζ’ ο μάστορας κι πρώτος του ντουλγκέρης.
- Και τι μοι θέλ’ ο μάστορας κι πρώτος του ντουλγκέρης;
κι αν μοι φωνάζ’ για καλό ν’ αλλάξω κι να έρτω,
κι αν μοι φωνάζ’ για κακό να έρτω όπως είμι.
Κι άλλαξε στολίστηκε σαν άσπρη περιστέρα
στους κάμπους εκατέβηκε στου μάστορα πηγαίνει.
- Κι τι μοι θελς βρε μάστορα κι πρώτε μου ντουλγκέρη;
- Του δαχτυλίδι μ’ ξέγυρει στη δεξιά κάμαρα
- Σώπα, σώπα βρε μάστορα εγώ θα σοι του βγάλου.
Κι σέβηκε κι διάγυρε,  δ’ ευρίσκει δαχτυλίδι.
- Τράβα, τράβα βρε μάστορα, τράβα για να μι βγάλεις.
- Κι αυτού που μέσα σέβηκες κόρη μ’ βγαλμό δεν έχεις.
- Έχω ψωμί που ψένεται κι του πιδί μου κλαίει.
- Και το ψωμί σου ψένιται κι του πιδί σ’ δεν κλαίει.
-Πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γιοφύρι,
πως τρέχ’ το γαλατάκι μου να τρέχουν οι διαβάτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου