Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Αμπελάκια Έβρου



Πρόβα για ένα τραγούδι…

Σαρανταπέντι μάστοροι -Βέργω μουρ'(η) Βέργω μ' λυγιρή
(μουρ’ νερ) κι ως 'ξήντα μαθητoύδια -κι ωχ Βουργάρα είν’ η αγάπη

 
 




 Τ
οπική παραλλαγή, σε ρυθμό ζωναράδικο, καταγραμμένη στο χωριό Αμπελάκια της Θράκης.
Τα Αμπελάκια, το παλιό Κουλακλί, στην περιοχή της Ορεστιάδας, ανήκει στη λεγόμενη ομάδα των “Μάρηδων”.
Λέγοντας Μάρηδες εννοούμε 13 χωριά που βρίσκονται στην κοιλάδα του Ερυθροπόταμου, παραπόταμου του Έβρου. Αυτά είναι: Αμπελάκια (Κουλακλί), Ασβεστάδες (Κιρέτσκιοϊ), Ασπρονέρι (Ακ Μπουνάρ), Βρυσικά (Καρά Μπουνάρ), Καρωτή (Κουρουτζή), Κουφόβουνο (Ιτζέκιοϊ), Κυανή (Τσαουσλή), Μάνη (Καδήκιοϊ), Νεοχώρι (Γενίκιοϊ), Παταγή (Παζαρλή), Ποιμενικό (Τσοπανλή), Σιτοχώρι (Σκουρτοχώρι ή κιζιγκίτσκιοϊ), Στέρνα (Ταπάρ).

Τα πλάνα του βίντεο που ακολουθεί προέρχονται από τις πρόβες για την ηχογράφηση του τραγουδιού -πραγματοποιήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 2011.


Τραγουδούν:
Π. Κασπαρίδης, Γ. Ζιώγας












Παίζουν:
Βαγγέλης Δωρόπουλος, γκάιντα













 Νίκος Ζάρκος, κλαρίνο












Γ. Κυριακίδης, ακορντεόν












Γ. Καρναγέλλης, τουμπελέκι








ΒΙΝΤΕΟ



Μαγνητοσκόπηση-Ηχογράφηση
Σπύρος Μαντάς
Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (ΑΓΗ)



Σαρανταπέντι μάστοροι κι ως 'ξήντα μαθητoύδια

γιοφύρι καταπιάστηκαν, του Παύλου το γιοφύρι.

Ολημερίτσα το 'χτιζαν, του βράδ(ι) αργά ξιγέρνει.

Μοιρ(γ)ιολογούν οι μάστοροι, κι κλαιν τα μαθητoύδια:

- Αλίμονο στουν κόπου μας, κρίμα στη δούλιψη μας,

ολημερίς να χτίζουμε, του βράδυ να γκρεμιέται.

Πουλάκι πήγι κι έκατσι στη δέξια την καμάρα,

δεν κελαηδούσι σαν πουλί, κι ουδέ σα χιλιδόνι,

μόνου λαλούσι κι έλιγι μ' ανθρώπινη λαλίτσα:

- Όσου δε φάει άνθραπου, γιουφύρι δε θα στιρ(γ)ιώσει,

κι ουδέ ξενό, κι ουδέ δικό, του μάστορα τ' γυναίκα..!

Του μαθητούδ(ι) προυβόδισαν τ' μαστόρ'σα για να φέρει,

κι απού μακριά τη χιριτάει, κι απού κουντά τη λέει:

- Ν' έλα, ν' έλα μαστόρισσα, μάστουρας σι γυρεύει.

- Κι τί μι θέλει μάστουρας, κι τι μι θέλει Παύλους;

Αν μι γυρεύει για καλό, ν΄αλλάξου κι να έρθου,

κι αν μι γυρεύει για κακό, να βάλω μαύρα να 'ρθω.

- Κι για καλό κι για κακό, ν' αλλάξεις κι να έρθεις.

- Έχου ψουμί για φούρνισμα, κι του πιδί μ΄στην κούνια.

- Κι του ψουμί σου ψένιτι, κι του πιδί σ' κουνιέτι.

Κι τα χρυσά τσου έβαζι, στου μάστουρα παένει,

κι απού μακρ(ι)ά τους χιριτάει, κι απού κουντά τους λέει:

- Σαν τι μι θέλεις μάστουρα, σαν τι μι θέλεις Παύλη;

- Του δαχτυλίδι μ' έπισι, κι η πρώτη αρραβώνα μ'.

- Στέκα, στέκα, βρέ μάστορα, να σέβου να του βγάλου.

'Χιρσαν[1] πέτρις να θιμιλιών', τα(η)' μαστόρ'σα να σκουτώσουν.

- Τράβα, τράβα, βρε μάστορα, τράβα για να μη βγάλεις.

- Πως τρέμει του κουρμάκι μου, να τρέμει του γιουφύρι,

πως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες.

- Κόρη του λόγου σ' άλλαξι κι άλλη κατάρα δώσι

εχ'ς αδιρφό στην ξινητειά, μη λάχει κι πιράσει.

- Πως τρέχ'(ει) του γαλατάκι μου, να τρέχουν οι διαβάτες.



[1] 'χιρσαν: άρχισαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου