“ΤΟΥ
ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ”
Από το βιβλίο του Σπύρου
Μαντά
“Του γιοφυριού της Άρτας
…τραγουδώντας το Θρύλο”.
Τ |
ο
τραγούδι “του γιοφυριού της Άρτας”, εντάσσεται σε ιδιαίτερη κατηγορία ασμάτων
που αποκαλούνται παραλογές -πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια με έντονο το
παραμυθιακό στοιχείο.1 Έχει
σαν πρότυπο τη θυσία της Ιφιγένειας, που έλαβε χώρα προκειμένου, επιτέλους,
να ξεκινήσει η ελληνική εκστρατεία για την Τροία. Είναι το θέμα της γνωστής
τραγωδίας του Ευριπίδη, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”. Βέβαια, όπως πολύ σωστά
παρατηρεί ο Γιώργος Ιωάννου σε σχετική μελέτη του, «…από στενή σκοπιά εξεταζόμενες οι δύο περιπτώσεις δεν είναι ακριβώς
αντίστοιχες. […] Εν τούτοις σε πολλά επιμέρους σημεία τα δύο δημιουργήματα
ψυχολογικά πολύ πλησιάζουν».2
Το τραγούδι, με τη σημερινή του μορφή, πρέπει να πρωτοξεκίνησε -όπως όλες οι νεοελληνικές παραλογές- γύρω στον 9ο με 10ο αιώνα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, την περιοχή της Καππαδοκίας.3 Τώρα πρέπει να θυσιαστεί, να στοιχειωθεί, η γυναίκα του Πρωτομάστορα προκειμένου να στεριώσει ένα γεφύρι. Η αιτιολογική μετάλλαξη της ανθρωποθυσίας βασίζεται πλέον σε λαϊκή δοξασία, που πολύ παραστατικά έχει εξηγήσει ο Νικόλαος Πολίτης. Έγραψε: «Προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος απαιτείται να προσηλωθεί εις αυτό ζώον, κατορυττόμενον εις τα θεμέλια ή εντειχιζόμενον∙ όσον δ’ ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δύναμιν προς προστασίαν του κτίσματος. […] Η ψυχή του θύματος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάμεων, τας οποίας έχουν οι επί γης απολελυμέναι των δεσμών του σώματος ψυχαί, ηδύνατο να προσλαμβάνει κατά βούλησιν παντοίας μορφάς, και είχεν ρώμην υπεράνθρωπον, προωρισμένη δε να φυλάττει και περιέπει το οικοδόμημα, εις το οποίον προσηλώθη ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή να αποτρέπει τους απειλούντας αυτό κινδύνους. Το θύμα εγίνετο το στοιχειό του οικοδομήματος, διο στοιχείωσις ελέγετο υπό των βυζαντινών η δια θυσίας οικοδόμησις».4
Το τραγούδι, με τη σημερινή του μορφή, πρέπει να πρωτοξεκίνησε -όπως όλες οι νεοελληνικές παραλογές- γύρω στον 9ο με 10ο αιώνα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, την περιοχή της Καππαδοκίας.3 Τώρα πρέπει να θυσιαστεί, να στοιχειωθεί, η γυναίκα του Πρωτομάστορα προκειμένου να στεριώσει ένα γεφύρι. Η αιτιολογική μετάλλαξη της ανθρωποθυσίας βασίζεται πλέον σε λαϊκή δοξασία, που πολύ παραστατικά έχει εξηγήσει ο Νικόλαος Πολίτης. Έγραψε: «Προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος απαιτείται να προσηλωθεί εις αυτό ζώον, κατορυττόμενον εις τα θεμέλια ή εντειχιζόμενον∙ όσον δ’ ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δύναμιν προς προστασίαν του κτίσματος. […] Η ψυχή του θύματος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάμεων, τας οποίας έχουν οι επί γης απολελυμέναι των δεσμών του σώματος ψυχαί, ηδύνατο να προσλαμβάνει κατά βούλησιν παντοίας μορφάς, και είχεν ρώμην υπεράνθρωπον, προωρισμένη δε να φυλάττει και περιέπει το οικοδόμημα, εις το οποίον προσηλώθη ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή να αποτρέπει τους απειλούντας αυτό κινδύνους. Το θύμα εγίνετο το στοιχειό του οικοδομήματος, διο στοιχείωσις ελέγετο υπό των βυζαντινών η δια θυσίας οικοδόμησις».4
Πάρα πολλοί θρύλοι έχουν καταγραφεί, σε όλον τον κόσμο, που μιλάνε για θυσίες ανθρώπων προκειμένου να σταθεί όρθιο ένα οικοδόμημα. Μάλιστα στις μέρες μας η αρχαιολογική σκαπάνη όλο και συνηγορεί πως τουλάχιστον σε προϊστορικούς χρόνους -δεν λείπουν περιπτώσεις και στους ιστορικούς- τέτοιες πράξεις πραγματικά έγιναν.
Εμείς θα εστιάσουμε την προσοχή μας αποκλειστικά στη νοτιοανατολική Ευρώπη, στην περιοχή συγκεκριμένα της Βαλκανικής, αφού μόνο εκεί η αποτρόπαιη πράξη της ανθρωποθυσίας πήρε ποιητική μορφή, απέκτησε φιλολογικό περιεχόμενο, έγινε έργο τέχνης! Η μη ύπαρξη εδώ για αιώνες συνόρων, λόγω Βυζαντινής και στη συνέχεια Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οδήγησε στη μετάδοση του τραγουδιού σχεδόν σε όλους τους λαούς της.
Πραγματικά, το γεφύρι της Άρτας για τους Έλληνες, το μοναστήρι του Άρτζες για τους Ρουμάνους, το φρούριο του Ντέβας για τους Ούγγρους -μειονότητα τούτοι στη Ρουμανία στην περιοχή της Τρανσυλβανίας-, το κάστρο της Σκόδρας (ή Σκούταρι) για Αλβανούς, Μαυροβούνιους και Σέρβους, μια πόλη -μάλλον τα τείχη της- για τους Βούλγαρους, τα ίδια ή και άλλα οικοδομήματα -βρύση, εκκλησία, υδραγωγείο- για τους Κροάτες, τους Βόσνιους, τους Πομάκους, τους Βλάχους, τους Τσιγγάνους, χρησιμοποιήθηκαν για την αφήγηση της θυσίας της γυναίκας του πρωτομάστορα. Το είδος του κτιρίου και οι άλλες επιμέρους διαφοροποιήσεις στα μοτίβα της πλοκής του τραγουδιού έγιναν τελικά οι φορείς των ιδιομορφιών κάθε λαού και τόπου.5 Χαρακτηριστικό, πως το τραγούδι συναντάται ακόμη και σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς, γηγενείς όμως, όχι Τούρκους -σε Βόσνιους, Αλβανούς, Πομάκους-, άλλη μια σοβαρή ένδειξη της παλαιότητάς του.
Στον ελλαδικό χώρο οι καταγραμμένες έως σήμερα παραλλαγές αγγίζουν, αν δεν ξεπερνούν, τις 400! Αξιοσημείωτο, ότι σε όλες -αντίθετα με ότι συμβαίνει στα βαλκανικά παράλληλα- η δράση επικεντρώνεται, αποκλειστικά, γύρω από το χτίσιμο γεφυριού. Το συγκεκριμένο κτίσμα, με το μυστήριο και τη γοητεία που περιβάλλεται, εξυπηρέτησε ομολογουμένως κατά τον καλύτερο τρόπο το …παράλογο της υπόθεσης, την όλη πλοκή. Έχουν όμως και κάτι άλλο οι δικές μας παραλλαγές, τουλάχιστον κάποιων περιοχών. Είναι σχετικά ολιγόστιχες, διαφυλάσσοντας στο κείμενό τους μια αρχαϊκή μορφή απόλυτα ταιριαστή με την ωμότητα του μύθου.
Και κάτι ακόμη, πάντα σε σχέση με τις καταγραμμένες στον ελλαδικό χώρο παραλλαγές. Είναι πολύτιμο από πολλές απόψεις να δούμε ποια ακριβώς είναι τα πετρογέφυρα που προσπαθούν σύμφωνα με το τραγούδι να στεριώσουν οι μαστόροι. Θα το κάνω στηριζόμενος στην πιο αξιόλογη για τη χώρα μας μελέτη που εκπόνησε το 1971 ο Γεώργιος Μέγας.6 Πρώτο λοιπόν σε συχνότητα, σε ποσοστό 33%, εμφανίζεται να χτίζεται το γεφύρι της Άρτας. Ύστερα έρχεται, με 17%, το λεγόμενο γεφύρι της Τρίχας, που ακούγεται κυρίως στον Πόντο αλλά και αλλού. Και πολύ πιο πίσω ακολουθεί της Αντάνας το γεφύρι, δηλαδή των Αδάνων, περιοριζόμενο τούτο αποκλειστικά στην Καππαδοκία. Τα άλλα γεφύρια -της Λάρισας, της Αλαμάνας, του Ίρη κ.λπ.- ακούγονται σε ελάχιστες παραλλαγές, ή και σε μεμονωμένα τραγούδια. Η επισήμανση έχει τη σημασία της, αναλογιζόμενοι την τάση του λαού να προσαρμόζει οτιδήποτε γενικό και αφηρημένο σε κοντινά του συγκεκριμένα πρόσωπα, τοπωνύμια, κτίσματα. Κόντρα όμως σ’ αυτόν τον κανόνα, το γεφύρι της Άρτας είδαμε πόσο πολύ επιμένει να ονοματίζεται ακόμη και σε παραλλαγές πολύ μακρινές του. Φαίνεται πως η παλαιότητα του συγκεκριμένου γεφυριού και οι περιπέτειές του στο χρόνο, εξυπηρέτησαν κατά τον καλύτερο τρόπο την πλοκή του μύθου της ανθρωποθυσίας. Με τίποτα όμως δεν θα πρέπει τούτη η αριθμητική υπεροχή να οδηγήσει σε παρανοήσεις για την αρχική κοιτίδα του τραγουδιού -σαν τέτοια παραμένει η Καππαδοκία. Άλλωστε οι πολλές παραλλαγές οι αναφερόμενες στο γεφύρι της Άρτας οφείλονται και σε άλλους λόγους, ο οποίοι επέδρασαν καταλυτικά -αρχές 20ου αιώνα- στο μεγάλο αριθμό τους
Έχει τεθεί συχνά και επιτακτικά το ερώτημα, αν η περίφημη παραλογή “του γιοφυριού της Άρτας” κάποτε τραγουδιόταν -γιατί όχι, αν συνεχίζεται ως τις μέρες μας να τραγουδιέται ακόμη. Οι 3-4 παραλλαγές που μέχρι σήμερα έχουν δισκογραφηθεί από επώνυμους, ειδικά με τον τρόπο που αυτές αποδόθηκαν για να γίνουν πιο εύπεπτες από το κοινό, δεν πείθουν, δεν απαντούν καταφατικά στο ερώτημα. Αλλά ούτε η κάπως επιπόλαιη επισήμανση πως τέτοια πολύστιχα τραγούδια ήταν αδύνατο να τραγουδιούνται, απλά απαγγέλλονταν σε ιδιωτικές συναθροίσεις, πείθει περί του αντιθέτου.
Προσωπικά, για την ιστορία να αναφέρω πως, πρώτη φορά έθεσα δημόσια το ερώτημα το 2004, σε εκδήλωση που το “Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών” είχε οργανώσει στην Άρτα. Σχολίασα εκεί το κενό, εξέθεσα τους λόγους για τους οποίους έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκινήσει μια ερευνητική προσπάθεια και βέβαια υποσχέθηκα στα πλαίσια του “Αρχείου Γεφυριών Ηπειρώτικων” που επιμελούμαι να το ψάξω. Με είχαν κεντρίσει, ομολογώ, αναφορές σε παλιά βιβλία και μαρτυρίες σε λαογραφικές συλλογές σαν τις παρακάτω:
«Το χορεύαν τη Λαμπρή απέξω στην εκκλησία ή στην πλατεία του χωριού. Πιασμένες όλες οι κοπέλες από το χέρι, χωρίς να διακρίνεται η αρχή ούτε το τέλος το τραγουδούσαν και χόρευαν ».8
«Η καμάρα ήταν ο προσφιλέστερος χορός για τις γυναίκες, που με μεγάλη χάρι τον χόρευαν ντυμένες τα χρυσά ποδοΐρια τους και τις χρυσοκεντημένες κοντούρες τους και τα κάτασπρα σαν αράχνη λεπτά αλέμια τους στις εορτές του Πάσχα…».9
«Το τραγουδούσαν προπάντων σε πένθιμες ώρες, σε κηδείες σαν μοιρολόγι, όταν πέθαινε και η τρίτη και τελευταία κόρη οικογενείας συνήθως από φυματίωση στα χρόνια εκείνα και όταν πέθαινε στα ξένα μόνη της, αφού προηγουμένως είχαν πεθάνει οι άλλες αδελφές της. Το τραγουδούσαν και έκλαιγαν, το τραγουδούσαν και αναστέναζαν».10
Η έρευνα θα συνεχιστεί. Θεωρώ πως υπάρχει ακόμη υλικό που πρέπει οπωσδήποτε
να συλλεγεί. Έχουν επισημανθεί αναξιοποίητες ηχογραφήσεις σε αρχεία δύσκολης
πρόσβασης, χειρόγραφα με μουσικές γραφές που εύκολα μπορούν να ζωντανέψουν, κι
άλλες ζωντανές πηγές που για ευνόητους λόγους επείγουν να ηχογραφηθούν.11
Για να πιάσουμε
από την αρχή το μουσικό νήμα που διαχρονικά συνόδεψε, υποστήριξε μελωδικά
τους υπέροχους στίχους του τραγουδιού, θα πρέπει να ετυμολογήσουμε την ίδια την ονομασία “παραλογή”. Ο μελετητής του δημοτικού μας τραγουδιού Στίλπων Κυριακίδης θεωρεί πως τούτη έχει προέλθει, κατά απλολογία, από την αρχαία λέξη “παρακαταλογή”, για την οποία διευκρινίζει: «…πρόκειται περί είδους τινός μελοδραματικής απαγγελίας, συνοδευομένης υπό κρούσεως ειδικού μουσικού οργάνου, του καλουμένου “κλεψιάμβου”, ήτις εχρησιμοποιείτο και εις την τραγωδίαν, αποτελούσα μέσον τι μεταξύ της “καταλογής” της συνήθους δηλονότι ψιλής απαγγελίας των, και του κυρίως άσματος, της ωδής, προς την οποίαν κατά την μαρτυρίαν του Αριστοτέλους είχεν άμεσον σχέσιν».12 Ήταν δηλαδή, με άλλα λόγια, συνδετικός κρίκος, πέρασμα από την αφήγηση-απαγγελία στο τραγούδι∙ όσο για τον “κλεψίαμβο”, επρόκειτο για εννιάχορδο όργανο της εποχής.
τους υπέροχους στίχους του τραγουδιού, θα πρέπει να ετυμολογήσουμε την ίδια την ονομασία “παραλογή”. Ο μελετητής του δημοτικού μας τραγουδιού Στίλπων Κυριακίδης θεωρεί πως τούτη έχει προέλθει, κατά απλολογία, από την αρχαία λέξη “παρακαταλογή”, για την οποία διευκρινίζει: «…πρόκειται περί είδους τινός μελοδραματικής απαγγελίας, συνοδευομένης υπό κρούσεως ειδικού μουσικού οργάνου, του καλουμένου “κλεψιάμβου”, ήτις εχρησιμοποιείτο και εις την τραγωδίαν, αποτελούσα μέσον τι μεταξύ της “καταλογής” της συνήθους δηλονότι ψιλής απαγγελίας των, και του κυρίως άσματος, της ωδής, προς την οποίαν κατά την μαρτυρίαν του Αριστοτέλους είχεν άμεσον σχέσιν».12 Ήταν δηλαδή, με άλλα λόγια, συνδετικός κρίκος, πέρασμα από την αφήγηση-απαγγελία στο τραγούδι∙ όσο για τον “κλεψίαμβο”, επρόκειτο για εννιάχορδο όργανο της εποχής.
Γνωρίζουμε πως, από τα κλασικά ήδη χρόνια, υπήρξε διάσπαση της τραγωδίας σε διαλογικά και ασματικά μέρη που παρουσιάζονταν ξεχωριστά στο κοινό, αντίστοιχα από τους τραγωδούς και τους κιθαρωδούς. Η συνήθεια εξακολούθησε και στην ελληνιστική εποχή, για να δώσει στα ρωμαϊκά χρόνια, μάλλον κορυφώσει μια παλιότερη θεατρική μορφή, τον παντόμιμο: ένας τραγωδός ή μια χορωδία αποδίδουν με μουσικό τρόπο το κείμενο, ενώ ένας ηθοποιός-χορευτής, σιωπηλά, μόνο με κινήσεις, παριστάνει τα λεγόμενα (στη λατινική: gesticulator = χειρονόμος). Αυτός ακριβώς ο παντόμιμος, που αντέχει στη βυζαντινή εποχή13 ασφαλώς εξελισσόμενος, μπορεί να θεωρηθεί ο φορέας μύθων και ρυθμών που θα μπολιάσουν τις νεοελληνικές παραλογές -ξεκίνησαν είπαμε 9ο με 10ο αιώνα. Παραμένει βέβαια άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες και πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η μετάβαση που σηματοδοτεί την αρχή του δημοτικού μας τραγουδιού,
Από τότε, η θυσία της Ιφιγένειας, αναπλασμένη θεματικά -πηγή η δοξασία
για την οποία μιλήσαμε-, θα συνεχίσει σαν θυσία της γυναίκας του Πρωτομάστορα,
σαν το τραγούδι-παραλογή “του γιοφυριού της Άρτας”. Η μουσική του συνοδεία;
Φαίνεται πως, όπως και οι άλλες παραλογές, τουλάχιστον αρχικά, πότε
τραγουδιόταν, πότε απαγγελλόταν σε κατάλληλες περιστάσεις με «ιδιάζοντα τόνον φωνής, κλαυθμηρόν πως και
λυρώδη».14
Και φτάνουμε στην τουρκοκρατία. Στη μακραίωνη περίοδό της, εποχή μεγάλων ζυμώσεων στους τρόπους έκφρασης -απορρίψεις, εμπλουτισμοί, μετασχηματισμοί-, το συγκεκριμένο τραγούδι μας συνεχίζει να διαδίδεται όχι μόνο πανελλήνια, αλλά έως τις άκρες της Χερσονήσου του Αίμου, με ό,τι τούτο συνεπάγεται στη στιχουργική και μελωδική του υφή. Στιγμή δεν θα πάψει να μεταμορφώνεται -καμιά μορφή τέχνης δεν υπήρξε στατική, ούτε η λαϊκή. Ακριβώς αυτής της περιόδου έργα αποτελούν όσα βρήκα και ηχογράφησα σήμερα, καταληκτικοί κατά τα άλλα σταθμοί μιας μακρόχρονης εξελικτικής πορείας. Γιατί σίγουρα πια σβήνουν, μαζί με όσους -τους τελευταίους- ήξεραν να τα χειρίζονται για να τους εκφράζουν…
Θα παρακολουθήσουμε τώρα μερικές -μικρό
δείγμα- από τις πολλές παραλλαγές, που ηχογραφήσαμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας,
αλλά και της Βαλκανικής.
Τραγουδώντας ένα Θρύλο
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
Παραλλαγές μιας Παραλογής – 8 Ελληνικά τραγούδια & 1 Ουγγρικό παράλληλο
Μαγνητοσκοπήσεις-Ηχογραφήσεις
Σπύρος Μαντάς / Αρχείο
Γεφυριών Ηπειρώτικων
Πολύτσανη Πωγωνιού /
Β. Ήπειρος
Πρέβεζα / Ήπειρος
Αιανή Κοζάνης /
Μακεδονία
Ιερισσός Χαλκιδικής /
Μακεδονία
Άμπλιανη Ευρυτανίας /
Ρούμελη
Αλιβέρι Χαλκίδας / Εύβοια
Μπρόσνερο Χανίων / Κρήτη
Πυλί Κω / Δωδεκάνησα
Viza Τρανσυλβανίας
/ Ρουμανία
Ολόκληρες τις εδώ παραλλαγές -αλλά και άλλες- με τους στίχους
τους και διάφορα πληροφοριακά στοιχεία, μπορείτε να βρείτε στο κάτω μέρος της
ΑΡΧΙΚΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
Ακόμη παρακολουθήστε μια ραδιοφωνική εκπομπή
αφιερωμένη
στον θρύλο και τα τραγούδια "του γεφυριού της Άρτας"
με κλικ >>> ΕΔΩ
Ακόμη παρακολουθήστε μια ραδιοφωνική εκπομπή
αφιερωμένη
στον θρύλο και τα τραγούδια "του γεφυριού της Άρτας"
με κλικ >>> ΕΔΩ
εύγε γιά τό ιστολόγιο σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή