Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

√ Δύο χρόνια μετά...



ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…
για το γεφύρι της Πλάκας 1/2/2017



Σίδερο το κορμάκι του, Σίδερο και η μνήμη…
(γλυπτό: Vassilis Vassili)


Τόσο άδικο να σκοτώνεις το παρελθόν
αβίαστα, μ’ ένα απλό κλικ,
σβήνοντας ιστορικά συζητήσεων
εκμηδενίζοντας κάθε παρελθούσα στίξη
ένα χαμένο μαύρο κουτί του υποσυνείδητου.
Αριστοτέλης Σπύρου (Άρρητος Έρως)


Π
έρασαν λοιπόν, κιόλας, δύο χρόνια· δύο χρόνια από την 9.18 πρωινή της 1ης Φεβρουαρίου 2015, που το πιο πανώριο πετρογέφυρο της χώρας -και όχι μόνο- το πήρε, το ξάπλωσε κατάνερα ο Άραχθος (φυσικός αυτουργός).
Το μεγάλο θέμα όμως, που θλίβει και εξοργίζει, είναι άλλο -τουλάχιστον για όσους δεν καταναλώνουν λαίμαργα λωτούς. Πως εκείνοι που επί είκοσι τουλάχιστον χρόνια πριν την κατάρρευση αδιαφορούσαν και ειρωνεύονταν, οι ηθικοί δηλαδή αυτουργοί, συνεχίζουν, δύο χρόνια μετά, ανερυθρίαστα να τάζουν -πρόκειται ακριβώς για αυτούς που καθημερινά πλέον μας γκρεμίζουν τη ζωή. Κάποιοι τους είναι οι ίδιοι γνωστοί, κάποιοι τους νέοι, που, αλλάζοντας όχθη, έσπευσαν να εξαργυρώσουν τους τότε αγώνες τους για τη διάσωση, να παραγράψουν το έγκλημα που συνειδητά και δόλια διεπράχθη, και με τη σειρά τους να προτείνουν κι αυτοί λαγούς με πετραχήλια. Παρεμπιπτόντως δεν ξεχνώ και την απίθανη δήλωση τής τότε υπουργού ανάπτυξης -τρομάρα της: Δεν μπορώ να διανοηθώ πως ένα γεφυράκι μπλοκάρει την αναπτυξιακή πορεία μιας ολόκληρης χώρας…

Οφείλω βέβαια, εδώ, να ξεκαθαρίσω πως όλα τα παραπάνω δεν είναι αυτά που, προσωπικά, με έχουν οδηγήσει να πάρω αρνητική θέση στο ζήτημα του ξαναχτισίματος του γεφυριού. Αρκετοί μού εκφράζουν την απορία -καλοπροαίρετα ή μη δεν έχει σημασία- πώς γίνεται εγώ που έχω αφιερώσει τη ζωή μου στη μελέτη των πέτρινων γεφυριών να μη θέλω να ξαναδώ όρθιο αυτό της Πλάκας.
Απαντώ: θα ήταν μίζερο ο παραπάνω, δικαιολογημένος κατά τα άλλα, θυμός να καθόριζε την στάση μου στο συγκεκριμένο θέμα. Για άλλους, πολλούς λόγους πιστεύω πως το γεφύρι είναι αδύνατο και ανώφελο να χτιστεί ξανά. Περιορίζομαι στους σημαντικότερους:
1. Δεν υπάρχουν πλέον, στην οικονομική συγκυρία που βιώνουμε, τα πολλά χρήματα που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Όταν υπήρχε η δυνατότητα -μια μικρή επισκευή χρειαζόταν- δεν έγινε. Και δεν έγινε, όχι από αμέλεια και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, αλλά γιατί το γεφύρι ήταν ανεπιθύμητο -έπρεπε παρακάτω να στηθεί το περιβόητο φράγμα. Τις όποιες επώνυμες υποσχέσεις περί χρηματοδότησης, ο χρόνος ήδη τις έχει χαρακτηρίσει -το ελκυστικό πλην εφήμερο της δημοσιότητας και το “μακρινό” της εφαρμογής παρασύρει τον πομπό και ξεγελάει τον δέκτη.
2. Εντελώς θεωρητικά, για τη συζήτηση και μόνο, ας υποθέσουμε πως τα χρήματα βρίσκονται, πέφτουν ως μάνα εξ ουρανού. Αυτό χρειάζονται σήμερα τα Τζουμέρκα; Τα αποκομμένα από παντού αυτά χωριά, που συγκοινωνιακά εξυπηρετούνται έως σήμερα από μια σκουριασμένη μπέλευ που έφεραν από την Άρτα το 1960, το παλιό πέτρινο γεφύρι έχουν επιτακτική ανάγκη; Δεν συνιστά κάτι τέτοιο πρόκληση;
3. Τόσα άλλα πέτρινα γεφύρια, όπως της Κόνιτσας και του Παπαστάθη για να αναφέρω μόνο δύο, δεν χρειάζονται όσο ακόμη είναι νωρίς φροντίδα; Πρέπει να πέσουν και αυτά και να τα βάλουμε στη συνέχεια σε πρόγραμμα αναστήλωσης; Είναι λογική αυτή;
4. Η νέα κατασκευή που ήθελε προκύψει -πάντα θεωρητικά επιμένω- τι θα ήταν; Τι  ακριβώς θα σηματοδοτούσε; Γιατί σίγουρα μνημείο δεν θα ήταν. Κάτι τέτοιο -το λέει και η ίδια η λέξη- προϋποθέτει μνήμη, που εδώ δεν θα υπάρχει. Θα είναι όχι το γεφύρι του 1866 που έχτισε ο απλός, εμπειρικός πρωτομάστορας, Κώστας Μπέκας, αλλά μια γέφυρα που φρόντισε, επιμελήθηκε και κατασκεύασε κάνοντας χρήση όλων των σημερινών τεχνικών δυνατοτήτων, μέσων και υλικών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Θα “θαυμάζουμε”  λοιπόν, κοιτάζοντας το νέο δημιούργημα, ακριβώς τι; Τι θα ανακαλείται στη συλλογική μας θύμηση; Μάλλον μόνο η ανικανότητα κάποιων κάποτε δήθεν αρμοδίων, ή, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο, πως το χρήμα διαχρονικά διαφθείρει ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις -ακόμη δεν έχω καταλάβει με ποιό δικαίωμα ο εκπρόσωπος της εταιρείας που θα κατασκεύαζε το φράγμα συμμετείχε στις τότε συνεδριάσεις των Δημοτικών και Νομαρχιακών Συμβουλίων απειλώντας και τάζοντας· ποιος του έδινε αυτό το δικαίωμα.
5. Το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να διαλαλεί σε όλους τους τόνους πως υπάρχει σήμερα η δυνατότητα -τεχνογνωσία, τεχνολογία κλπ- να πραγματοποιηθεί πιστή ανακατασκευή του πρωτότυπου. Εδώ θα ήθελα να σταθώ περισσότερο, παρακάμπτοντας την σκοπιμότητα μιας τέτοιας αναστήλωσης την οποία μόλις σχολίασα.
Φυσικά αποδέχομαι τις ειδικές γνώσεις και το συμπέρασμα καταξιωμένων στον τομέα τους επιστημόνων, αλλά υπάρχει “αλλά”, ένα σημαντικότατο κατά την κρίση μου “αλλά” που έχει να κάνει με τη σωστή υλοποίηση της πρόθεσης. Ωραία, τούτοι θα σχεδιάσουν και θα εγγυηθούν τη στατικότητα του έργου, δεν θα είναι όμως αυτοί οι ίδιοι που θα πελεκήσουν για παράδειγμα τα όποια επιπλέον καμαρολίθια απαιτηθούν. Υπάρχουν πια οι κατάλληλοι άνθρωποι γι’ αυτό; Υποθέτω μια κάποια απάντηση, αλλά παραπέμπω στις επισκευές παρόμοιων μνημείων. Νόμος αμείλικτος: ό,τι αμελούμε, το βρίσκουμε εμπόδιο μπροστά μας. Οι τόσες φωνές για τη ίδρυση Μουσείου Ηπειρωτών Μαστόρων στην Πυρσόγιαννη με παράλληλη λειτουργία σχολής για εξειδικευμένους στη λάξευση της πέτρας τεχνίτες, ατονεί στα συρτάρια τουλάχιστον επί εικοσαετία. Και όμως μπαίνουν σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης έργα χωρίς περιεχόμενο και, το κυριότερο, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα.
Και ακόμη αναρωτιέμαι πόσο οι σημερινοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί μας γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου εκατό τοις εκατό λαϊκού έργου, ώστε να το μιμηθούν πετυχημένα. Μήπως η αναγκαία σε αυτή την περίπτωση μίμηση, εκληφθεί ως αδυναμία και προκύψουν προσωπικές προτάσεις που τελικά, αναπόφευκτα, θα θίξουν το μνημειακό χαρακτήρα του γεφυριού; Από ό,τι γνωρίζω -ομολογώ περισσότερο υποθέτω- λαϊκή αρχιτεκτονική δεν διδάσκεται σε επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης και μόνο συνταξιούχοι καθηγητές της, ανακαλύπτοντάς την καθυστερημένα, ασχολούνται με αυτή. Πώς μπορώ λοιπόν να ξεχάσω, για παράδειγμα, πως κάποιος τους, σε τελευταίο συνέδριο, εκλάμβανε την ασυμμετρία του γεφυριού της Άρτας σαν εξαίρεση από τον λαϊκό λέει κανόνα, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο;
Η ειδοποιός έτσι διαφορά, κακά τα ψέματα, προβάλει σαφής -τουλάχιστον στους μη αλεξιπτωτιστές: ο λαϊκός τεχνίτης, αναγκαστικά ταπεινός λόγω έλλειψης γνώσεων, “συμβιβαζόταν” πάντα με το γύρω τοπίο, υπάκουε στην “εντολή” του και προέκτεινε τη φύση -το κατόρθωμά του· αντίθετα ο αλαζονικός σπουδασμένος, όταν πήρε στα χέρια του την κατασκευή λίθινων γεφυρών -από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα 1950- εξυπηρέτησε μεν καλύτερα τις σύγχρονες ανάγκες κυκλοφορίας αλλά φτώχυνε σε απελπιστικό βαθμό την αισθητική εικόνα αυτών των κατασκευών. Και εδώ έχουμε να κάνουμε -μη μας διαφεύγει στιγμή- με δημιουργία ενός λαϊκού έργου από σπουδασμένους. Η διαφορά σκέψης και δράσης μεταξύ τους, με κάνει έντονα επιφυλακτικό για το αποτέλεσμα.
Εν πάση περιπτώσει, για να μη μακρηγορούμε…
Κύριοι, το ξέρουμε -επανέρχομαι-, μπορούμε σήμερα να χτίσουμε πιστά μια νέα και καλύτερη ακρόπολη και όπου μάλιστα θέλουμε, όμως μπροστά στην αυθεντική δεν θα είναι παρά ένα …κιτς. Μάλιστα κάποιες απ’ τις δηλώσεις σας προκειμένου να υποστηρίξετε την αναστήλωση -για μένα εν πολλοίς ενοχικές- με κάνουν να αμφιβάλω ακόμη και για τη ορθή σας ενημέρωση. Είπατε πως το γεφύρι της Πλάκας είχε εξαντλήσει το χρόνο ζωής του και ήταν πια αναμενόμενη η πτώση του. Τι να πω επί αυτού; Μόνο πως ίσως εξ ιδίων έργων κρίνετε τα αλλότρια…

Θα ήθελα, αντί φορτισμένου επίλογου, να τελειώσω με τα λόγια του σοφού John Ruskin (1819-1900) από το έργο του The Lamp of Memory (Η Λυχνία της Μνήμης)…
Φροντίστε τα μνημεία σας και δεν θα χρειαστεί να τα αναπαλαιώσετε. Κάντε το ευλαβικά, στοργικά, ακατάπαυστα, και πολλές γενιές θα περάσουν από τη σκιά τους. Η κακιά η ώρα κάποτε θα έρθει. Όμως αφήστε την να έρθει ανοιχτά και ξεκάθαρα, και μην επιτρέψετε στην ατίμωση ή τα ψεύτικα υποκατάστατα να τους στερήσουν τις επιμνημόσυνες τελετές…

Σπύρος Ι. Μαντάς
1.2.2017



Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα 
«Ταχυδρόμος της Άρτας», 1.2.2017 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου