ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΕΣ ΛΟΙΠΟΝ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ!
Δυο παρατηρήσεις μόνο…
Κ
|
αλώς ήρθες νέο γεφύρι της Πλάκας!
Είσαι το τέταρτο στη σειρά που θα συνδέεις τα Τζουμέρκα με τον κόσμο, κάποτε
πραγματικά, σήμερα, ας πιστέψουμε, συμβολικά.
Οι εργασίες
-λένε- ολοκληρώθηκαν, μπήκε επιτέλους το “κλειδί”, κι έτσι δεν απομένει, παρά
το ξεκαλούπωμα, που ημερολογιακά τοποθετείται στα τέλη της άνοιξης. Όπως έλεγαν
οι παλιοί μαστόροι, τούτο το χρονικό διάστημα στο οποίο η όλη κατασκευή “σφίγγει”,
ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο, συνιστούσε τη “δοκιμή” του έργου και μόνο τότε -αν όλα
αποδεικνύονταν σωστά- εισέπρατταν την τελευταία δόση, γινόταν η εξόφληση.
Στις μέρες μας
βέβαια, η τεχνολογία μπορεί να εγγυάται προκαταβολικά και έτσι αξίζουν
συγχαρητήρια στους μαστόρους που κοπίασαν, στους επιστήμονες αρχιτέκτονες και μηχανικούς
που σχεδίασαν, αλλά και στην πολιτεία που κράτησε επιτέλους το λόγο της και
χρηματοδότησε γενναία -άλλωστε μεγάλο ποσοστό ευθύνης τη βάρυνε για την
καταστροφή του γεφυριού. Το ίδιο καλείται να πράξει και για τα γεφύρια που δεν
χρειάζονται ανακατασκευή, αλλά απλά συντήρηση.
Είναι αλήθεια
πως είχα εκφράσει αρκετές επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα της επανακατασκευής
αφού ένα μνημείο προϋποθέτει μνήμη, αλλά και για τη δυνατότητα της πιστής
εμφάνισης. Μα όλα αυτά, εμπρός στη δικαιολογημένη ευφορία τουλάχιστον των φορέων
που ενεπλάκησαν στο εγχείρημα, φαντάζουν πια “μίζερα” και δεν αφορούν παρά εμένα
προσωπικά. Για δύο μόνο σημεία -τεχνικό το ένα, ιστορικό το άλλο- επανέρχομαι·
δικαιούμαι κι έχω καθήκον να το κάνω…
√ Έκανε πάντα
εντύπωση μια ιδιαιτερότητα του γεφυριού, που την νιώθαμε όσοι το διαβαίναμε,
αλλά και που συζητήθηκε από τους ειδικούς της μελέτης και της ανακατασκευής
ως κάτι το ασυνήθιστο. Μιλώ για την “κούρμπα” που υπήρχε στην κορύφωση του
τόξου, ένα μικρότερο τόξο δηλαδή πάνω στο μεγάλο.
Νομίζω πως δεν
ήταν εξαρχής έτσι, αλλά σε μια μεταγενέστερη επισκευή πήρε αυτή τη μορφή
-επισκευή που δεν καταγράφηκε. Αποδεικνύεται από την παλαιότερη σωζόμενη
φωτογραφία που δημοσίευσα αμέσως μετά την κατάρρευση (είναι του 1901 και
βρέθηκε στο αρχείο του τελευταίου σουλτάνου, αφού το γεφύρι έστεκε τότε πάνω
στα ελληνοτουρκικά σύνορα). Στην τωρινή ανακατασκευή νομίζω πως θα έπρεπε να
ληφθεί υπόψη. Αλλά και τα στηθαία ήταν εντελώς διαφορετικά.
√ Για την
αλήθεια και πέρα από κάθε είδους τοπικισμούς, θα πρέπει να πάψει να θεωρείται ο
Κώστας Μπέκας, αυτός και μόνο, ο πρωτομάστορας του γεφυριού. Υπάρχουν πια
δημοσιευμένα στοιχεία, που αποδεικνύουν πως τούτο έγινε σε συνεργασία με τον εξ
ίσου άξιο Ζιώγα Φρόντζο, απ’ την Πυρσόγιαννη της Κόνιτσας. Περιοριζόμαστε στην
παράθεση δύο, των σημαντικότερων:
Στο φύλλο 323 της
εφημερίδας «Νεολόγος» Κωνσταντινούπολης, της 19ης-31ης Αυγούστου
1869, εποχή δηλαδή που ο Ζιώγας Φρόντζος αγωνίζεται να στεριώσει στην Κόνιτσα
το γεφύρι της, επαινείται ο κύριος χορηγός του έργου, ο Ιωάννης Λούλης, ο
οποίος, πέρα απ’ τη δαπάνη, «ανεδέχετο
και την εγγύησιν του αρχιτέκτονος, της ικανότητος του οποίου είχε δείγματα
ακριβή εκ της κατασκευής τής εν τη επαρχία Τσουμέρκα έτι καταπληκτικωτέρας γεφύρας».
Ακόμη, ο γιός
του Κώστα Μπέκα, ο δικηγόρος και επί σειρά ετών δήμαρχος Πραμάντων, Νίκος Μπέκας
(1857-1962), στα απομνημονεύματά του έχει γράψει: «Αφού τελείωσε το γιοφύρι ο Μαστορογιώργης [ο Ζιώγας Φρόντζος] ήρθε στην
Πράμαντα, όπου εφιλοξενήθη από τον συνάδελφό του Μαστορο-Κώστα. Μίαν τότε
Κυριακή ο Μαστορογιώργης με πήρε από το χέρι με πήγε σ’ ένα Μπακάλικο και
μώδωκε ένα κομμάτι Κάντιο γαλάζιο [καραμέλα]. Η χαρά μου σαν παιδάκι ήτο τόσο
μεγάλη, όσο και το Κάντιο».
Σπύρος
Μαντάς
8
Δεκεμβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου