ΑΡΤΑ, 18 Οκτωβρίου 2025
Αίθουσα Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου “Ο Σκουφας”
Εκδήλωση “Του Γεφυριού της Άρτας – Από τον Θρύλο στο Μουσείο”
[για την ίδρυση Μουσείου αφιερωμένο στο γεφύρι της Άρτας]
Διοργάνωση:
Δήμος Αρταίων
Σύλλογος “Ο Σκουφάς”
Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (ΑΓΗ)
Κεντρικός Ομιλητής: Σπύρος Μαντάς
Κυρίες και Κύριοι, καλησπέρα σας
Νιώθω ιδιαίτερη χαρά απόψε που ξαναβρίσκομαι στην Άρτα, για πολλούς βέβαια λόγους, αλλά κυρίως για τον σκοπό που επιδιώκει αυτή μας η εκδήλωση: την ανακοίνωση, επιτέλους, της ίδρυσης και λειτουργίας ενός Μουσείου αφιερωμένου αποκλειστικά στο τόσο γνωστό, ανά τον κόσμο θα έλεγα, εδώ γεφύρι. Και λέγω επιτέλους, γιατί από το 1984 ήδη, μέσα από τις σελίδες του πρώτου βιβλίου μου που κυκλοφόρησε τότε, έκανα έκκληση προς κάθε αρμόδιο φορέα για τη λειτουργία ενός τέτοιου, όχι συνηθισμένου, Μουσείου. Την ιδέα μου, θυμάμαι, είχε υποστηρίξει τότε με ενθουσιασμό ο τοπικός τύπος -με συγκίνηση επαναφέρω στο νου μου τα σχετικά άρθρα του αείμνηστου Κώστα Γκέτση-, αλλά και παραέξω εφημερίδες. Αλλά, όπως απεδείχθη, δεν είχαν ακόμη ωριμάσει οι συνθήκες για υλοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Όμως, καθώς τίποτα δεν πάει χαμένο, να που απόψε είμαστε και πάλι εδώ, με μεγιστοποιημένες τούτη τη φορά ελπίδες.
Την
Άρτα επισκέφτηκα για πρώτη φορά το μακρινό 1976. Και δέθηκα πολύ μαζί της.
Σίγουρα, κάθε άλλο, δεν συνιστά τη συμπρωτεύουσα της Ηπείρου, όπως με
συγκατάβαση αποκαλείται η Θεσσαλονίκη σε σχέση με την Αθήνα. Εδώ ο Αρτινός
μπορεί να καμαρώνει για πάρα πολλά, αφού η πόλη του και η ευρύτερη ορεινή της
ενδοχώρα, ξεκινά να γράφει ιστορία από την αρχαία ήδη Αμβρακία, επικαλείται αργότερα
τον Πύρρο, αποπνέει ακόμη αίγλη του Δεσποτάτου της Ηπείρου με πρωτεύουσά του
την ίδια την Άρτα. Πολλά λοιπόν τα μνημεία που άφησε πίσω της όλη αυτή η
πορεία, μαρτυρίες της πολύτιμες. Από τα πιο σημαντικά μεταξύ τους βέβαια, το
θρυλικό γεφύρι.
Το γεφύρι έμελλε να το γνωρίσω σε μια άσχημη για το ίδιο στιγμή. Ήταν το 1983, χρονιά που πολύ κινδύνευσε να καταρρεύσει. Μόλις που σώθηκε, καθώς κάποιος δύτης ανακάλυψε το πρόβλημα -το ένα του βάθρο στεκόταν στον αέρα λόγω υποσκαφής που προξένησε η αλόγιστη ροή νερού από το παραπάνω φράγμα- οι Βασίλης και Νικηφόρος Γκανιάτσας φωτογράφησαν, ο Κώστας Γκέτσης ευρέως κοινοποίησε, πήρε πανελλήνιες διαστάσεις το θέμα, με ευτυχώς σωτήριο για το γεφύρι τελικά αποτέλεσμα. Και βέβαια τούτη η περιπέτεια δεν υπήρξε η μοναδική στη μακραίωνη ζωή του γεφυριού. Σώθηκε από πολλούς κινδύνους.
Το 1929 κρατικές κατά τα άλλα υπηρεσίες σχεδίαζαν
να το κατεδαφίσουν, για μια καλύτερη λέει συγκοινωνία, γεγονός που μεταξύ των
φωνών διαμαρτυρίας που ακούστηκαν, να αναγκαστεί να προσθέσει και τη βαρυσήμαντη
δική του ο Κωστής Παλαμάς. Έγραψε: «Της Άρτας το γεφύρι είναι λαϊκό
αριστούργημα, σαν ένα κομμάτι από ραψωδία ομηρική. Και είναι να το
εκμεταλλεύονται ποίηση και μουσική μας όσο υπάρχουν». Τα έγραψε αυτά σε
επιστολή του απευθυνόμενη στον εδώ δημοσιογράφο Ιωάννη Παπαβασιλείου, που μέσα
από την εφημερίδα του «Ηπειρωτικό Βήμα», έδινε τότε αγώνα για τη σωτηρία του
γεφυριού.
Κυρίες
και Κύριοι…
Θα ήθελα να σας μιλήσω αναλυτικά για την ιστορία του εν λόγω γεφυριού, αλλά άλλο σκοπό έχει η αποψινή μας εκδήλωση. Άλλωστε, είναι τόσο μεγάλη η ιστορία του -ουσιαστικά αγνοούμε πότε ακριβώς κατασκευάστηκε με τη σημερινή του μορφή- που, όσα και να ξέρουμε, σίγουρα μας διαφεύγουν περισσότερα -ολόκληρο πολυσέλιδο τόμο τού αφιέρωσα στη «Γεφυρογραφία της Πίνδου» που κυκλοφόρησα. Για ευνόητους όμως λόγους, θα περιοριστώ σε δύο θέματα, σημαντικές πτυχές, κατά τη γνώμη μου, της ιδιαιτερότητάς του -περιληπτικά θα αναφερθώ. Θα καταθέσω, πρώτον, τη μαρτυρία ενός ντόπιου που μαγνητοφώνησα το 1987 και αφορά τη ζωή του γεφυριού όταν αυτό συνιστούσε μέρος της οροθετικής γραμμής Ελλάδας – Τουρκίας (1881-1912), και, δεύτερο, θα θίξω τον θρύλο του εντοιχισμού της γυναίκας του πρωτομάστορα, στοιχείο που έβγαλε το γεφύρι μας έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Μου αφηγήθηκε το 1987 -αυτή η μαρτυρία- ο Αρτινός δικηγόρος -δικηγόρησε εδώ για 52 ολόκληρα χρόνια-, Νίκος Ευταξίας. Είχε γεννηθεί το 1902 και άρα ήταν από πρώτο χέρι γνώστης των όσων τότε συνέβαιναν πάνω στο γεφύρι, μεθοριακό όπως είπαμε πέρασμα για το διάστημα 1881-1912. Ας τον ακούσουμε τι θυμόταν - …
Γεννήθηκα
εδώ, στην Άρτα, το 1902. Σήμερα είμαι 85 χρονών. Είχε ελευθερωθεί βέβαια τότε η
πόλη, μόνο όμως η πόλη, ο κάμπος, όπου οι περιουσίες των κατοίκων, ήταν ακόμα
υπόδουλος, ήταν ακόμα στους Τούρκους.
Σύνορο
ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, τότε, είχε οριστεί με τη συνθήκη του
Βερολίνου, από το 1881 αυτό, είχε οριστεί ο ρους του ποταμού Αράχθου. Έτσι εδώ,
στην Άρτα, τι έγινε; Ελεύθερη η πόλη, τα κτήματα στον κάμπο όχι. Υπήρχε
πρόβλημα…
Τον
κάμπο τον έλεγαν Τοπ-αλτί, μακρύς δηλαδή μέχρι εκεί που φτάνει η βολή του
πυροβόλου. Τόπι είναι το βόλι, αλτί είναι το άλμα. Εκεί λοιπόν, στο Τοπ-αλτί,
σε διάφορες μεριές, μαστόχα-πάντα, σουλιώτικα κ.λπ., είχαν οι ντόπιοι κτήματα.
Ο κάμπος βέβαια, τότε, δεν είχε όλα αυτά τα περιβόλια, δεν ήταν το νερό πολύ,
δεν ήταν αρδευτικά, είχε όμως πολλά αμπέλια, είχε συκιές, δημητριακά, αραβόσιτο
και τα ρέστα. Το ζήτημα κανονίστηκε ως εξής: εφοδιάστηκαν όλοι οι ντόπιοι, οι
Αρτινοί που είχαν κτήματα πέρα, εφοδιάστηκαν μ’ ένα χαρτί, πασαβάν το λέγανε,
κι έτσι μπορούσαν να πηγαίνουν την ημέρα να καλλιεργούν και να γυρίζουν το
βράδυ. Σε μας, τα παιδιά, δεν ζητούσαν βιβλιάρια, τίποτα…
Όλοι
αυτοί περνούσαν, και το πρωί που πήγαιναν και το βράδυ που γυρίζαν, περνούσαν
από το γεφύρι. Υπήρχε εκεί, στο γεφύρι, ένα τελωνείο από ’δω, το δικό μας, ένα
από ’κει, το τούρκικο. Στα δικά μας δεν σώζεται τίποτα πια, μόλις κάτι
χαλάσματα. Απέναντι, εκεί, το μουσείο σήμερα, τότε ήταν αστυνομικό τμήμα,
τούρκικο. Από την απέναντί του πλευρά ήταν στρατώνας, έμενε μια μικρή δύναμη
στρατιωτική. Μέσα, στο Τοπ-αλτί, είχε κι άλλα τμήματα…
Πρωί-πρωί
μαζεύονταν εκεί, πάνω στο γεφύρι, κόσμος πολύς, εργάτες, κτηματίες, εμπόροι,
γέμιζε το κατάστρωμα μέχρι την άκρη, μέχρι την όχθη τη δική μας. Και μόλις
έσκαζε ο ήλιος πάνω στην καμάρα την ψηλή, φρρρ.., σφύριζε ο δικός μας ο λοχίας,
φρρρ.., σφύριζε και ο Τούρκος. “Χτύπησε το μπουρί”.., λέγανε και ξεχύνονταν
όλοι απέναντι.
Απέναντι
ήταν αρκετά μαγαζιά, είχε μικρό συνοικισμό, είχε και χάνι. Γιατί ερχόταν όλος ο
πληθυσμός απ’ τα γύρω χωριά, γύρω του κάμπου, ερχόταν για να ψωνίσει. Δεν του
επέτρεπαν να ’ρθει στην Άρτα να πάρει πράγματα. Έτσι, οι Έλληνες, οι Αρτινοί
εμπόροι, είχαν φτιάξει μικρά μαγαζιά απέναντι στο τούρκικο και έκαναν καλές
δουλειές. Είχε ταβέρνες, είχε κίνηση εκεί…
Ήταν
και πολλοί μικροπωλητές, ειδικοί που κάνανε μπιρμπίλια, δηλαδή ψημένα ρεβίθια,
φτιάχναν και πουλούσαν σαλέπι, κάτι άλλα αρωματικά, χαλβάδες, λουκούμια.
Έρχονταν στο γεφύρι και πολλοί Αρβανίτες, εργάτες Αρβανίτες που ψάχνανε για
δουλειά. Τους μεταχειριζόμασταν για να σκάβουνε τα αμπέλια, στον τρυγητό, να
πατάνε τα κρασοστάφυλα και για άλλες δουλειές.
Το
βράδυ πάλι τα ίδια στο γεφύρι, πάλι κίνηση. Γύριζε πίσω, στην Άρτα, όλος αυτός
ο κόσμος. Έπρεπε να προλάβεις πριν χτυπήσει το μπουρί. Αν δεν προλάβαινες με τη
δύση του ηλίου, μετά τα τρία σφυρίγματα, δεν μπορούσες, δεν σου επέτρεπαν να
περάσεις μέσα. Πιο παλιά, είχα ακούσει, είχαν και κάγκελα, πόρτες που
ανοιγόκλειναν εκεί στο γεφύρι και δεν μπορούσες να περάσεις. Έπρεπε λοιπόν να
προλάβεις το …μπουρί.
Μετά,
ήταν και κάτι άλλο. Εκεί στο τελωνείο, και στο τούρκικο και στο ελληνικό,
περισσότερο στο ελληνικό, σε έψαχναν. Έπρεπε να δουν αν έφερνες κάτι μέσα,
γιατί γένονταν τότε πολύ λαθρεμπόριο. Έκαναν οι Έλληνες λαθρεμπόριο. Δεν είχαν
μεγάλες φορολογίες οι Τούρκοι και εκεί, στο τούρκικο, τα πράγματα ήσαν φτηνά.
Τα έφερναν από την Τεργέστη, από αλλού, και δεν τα φορολογούσαν. Ήταν έτσι
φτηνά. Για παράδειγμα, η ζάχαρη είχε στην Άρτα 2,5 δραχμές, εκεί είχε 57 λεπτά,
μία δραχμή. Γινόταν λαθρεμπόριο με τη ζάχαρη, με τον καφέ, με τα μεταξωτά. Τα
τύλιγαν στα απόκρυφά τους οι γυναίκες για να τα περάσουν. Γι’ αυτό άλλωστε
είχαν και οι Τούρκοι, είχαν και οι Έλληνες από ’δω, είχανε μια γυναίκα στο
τελωνείο για να ψάχνουν. Περνούσαν λαθραία και μέσα απ’ το ποτάμι, τη νύχτα,
απ’ τους πόρους. Φτιάχτηκαν πολλοί τότε με το λαθρεμπόριο…
Οι
Τούρκοι παίρνανε φόρο, τη δεκάτη, απ’ όσους φέρναν απ’ τα κτήματά τους
πράγματα. Φέρναν τα σταφύλια μέσα σε ασκούς, σ’ αυτά με τις λινάτσες, φέρναν
σύκα ξηρά, ό,τι είχε ο καθένας. Και
εκεί, στο μεθοριακό σταθμό, τον τούρκικο, έπρεπε να πληρώσεις το φόρο,
το δέκατο…
Απ’
το γεφύρι όμως, περνούσαν και πολλοί που πήγαιναν πέρα όχι για να δουλέψουν, μα
για να γλεντήσουν. Εδώ, για να πιείς κονιάκ, να πιείς κρασί, στοίχιζε.
Απέναντι, ήταν φτηνά. Είχε προπαντός μπύρα βαρελίσια, μαύρη μπύρα, φτηνή, που
την φέρναν απ’ την Τεργέστη. Πέρναγαν λοιπόν οι μπεκρήδες, άλλοι, για να
πιούνε, κι έρχονταν το βράδυ εκεί στο γεφύρι, γύριζαν ζαλισμένοι, παραπατώντας.
Γέλαγαν οι Τούρκοι, γνωριζόμαστε, δεν είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις μας πριν το
΄12. Να ο παππούς μου, εμένα, είχε φίλους απ’ αυτούς, τους Τούρκους. Ανταλλάσσαμε
επισκέψεις, στέλναμε φαγητό την Πασχαλιά εμείς, αυγά κόκκινα, ψητό κρέας,
κ.τ.λ., μας έστελναν αυτοί, όταν είχαν το ραμαζάνι, το μπαϊράμι, κάτι μεγάλες
γιορτές, μας έστελναν ωραίους μπακλαβάδες με καρύδι, με μέλι. Δεν ήταν οξυμμένη
η κατάσταση. Ήταν αλλιώς παλιά οι σχέσεις Τούρκων και χριστιανών, αλλιώς, μέχρι
την ώρα που έγινε ο βαλκανικός πόλεμος.
Αυτά για το γεφύρι, τότε. Παλιά ήταν πιο ωραίο, πιο όμορφο. Περνούσε ο κόσμος με ζώα, με άλογα, με κάρα. Μάλιστα λέγανε πως, παλιότερα, συνεχιζόταν κι άλλο προς τα εδώ, προς την πόλη, το γεφύρι. Έφταναν, λέει, μικρά τοξάκια, μέχρι το νοσοκομείο, αλλά προσχώθηκαν. Θα χρειάζονταν, γιατί ο Άραχθος πλημμύριζε, γέμιζε ο τόπος παντού νερά, προπάντων πέρα στον κάμπο. Άκουγες τη νύχτα, πέρα απ’ το ποτάμι, να χτυπάν οι καμπάνες απ’ τα χωριά να πάει ο κόσμος να μαζέψει τα ζώα, ό,τι είχε. Γι’ αυτό, θα ’ταν μεγάλο τότε το γεφύρι. Έτσι λέγαν οι παλιοί, εγώ δεν το πρόλαβα…
Αυτά με τον αείμνηστο
Νίκο Ευταξία, που πέθανε λίγους μήνες αργότερα απ’ όταν μου αφηγήθηκε όσα μόλις
ακούσατε…
Να περάσουμε τώρα στον
θρύλο του εντοιχισμού, μια πολύ παλιά ιστορία, με δυσδιάκριτα πλέον τα όρια
αλήθειας και μύθου. Σε όλο τον κόσμο τον αφηγούνται, εδώ όμως, στα βαλκάνια,
πήρε ποιητική μορφή και περιεχόμενο και τελικά τραγουδήθηκε. Η αφήγηση δηλαδή, γρήγορα,
έγινε ρυθμός, στην αρχή μόνο φωνητικά, αργότερα και με μουσικά όργανα.
Ανάμεσα στην ελληνική παραλογή -με τις πολλές παραλλαγές- και το αντίστοιχο σερβικό έπος, όπως και τις μπαλάντες -τα παράλληλα- των άλλων βαλκανικών λαών, υπάρχουν κοινά μοτίβα, αλλά και διαφορετικά τέτοια, κάτι που τελικά κάνει το κάθε τραγούδι μοναδικό και λίαν εκφραστικό μέσο της ιδιαιτερότητας κάθε λαού και κάθε περιοχής. Έτσι, στο κάθε τραγούδι/παραλλαγή, ανεξαρτήτως χώρας, είναι ίδιο το επιδιωκόμενο, κοινό το μοτίβο, πως για να στεριώσει το χτίσμα απαιτείται η θυσία ζώου ευγενικού, ανθρώπου δηλαδή. Και είναι θύμα στις ελληνικές παραλλαγές πάντα η γυναίκα του πρωτομάστορα, καθιστώντας τον τελευταίο σύμβολο: είναι δυσανάλογα μεγάλη η μοναξιά και το τίμημα κάθε πρωτοπόρου δημιουργού.
Στις άλλες βαλκανικές περιπτώσεις θα εντοιχιστεί η γυναίκα του μικρότερου από τους τρεις μαστόρους, εκείνη που πρώτη φέρνει το πρωί το φαγητό τους -ο μικρός αδερφός κράτησε το μυστικό, οι άλλοι δύο δεν τήρησαν τη συμφωνία. Εδώ λοιπόν τονίζεται, επαινείται, το κράτημα του λόγου, της μπέσας που λένε οι Αλβανοί. Και βέβαια, ανάλογα με την πλοκή, επαινούνται και άλλες ανθρώπινες αρετές, της μητρικής στοργής ας πούμε για παράδειγμα.
Άλλη διαφορά; Στις ελληνικές παραλλαγές πάντα χτίζεται
γεφύρι, στις άλλες, τις βαλκανικές, πότε κάστρο, πότε μοναστήρι ή εκκλησία, μια
φανταστική πόλη που τειχίζεται -δεν λείπει και το γεφύρι. Γενικά, κατεβαίνοντας
από το βορρά προς το νότο της Βαλκανικής, θα λέγαμε πως, βαθμιαία, το κάστρο με
την εσωστρέφειά του εγκαταλείπεται, για να αντικατασταθεί τελικά από το γεφύρι
της επικοινωνίας και ό,τι άλλο τούτο αντιπροσωπεύει.
Ας ειπωθεί εδώ παρενθετικά
-πρέπει να ειπωθεί- πως, πλέον και ευτυχώς, η αναζήτηση της αρχής του
τραγουδιού, ποιος δηλαδή λαός πρώτος το δημιούργησε, έπαψε να απασχολεί. Γιατί
είχε πάρει στις αρχές του 20ου αιώνα μεγάλες, έως και κωμικές,
διαστάσεις, πλήττοντας τελικά την αξιοπιστία της έρευνας, τους ίδιους τους ερευνητές,
αφού όλοι τους, χρησιμοποιώντας τάχα επιστημονικές, συγκριτικές λέει μεθόδους,
κατέληγαν πως πρώτη παραλλαγή ήταν η της δικής τους χώρας. Αναπόφευκτο, όταν η
περιρρέουσα ατμόσφαιρα -δημιουργία τότε των εθνικών κρατών- επηρεάζει και την
επιστήμη. Σήμερα, ευτυχώς, άλλα θέματα απασχολούν τη μελέτη τού εν λόγω τραγουδιού.
Να γνωρίσουμε όμως τώρα,
έστω ολιγόλογα αλλά εικονογραφικά, τις έξι βασικές εκδοχές εντοιχισμού που αντιστοιχούν
σε ισάριθμος λαούς της Βαλκανικής…
Για τους Έλληνες,
είναι η κυρά-Λένη που εντοιχίζεται, για να στεριώσει το γεφύρι της Άρτας. Πολύ
υψηλά η αριθμητική υπεροχή τού εν λόγω γεφυριού -συντέλεσαν πολλοί λόγοι.
Αρκετοί βέβαια αναφέρονται στο γεφύρι της Τρίχας.
Για τους Αλβανούς,
εντοιχίζεται η Ροζάφα, για να στεριώσει το κάστρο της Σκόδρας.
Για τους Σέρβους,
γενικά τους Σλάβους, ο τρίτος μικρότερος πρίγκηπας, ο Γκόικο, θυσιάζει τη
γυναίκα του για το κάστρο της Σκάντρα -ένας βασιλιάς και οι δύο αδερφοί του
πρίγκηπες εδώ το προσπαθούν.
Για τους Βούλγαρους,
για να στεριώσουν τα τείχη μιας κατά κανόνα φανταστικής πόλης, το θύμα είναι η
γυναίκα του μαστρο-Παύλου ή του μαστρο-Μανώλη.
Για τους Ρουμάνους,
ο μαστρο-Μανώλης εντοιχίζει τη γυναίκα του Άννα, για να τελειώσει το μοναστήρι
της Κούρτεα ντε Άρτζες.
Τέλος, για τους Ούγγρους, μειονότητα τούτοι στη
σημερινή Τρανσυλβανία της βορειοδυτικής Ρουμανίας, απομεινάρια της άλλοτε
κραταιάς Αυστροουγγαρίας, είναι ο μαστρο-Κέλεμεν που καίει τη γυναίκα του για
να ρίξει στον ασβέστη τη στάχτη της, κι έτσι να σταθεί αιώνιο το κάστρο του Ντέβας.
Θα έχουμε την ευκαιρία στο τέλος της ομιλίας μου, να
ακούσουμε και να δούμε (σε βίντεο) τρεις τέτοιες παραλλαγές, μοναδικές στην ιδιαιτερότητά
τους.
Όπως αρχίσαμε, με το ίδιο θέμα θα κλείσουμε,
αντικείμενο άλλωστε, σκοπός της σημερινής μας εκδήλωσης. Όμως θα επανέλθουμε τώρα
με λίγα περισσότερα στοιχεία για το Μουσείο, για το κτήριο που θα το στεγάσει
και με κάποια, ενδεικτικά μόνο, εκθέματα
που θα φιλοξενήσει. Και εξ αρχής βέβαια να δηλωθεί πως, μέσα προβολής των όσων
έχουμε να καταθέσουμε θα είναι η εικόνα και ο ήχος, μέσα ελκυστικά, που
συνάδουν στα δεδομένα της εποχής μας…
Το κτήριο, σήμερα λαογραφικό Μουσείο και αύριο
-ευελπιστούμε- Μουσείο Του Γεφυριού της Άρτας, κτίστηκε το 1864, πάνω σε σχέδια
Αυστριακού μηχανικού από ντόπιους τεχνίτες, κυρίως μαστόρους από τα χωριά της
Κόνιτσας. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε, μαζί με παραπλεύρως άλλο οίκημα, για κατάλυμα
Τούρκων στρατιωτών, ενώ αργότερα, από το 1881 έως το 1912 που ο Άραχθος
ορίστηκε οροθετική γραμμή ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, λειτούργησε ως
τουρκικό τελωνείο -ακούσαμε τη μαρτυρία του Νίκου Ευταξία για αυτήν την περίοδο.
Πολύ ύστερα, στα μετέπειτα της απελευθέρωσης χρόνια, πέρασε στην ιδιοκτησία του
Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο το δώρισε στον τοπικό ιστορικό σύλλογο
«Σκουφάς». Ο τελευταίος προτίθεται -και τον ευχαριστούμε για αυτό- να το
παραχωρήσει στον Δήμο Αρταίων, ο οποίος και θα το λειτουργήσει ως Μουσείο. Οι
δυνατότητες ενός τέτοιου Μουσείου, ενός Μουσείου που ονειρευόμαστε, είναι
πολλές, που βέβαια η σίγουρη χρηματοδότησή του, μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων,
θα το καταστήσει ξεχωριστό και παραέξω της ελληνικής επικράτειας. Άλλωστε θα
συνεργάζεται στενά με το υπό ίδρυση Μουσείο Πέτρινων Γεφυριών της
Ηπείρου/Πίνδου, που ιδρύουμε με τη βοήθεια της Περιφέρειας Ηπείρου στο Κουκούλι
του Ζαγοριού.
Να διευκρινιστεί κάτι
εδώ. Ας μην μας ξεγελά η λέξη “Μουσείο”, κάθε άλλο, παρά στατικό χαρακτήρα
θέλουμε αυτό να έχει. Σχεδιάζεται -έτσι αξίζει να λειτουργεί- ως ένα δυναμικό
κέντρο έρευνας, που θα διευρύνει ορίζοντες. Και ποιος ξέρει; Ίσως η πετυχημένη λειτουργία
του, καταστήσει αργότερα αναγκαίο έναν πρόσθετο χώρο, που, με σχετική
βιβλιοθήκη και άλλες δυνατότητες, θα αποτελέσει για ερευνητές πόλο έλξης και
τεκμηρίωσης. Ευκαιρίας δοθείσης, να δώσουμε και μια επιπλέον πληροφορία εδώ,
που γεννά περαιτέρω δυνατότητες. Έχουμε εντοπίσει και διαθέτουμε παραπάνω από 30
θεατρικά έργα στα Βαλκάνια με θέμα τους τον εντοιχισμό, τη θυσία της γυναίκας
του πρωτομάστορα -θα κατατεθούν φυσικά όλες. Η θέση δίπλα από το Μουσείο και
βέβαια ακριβώς δίπλα από το ίδιο το γεφύρι, συνιστά πολύτιμη, ιδανική σκηνή
εκτέλεσης τέτοιων παραστάσεων -ήδη έχουν παιχτεί αρκετές.
Ας δώσουμε τώρα μερικά δείγματα τού προς έκθεση υλικού. Σε γενικές γραμμές το Μουσείο θα παρέχει:
1. 1. Φωτογραφίες:
Θα είναι φωτογραφίες από
τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα που θα τεκμηριώνουν τις
μορφολογικές μεταβολές του γεφυριού.
Εδώ, μια από τις
παλαιότερες: από το 1889 των Σουλτς και Μπάρνεσλυ. Μάλιστα τραβηγμένη από
ανάντι πλευρά, κάτι όχι το σύνηθες.
Είμαστε τώρα στις αρχές
του 20ου αιώνα, με τη συγκεκριμένη φωτογραφία να προέρχεται από τον
γερμανικό “Εικονογραφικό Κατάλογο της Τέχνης και της Αρχιτεκτονικής”.
Εδώ του 1913, από τον
μεγάλο Ελβετό φωτογράφο Frederic
Boissonnas.
Μία ξεχωριστή απεικόνιση
του Γερμανού συγγραφέα και φωτογράφου Ernst Reinsinger το 1923.
Και μια φωτογραφία από
την εταιρεία ΒΟΟΤ που προπολεμικά έκανε αποξηράνσεις στην περιοχή.
2. 2. Πίνακες
(σε φωτογραφίες):
Πρόκειται για ζωγραφικούς πίνακες διαφόρων
περιηγητών της τουρκοκρατίας, αλλά και
νεότερων καλλιτεχνών (από το 1780 έως σήμερα)!
Μια ζωγραφιά ντοκουμέντο εδώ, η πρώτη, η παλαιότερη
απεικόνιση του γεφυριού, σε μια ολοζώντανη λειτουργική του στιγμή. Είναι έργο του
1780 του Λουί Φρανσουά Κασάς, ενός εξαίρετου Γάλλου ζωγράφου τοπίου.
Του ίδιου ζωγράφου, της ίδιας χρονιάς, είναι και το
σχεδόν αρχιτεκτονικό σχέδιο που βλέπουμε. Ενδιαφέρουσες οι τότε μορφολογικές
λεπτομέρειες του γεφυριού.
Είμαστε εδώ το 1815, και τη συγκεκριμένη γκραβούρα
οφείλουμε στον Άγγλο στρατιωτικό και διπλωμάτη Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, που τότε
περιόδευε στην αυλή του Αλή πασά.
Προχωράμε στα 1855 πια,
όπου φιλοτεχνείται η συγκεκριμένη ενδιαφέρουσα λιθογραφία του γεφυριού, λόγω
των δύο έντονα κορυφώσεων του διαδρόμου διάβασης. Κοσμεί βιβλίο του Ιρλανδού
στρατιωτικού και συγγραφέα Τζώρτζ Μπέρεσφορντ.
Αυτή η ζωγραφιά του
γεφυριού αλλά και του περιβάλλοντος χώρου με τον Άραχθο, έγινε το 1896 από τον
Τούρκο στρατιωτικό Χαλίλ Ιμπραχίμ Εφέντη. Πλαισιώνει χάρτη της Νότιας Ηπείρου,
που ο ίδιος δημιούργησε.
Κι ένας ακόμη, βασικά
λαϊκός, πίνακας, που ανήκει -βρίσκεται σήμερα εκεί- στο Μουσείο. Έγινε το 1897
από τον Γρηγόρη Λέκα, στρατιώτη που υπηρετούσε στην περιοχή, εποχή που το
γεφύρι αποτελούσε μεθοριακό πέρασμα -αριστερά οι Τούρκοι, δεξιά οι Έλληνες.
3.
3. Του εντοιχισμού:
Ζωγραφικοί πίνακες, θεατρικές αφίσες, και
διάφορα άλλα σχέδια απεικόνισης του
θρύλου της θυσιασμένης γυναίκας του πρωτομάστορα, που βρίσκονται ανά την Ελλάδα
και τη Βαλκανική.
Βλέπουμε τρεις, από τις συνολικά πέντε, σκηνές που
φιλοτέχνησε το 1990 ο Ρώσσος εικαστικός Βλαντιμίρ Νοσκόβ-Νελούμποβ για τις
ανάγκες του Δίσκου που ηχογραφήθηκε τότε στη Μόσχα, του Πρωτομάστορα των
Καζαντζάκη-Καλομοίρη.
Εδώ δύο απεικονίσεις σε πέτρα του θηλασμού της
θυσιασμένης γυναίκας, από το Μουσείο “Ροζάφα” στη Σκόδρα της Αλβανίας.
Δύο οπτικές της γυναίκας θύματος, από γλυπτό του
Δημήτρη Αρμακόλα. Βρίσκεται στην πλατεία της Αμαλιάδας στην Ηλεία.
Άλλη μια γλυπτική σύνθεση, εδώ του Ιβάν Μέστροβιτς,
μεγάλου Κροάτη γλύπτη και αρχιτέκτονα, με τη σκηνή του θηλασμού. Αριστερά, τα
τρία αδέρφια μαστόροι. Δημιουργήθηκε το 1906.
Είναι το 1976, όταν ο Ρουμάνος Εμίλ Τσεντέα φιλοτεχνεί
τον εντοιχισμό της Άννας από τον σύζυγό της πρωτομάστορα Μανώλη -είναι η
ρουμανική εκδοχή του θρύλου.
Ο πρωτομάστορας και η οδύνη του όταν φτάνει η γυναίκα
του στο γιαπί. Η εικαστική αυτή δημιουργία οφείλεται στον Μολδαβό γραφίστα Ίλια
Μπογκντέσκο (Ilya Bogdesko).
Κι εδώ, ο Ούγγρος χαράκτης Γκιόργκι Μπουντέι αποδίδει την εκδοχή του μύθου της πατρίδας του: ο πρωτομάστορας Κέλεμεν καίει τη γυναίκα του και τη στάχτη της τη ρίχνει στον ασβέστη -μόνο έτσι, λέει, θα στεριώσει το κάστρο στη Ντέβα.
4. Παραλλαγές της Παραλογής / Μπαλάντας:
4. Πρόκειται για 200 τουλάχιστον ηχογραφημένες & βιντεοσκοπημένες παραλλαγές του εντοιχισμού, επί τόπου καταγραμμένες στην Ελλάδα και τη Βαλκανική. Συνιστά πρωτογενές υλικό, που θα τεθεί στη διάθεση του Μουσείου για ακόμη παραπέρα εμπλουτισμό.
Κυρίες και Κύριοι, θα παρακολουθήσουμε τώρα -δούμε και ακούσουμε- τρεις παραλλαγές εντοιχισμού. Προέρχονται:
Η πρώτη από την Ήπειρο, την Πολύτσανη Πωγωνίου Β. Ηπείρου πιο συγκεκριμένα. Αποδίδεται πολυφωνικά, μερικοί μόνο στίχοι της, στην αρχική της φωνητική μορφή (χωρίς όργανα).
Τη δεύτερη την καταγράψαμε στο άλλο άκρο του σημερινού ελληνισμού, στη Σορωνή της Ρόδου, την οποία θα παρακολουθήσουμε ολόκληρη -σύντομη είναι-, λόγω της ιδιαιτερότητας στίχων και προφοράς -συνοδεύει λίρα και λαούτο.
Η τρίτη, αντιπροσωπευτική
βαλκανική, αποδίδεται από τη μεγάλη Marta Sebastyen σε ουγγρική γλώσσα -διαθέτει ξεχωριστά
μοτίβα. Θυμίζουμε -για αυτό και βαλκανική- πως στη βορειοδυτική Ρουμανία,
σήμερα Τρανσυλβανία, επιβιώνει πολυπληθής ουγγρική μειονότητα, υπόλειμμα της
άλλοτε κραταιάς Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Την κατέγραψα το 2009.
Κλείνοντας, εύχομαι
-θεωρώ πως κι εσείς το ίδιο- το όνειρο του Μουσείου, η πρόθεση πια όλων μας,
σύντομα να υλοποιηθεί.
Σας ευχαριστώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου