Μούσα
ελληνική
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
Διαβάζει η Φεβρωνία Ρεβύνθη
από το βιβλίο του Σπύρου Μαντά
«ΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ
ΓΕΦΥΡΙΑ»
Τ
|
η φύση ή την καλοπιάνεις ή άστοχα
τη βιάζεις. Στην τελευταία όμως περίπτωση, ο καρπός του βιασμού, αργά ή
γρήγορα, θα επιστρέψει να σε εκδικηθεί. Έργα που σώθηκαν, συνέπειες που ήρθαν,
τονίζουν την απόσταση ανάμεσα σε τούτες τις δυο επιλογές, χαρακτηρίζοντας
τελικά δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους.
Τα παλιά
πέτρινα γεφύρια, διασκορπισμένα σε κάθε γωνιά της Βαλκανικής αλλά και σε
ολόκληρο το Μικρασιατικό χώρο, αποτελούν πειστικά σημάδια αναφοράς στην
περασμένη εποχή. Τότε που την έλλειψη μέσων αναπλήρωναν η εμπειρία και ο ενθουσιασμός.
Η περιοχή, όμως, όπου η ιδιόμορφη αυτή κατασκευή βρήκε το σωστό μέτρο, με
αποτέλεσμα να μετουσιωθεί σε αληθινό έργο τέχνης, ήταν αναμφισβήτητα η Ήπειρος!
Ίσως επειδή εκεί δεν προϋπήρξαν ξένα πρότυπα -πειρασμός για μίμηση-, αλλά ούτε
και τεχνικά μέσα ικανά να επιβάλλουν οποιαδήποτε εγκεφαλική έμπνευση. Ό,τι
δημιουργήθηκε, ήταν αποτέλεσμα διαλόγου και αξιοπρεπούς συμβιβασμού με το
περιβάλλον. Αρκεί να σταθείς πέντε λεπτά μπροστά στο γεφύρι της Πλάκας στον
Άραχθο, να ζυγιάσεις την “ανάταση” ενός
άλλου κατεβαίνοντας στην κοίτη του Αώου κοντά στην Κόνιτσα, να περπατήσεις την
καλντεριμωτή “ταλάντευση” του θρυλικού γεφυριού της Άρτας, για να
συνειδητοποιήσεις το φόβο, τον ελιγμό, την προσπάθεια και το κέφι του ανθρώπου
μπροστά στη φύση. Όπλα που του επέτρεψαν να την προεκτείνει και, γιατί όχι, να
τη συμπληρώσει.
Όπως σε όλες
τις λαϊκές κατασκευές, έτσι και για τα γεφύρια, αποκλειστική αιτία δημιουργίας
τους υπήρξε η ανάγκη, που ειδικά στην Ήπειρο χρειάστηκε να καλυφτεί άμεσα. Το
ανέλαβαν επιδέξιοι ντόπιοι μαστόροι που η φήμη τους ξεπερνούσε τα όρια της τότε
μεγάλης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατορθώνοντας τελικά να “στήσουν” γεφύρια, μικρά αριστουργήματα, που
εξακολουθούν και σήμερα να “ζεύγουν”, έστω κουρασμένα πια, σιωπηλούς ποταμούς
και θορυβώδεις χείμαρρους.
Στα 1866
επιτέλους ο Πραμαντιώτης Κώστας Μπέκας καταφέρνει να χτίσει στον Άραχθο το
γεφύρι της Πλάκας.
Λίγο
αργότερα ο θρυλικός Ζιώγας Φρόντζος γεφυρώνει κάτω από την Κόνιτσα τον Αώο.
Αρκετά
πιο πριν, στα 1854, έχει στηθεί ψηλά στο Βόιο, το γεφύρι της Χρυσαυγής με
πρωτομάστορα το μεγάλο κιοπρουλή Νικόλα ή Αναγνώστη Τζιούφα, και πελέκάνους
τους ντόπιους Θύμιο Ζιούδα και Θανάση Πούλιο.
[Να
εξηγήσω εδώ ότι λέγοντας κιοπρουλή, εννοούμε το γεφυρά, που προκύπτει από το
κιοπρού το τούρκικο που σημαίνει ακριβώς γέφυρα. Κιοπρουλής λοιπόν, γεφυράς. Συνεχίζω…].
Ο
μαστορο-Γούλας Μητάκος, από τη Λιούντζη της Ανασελίτσας με καταγωγή όμως
βορειοηπειρώτικη, χτίζει μέσα στο Δοτσικό, στα 1884, ένα πανέμορφο γεφύρι -αυτό
που χρησιμοποίησε για το Μέγα-Αλέξανδρο, τα γυρίσματα της ταινίας, ο Θόδωρος
Αγγελόπουλος.
Αντίθετα
άτυχος θα σταθεί ο Καστανιανίτης Γιώργιος Κολοκύθας που, προσπαθώντας το 1892
να γεφυρώσει τον Τρικκεριώτη ποταμό έξω από τον Προυσό της Ευρυτανίας,
σκοτώνεται. Οι δυο του γιοι όμως, ο Θανάσης κι ο Αποστόλης, παθαίνοντας και
μαθαίνοντας, έγιναν πρώτοι κιοπρουλήδες.
Στο
γύρισμα του αιώνα, δηλαδή από το 19ο στον 20ο, ο
μικρόσωμος αλλά μεγάλος στην τέχνη Γιώργος Λάζος , καλύτερα Βράγκας -έτσι τον λέγαν,
χτίζει το δικό του γεφύρι στα Κυπαρίσσια, στο Βόιο.
Στα
1903, ο Πυρσογιαννίτης Γιάννης Τσίπας, μαζί με τον αδερφό του Αλέξη, στήνει έξω
από την Κόνιτσα το γεφύρι της Τοπόλιτσας, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά το
γεφύρι του Στάθη στο Δίκορφο Ζαγορίου.
«1903,
τέκτων Φώτη Βράνιστα» μαρτυράει η πλάκα, εντοιχισμένη στο γεφύρι στο Πεκλάρι,
εννοώντας το σπουδαίο Φώτη Λωλό από την Τράπεζα της Κόνιτσας.
Ο Θύμιος
Τσιγαρίδας, από τη Ζώνη Βοϊου, θεμελιώνει το 1905 ένα μονότοξο γεφύρι στο χωριό
των Βαλαάδων, το Τσαβαλέρι.
Οι
Ζουπανιώτες, Νικόλας Μπαμπαλής και Παύλος Μούρτζος τηρούν τους όρους του
μοναδικού που σώθηκε συμφωνητικού για κατασκευή γεφυριού και στεριώνουν το
γεφύρι της Μαέρης.
Το
γεφύρι του Κουβαρά, κάτω από το Δολό, φτιάχνει στα 1927 ο Πυρσογιαννίτης
Πασχάλης Ζούνης.
Το
τετράτοξο της Πολιτσάς στον Άραχθο, λίγο πιο πάνω από το γεφύρι της Πλάκας, κάτω
από τα Τζουμέρκα πάντα, είναι έργο στα 1932, του Νίκου Μάντζου από τους
Ραφταναίους.
Το
γεφύρι της Μαλνίτσας το 1934 χτίσαν οι πρώτοι τότε κιοπρουλήδες της
Καστάνιανης, ο Κώστας Γκόσιος ή Γιορ-Τόλης, ο Κώστας Φακούρας, ο Δημήτρης
Ντούκας και ο Κώστας Τζουμάκας ο οποίος και το κλείδωσε.
Ας τελειώσουμε
με τον άξιο Χρήστο Σιόντη από τους Χουλιαράδες που κατόρθωσε το ακατόρθωτο∙ να
γεφυρώσει το 1944 το γκρεμό της Γκούρας έξω από την Ανατολική Ιωαννίνων.
Είμαστε
πια στο τέλος μιας εποχής, στα χρόνια που το λαϊκό πετρογέφυρο έχει αρχίσει να
χάνει τη λαϊκότητά του, αλλιώς μια πλαστικότητα που το ανέδειξε σε έργο τέχνης.
(εκφωνήθηκε το 2001 στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ)
Η εποχή μας,
φορέας επαναστατικών αλλαγών στην τεχνολογία αλλά και στον τρόπο σκέψης, ήταν
φυσικό να έχει αντίκτυπο και στη συγκεκριμένη λαϊκή κατασκευή. Μπορούμε να
πούμε πως, τέτοια γεφύρια έπαψαν να χτίζονται από τις αρχές κιόλας του αιώνα
(20ος). Ταυτόχρονα, πιο πρακτικές χαράξεις δρόμων, έθεσαν, όσα
απόμειναν, στο περιθώριο, στερώντας τους και την πιο στοιχειώδη
λειτουργικότητα. Από το σημείο αυτό και μετά, η αντίστροφη μέτρηση είχε
ξεκινήσει. Πολλά παρασύρθηκαν από τα ποτάμια (αιώνιο τους αντίπαλο και
υπονομευτή), άλλα ανατινάχτηκαν στον τελευταίο πόλεμο (θύματα κάποιου
επιχειρησιακού σχεδίου), ενώ αρκετά βούλιαξαν ή εξακολουθούν κάθε τόσο να βουλιάζουν
στις τεράστιες τεχνητές λίμνες των υδροηλεκτρικών έργων. Από την άλλη πλευρά,
κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν πάρθηκε από την επίσημη πολιτεία για τη διάσωση
έστω μερικών από τη βέβαια καταστροφή. Ανακηρύξεις βέβαια ως «διατηρητέων
ιστορικών μνημείων χρηζόντων ιδιαιτέρας προστασίας» έγιναν πολλές, όλες όμως εξάντλησαν
την πρόθεση στο στόμφο της υπουργικής απόφασης και στην αδυναμία μεταφοράς της
στην περιφέρεια. Πέρα λοιπόν από τις όποιες απατηλές ελπίδες που μπορεί να
γεννάει κάποια συναισθηματική φόρτιση, η “διάγνωση” παραμένει μία και ψυχρή. Άλλη
μια έξαρση της λαϊκής ψυχής περνάει αθόρυβα -όπως άλλωστε αθόρυβα λειτούργησε-
στο χώρο της θύμησης…
Σπύρος Μαντάς
(έγραφα
το καλοκαίρι του 1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου