Παλαμάς Καρδίτσας
ΜΙΑ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
“ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ”
Ο
|
ι Καραγκούνηδες, Έλληνες ακτήμονες γεωργοί, κάτοικοι της
Δυτικής Θεσσαλίας -τα χωριά τους εκτείνονται από τα ριζά των Μετεώρων έως τα
Φάρσαλα-, πέρασαν μια ιδιαίτερα σκληρή ζωή στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όντας
ουσιαστικά κολλήγοι Τούρκων μεγάλων γαιοκτημόνων (τσιφλικάδων). Το καθεστώς
αυτό, σε συνδυασμό με τις εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες του Θεσσαλικού
κάμπου, σφράγισε όλες τις πτυχές του κοινωνικού τους βίου, φυσικά και τον ίδιο
τους τον χαρακτήρα.
Η κατάσταση, δυστυχώς γι’ αυτούς,
δεν μεταβλήθηκε ούτε μετά την απελευθέρωση (1881) και την ένταξή τους στο
Ελληνικό Βασίλειο -απλά άλλαξε η εθνικότητα των καταπιεστών τους. Χρειάστηκαν έτσι
ταξικοί αγώνες δεκαετιών, μέσα κι έξω από τη Βουλή, για να μπορέσουν κάποτε, το
1923, να αποκτήσουν με ρεαλιστική διάσταση τα αυτονόητα: γη και ελευθερία.
Η αιτιολόγηση της ονομασία τους,
που, το πιθανότερο, προήλθε όχι από αυτοχαρακτηρισμό, παραμένει άγνωστη. Έγραφε
το 1858 ο L. Heuzey: «Τους λένε Καραγκούνηδες,
όνομα που δεν το δέχονται αδιαμαρτύρητα και το θεωρούν σαν ένα καθόλου κολακευτικό
παρατσούκλι». Έχουν εκφραστεί βέβαια γνώμες και υποστηριχτεί θεωρίες, που
όμως δεν έχουν τεκμηριωθεί, αποδειχτεί επιστημονικά. Αναφέρουμε τις δύο κυριότερες:
Σύμφωνα με τους περισσότερους, το “Καραγκούνης” προήλθε από το τουρκικό Kara (= μαύρος) και το αλβανικό gun (=
γούνα) -ρίζα του το guna
που στη ρωμαϊκή (λατινική) σημαίνει χοντρή κάπα. Η θεωρία αυτή βασίζεται στη
σκούρα ενδυμασία των κατοίκων, ιδίως των γυναικών, που όμως η Αγγελική
Χατζημιχάλη, κύρια ερευνήτρια της καραγκούνικης φορεσιάς, απορρίπτει
κατηγορηματικά -«…δεν υπάρχει γούνα στη
φορεσιά τους».
Η άλλη θεωρία, που επίσης έχει
ακουστεί πολύ, ετυμολογεί τη λέξη από τις τουρκικές kara και Yunan, δηλαδή μαύρος Έλληνας, με το πρώτο όμως εδώ
συνθετικό να έχει περισσότερο τη σημασία του καθαρού (φανατικού), δηλαδή του επίμονου -στην ελληνικότητά του- Έλληνα.
Αλλά η αιτιολόγηση αυτή, πέρα απ’ την πιθανή σκοπιμότητά της, φαίνεται να
σκοντάφτει και σε γλωσσολογικούς κανόνες του τοπικού ιδιώματος. Αντίθετα πιο
αληθοφανής φαίνεται -σε αυτή τουλάχιστον την ερμηνεία- πως Καραγκούνης είναι ο
βασανισμένος, ο μαυρισμένος από το λιοπύρι του κάμπου, γεωργός (κολλήγος)
Έλληνας.
Μετά τα όσα ειπώθηκαν, λίγα αλλά
ενδεικτικά της ιδιαιτερότητας των Καραγκούνηδων, θα ήταν εντελώς αφύσικο να μην
παρουσιάζουν και τα τραγούδια τους χαρακτηριστικά, ικανά να στοιχειοθετήσουν τελικά
ταυτότητα. Ο ρυθμός τους, ιδιαίτερα στα παλαιά, σχεδόν ξεχασμένα σήμερα,
τραγούδια που έλεγαν οι γυναίκες χωρίς όργανα, παραξενεύει -σχεδόν “ενοχλεί”- τον
μη μυημένο. Ειδικά στις Παραλογές, η μελωδία -επαναλαμβάνουμε για τους
αμύητους- φαίνεται να μην είναι αρμονική, να αγγίζει σχεδόν την …παραφωνία. Και
οι συγκοπές, επαναλήψεις φωνηέντων και συλλαβών, ή και ολόκληρων προτάσεων,
είναι πολλές.
Έχουν καταγραφεί σε διάφορα
καραγκουνοχώρια -Πλάτανος, Πεδινό κ.α.- και παραλλαγές του “γιοφυριού της Άρτας”
-το τραγουδούσαν οι γυναίκες στις
δουλειές, το χόρευαν το Πάσχα. Εδώ θα ακούσουμε εκείνη που ηχογραφήσαμε στον
Παλαμά Καρδίτσας, τραγούδι με έντονες τις ιδιότητες που μόλις θίξαμε.
Ο Παλαμάς, παλαιά κωμόπολη του
νομού Καρδίτσας, βορειανατολικά της ομώνυμης πρωτεύουσας, κατοικήθηκε στα
χρόνια της τουρκοκρατίας και από Τούρκους και από Έλληνες -αυτό μαρτυρεί και η
ονομασία Ρουμ-Παλαμά που αποδίδεται
σε μια από τις δύο τότε συνοικίες του. Το όνομά του φέρεται να το πήρε από το “παλάμισμα” των αυτοσχέδιων καλαμένιων
τοίχων, δηλαδή από την παλάμη των γυναικών με την οποία άπλωναν λάσπη στα
σπίτια τους για να προστατεύονται από το κρύο και τις βροχές. Πάντως ο μεγάλος,
περικαλλής ναός του Αγίου Αθανασίου, χτισμένος το 1810, μάλλον ανακαινισμένος τότε
αφού κατά την παράδοση πρωτοθεμελιώθηκε το 1318, φανερώνει πως έχουμε να κάνουμε
με σημαντικό οικιστικό και ιστορικό κέντρο της περιοχής με ρίζες που φτάνουν
έως τη βυζαντινή περίοδο.
Εδώ λοιπόν, στον Παλαμά, τις
ημέρες αμέσως μετά το Πάσχα, ιδίως βέβαια ανήμερα, αποκλειστικά και μόνο οι
γυναίκες, ντυμένες με τις περίφημες, κυριολεκτικά χρυσοκέντητες στολές τους,
τραγουδούν και χορεύουν, ακόμη έως και σήμερα, την παραλογή του “γεφυριού της
Άρτας”. Τονίζουμε το πολυτελές της φορεσιάς τους -ξεχωρίζουν οι ποδιές-, γιατί τούτη
έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την επικρατούσα παλιά, επιβεβλημένη τότε, φτώχεια.
Ίσως να σηματοδοτεί αντίδραση, επιθυμία ψυχής για φυγή από το πεπρωμένο…
Η παραλλαγή ηχογραφήθηκε στον
Παλαμά στις 25 Μαΐου 2010. Την τραγούδησε η Σοφία Τζέλλα.
Ηχογράφηση-μαγνητοσκόπηση:
Σπύρος
Μαντάς
Παραγωγή:
Αρχείο
Γεφυριών Ηπειρώτικων / ΑΓΗ
Χίλιοι
μαστόροι -α δούλευαν, -νάι δούλευαν -στη…
στης Άρτας το
γιοφύρι,
στης Άρτας το γιοφύρι,
ν- ολημερίτσα
-α δούλευαν -νάι δούλευαν -κι α…
κι αποβραδύς
χαλνούσε.
κι
αποβραδύς χαλνούσε.
Πουλάκι πάει
κι -ε ελάλησε -νάι ελάλησε -στη…
στη δεξιά
καμάρα,
στη δεξιά καμάρα,
ν- ουδέ
λαλούσε ε- σα πουλί -νάι σα πουλί -νου…
ν- ουδέ σα
χελιδόνι,
ν- ουδέ σα
χελιδόνι,
μόν’
κιλαλούσε -ε κι έλιγι -να έλιγι -ν’ α…
ν’ ανθρώπινη
λαλίτσα:
ν’
ανθρώπινη λαλίτσα:
- Αν δε
στιργιώστι -ι ν’ άνθρωπο -νάι άνθρωπο -κα…
καμάρα δε
στιργιώνει,
καμάρα δε
στιργιώνει,
και μη
στιργιώστι -ε ορφανό -νάι ορφανό -μη
μη ξένο, μη
διαβάτη,
μη ξένο, μη
διαβάτη,
μόν’ να
στιργιώστι -α τ' Γιώργινα -να τ' Γιώργινα -τη…
την πρώτη
μαστορίνα.
την πρώτη
μαστορίνα.
.............................................................
..............................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου