Του γιοφυριού της Άρτας
Παραλλαγή από Πυλί Κω
Δωδεκάνησα
Παραλογή -στιχοπλοκιά για
τους ντόπιους- από το Πυλί για το γεφύρι της Άρτας, με τίτλο “η καμάρα”, έχει
πρώτος καταγράψει ο Σπύρος Περιστέρης, για λογαριασμό του Λαογραφικού Αρχείου
της Ακαδημίας -η αποστολή είχε πραγματοποιηθεί στο νησί το 1958. Στη χώρα -μόνο
εκεί υπήρχε τότε ηλεκτρικό ρεύμα και μπορούσε να λειτουργήσει μαγνητόφωνο- ήρθε
και την τραγούδησε ο μικρός Ανδρέας Τσουννιάς (16 ετών).[1]
Πρόκειται για ενδιαφέρουσα παραλλαγή με 39
στίχους, που μουσικά αποδίδεται σε τρημίστιχες στροφές -κάθε μουσική φράση καλύπτει
ενάμιση στίχο.
♫
|
εκαοχτώ καλοί ’πουργοί…
δεκαοχτώ καλοί ’πουργοί, να χτίσουν ντη γκαμάρα
ολημερίς εχτίζασι…
Στην ηχογράφηση-μαγνητοσκόπηση, που
πραγματοποιήθηκε στις 26 Αυγούστου του 2009, τραγούδησε ο Γιάννης Κλαδάκης
παίζοντας δωδεκανησιακή λύρα,[2] ενώ
συνόδευσε στο λαούτο ο Γιάννης Λεντάκης.
ΒΙΝΤΕΟ:
Η στιχοπλοκιά της καμάρας
Εκατομπέντε μάστοροι κι εξήντα
μαθητάδες,
δεκαοχτώ καλοί ’πουργοί, να
χτίσουν ντη γκαμάρα
ολημερίς εχτίζασι, κάθε βραδύν
εχάλα·
φέρνουνε φτέρες το νερό, ε-φτέρες
τα χαλίκια,
κι απ’ τη Κωσταντινόπολη φέρνουν
ντο γκερεστέ ντης·
και το στοιχειόν εφώναξε απ’ τη
’μπο πέρα πάντα:
«του πρώτου, πρώτου μάστορη, του
πρώτου τη γεναίκα,
θεμέλιο να τη βάλετε να στήσει η
γκαμάρα».
Κι ο μάστορης σα ντο ’κουσεν
έπεσεν και λυγώθη,
σταμνί νερό ντου ρίχτουσι κι ήρτεν
ο λογισμός του.
- Να βάλω τη μανούλα μου, μανούλα
πια δε γκάμνω,
να βάλω τ’ αδερφούλα μου, άλλη
αδερφή δε γκάμνω,
α βάλω τη γεναίκα μου, γεναίκα
γκάμνω πάλε.
Στέλει το μαστορόπουλο να πάει να
της λέει:
- Το Σάββατο μη χτενισθείς, τη
Γκυριακή μη ’λλάξεις
και την Δευτέρα ντο πρωί εις την
γκαμάρα να ’ρτεις.
Κι εκείνος επαράκουσε και πάει και
της λέει:
- Το Σάββατο να χτενιστείς, τη
Γκεριακή ν’ αλλάξεις
και την Δευτέρα ντο πρωί εις τη
γκαμάρα να ΄ρτεις.
Το Σάββατο χτενίζεται τη Γκεριακή
αλλάζει
και τη Δευτέρα ντο πρωί εις τη
γκαμάρα μπάει.
Μάστορης σα ντην είδενε ήπεσε και
λυγώθη,
σταμνί νερό ντου ρίχνουσι τρία
κανιά το μόσκο
και τρία το ροδόσταμο για να ’ρτ’
ο λογισμός του.
- Τι έχ’ ο πρωτομάστορης και
κάθεται και κλαίει;
- Ο αρραβώνας μού ’πεσε στα βάθη
της καμάρας.
- Δέσε με ’μπο τη ζώνη σου,
κατέβασέ με κάτω.
Δένει τη ’μπο τη ζώνη ντου,
κατέβασέν ντη γκάτω,
ψάχνει ’πο ’δω, ψάχνει ’πο κει,
ούτ’ αρραβώνα να ’βρει,
μόνο ντου δράκου τα μαλλιά ’πο
κάτω ’πο τη μπέτρα.
- Ανέβασέ με μάστορη, γιατ’ η ψυχή
μου βγαίνει,
όχι μονάχα μένανε, μόνο και του
παιδγιού μου·
τρεις αδερφάδες είμαστο κι οι
τρεις κακομοιράδες,
τη μνια ντη βάλα στο λουτρό, την
άλλη στο γεφύρι,
κι εμένα ντη δερνόμοιρη βάλου με
στη γκαμάρα·
’πο πάν’ από το ντάφο μου καντήλι
να κρεμάει,
για να περνά η μάνα μου να το
γιμώζει δάκρυ,
για να περνά ο κύρης μου να το
γιμώζει λάδι.
[2] Στο δοξάρι της υπάρχουν ακόμη μικρά στρογγυλά
κουδουνάκια -λέγονται ασημοκούδουνα γιατί παλαιότερα ήταν ασημένια.
Λειτουργούσαν, πριν την εμφάνιση του λαούτου, σαν δεύτερο όργανο ρυθμικής και
αρμονικής συνοδείας, τονίζοντας τα ισχυρά μέρη του μέτρου και συνοδεύοντας τη
μελωδία με το χαρακτηριστικό ίσο που δίνει το ηχόχρωμά τους. Της κρητικής
λίρας έχουν πια καταργηθεί -εκεί τα αποκαλούσαν γερακοκούδουνα, επειδή
στη βυζαντινή εποχή τα κρεμούσαν στα κυνηγετικά γεράκια. (βλέπε, Λάμπρου Λιάβα,
Μουσικές στο Αιγαίο, Αθήνα 1987, σ. 39-41).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου