Λίγο πριν λαλήσει ο πετεινός
Του Μάνθου Σκαργιώτη
Κ
|
άθε νύχτα, λίγο πριν λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, τα ξύλα
τρίζουν στην ασβεσταριά κι οι μαστόροι κάνουν το βόλτο, βάζουν τις κέντες,
ρίχνουν τα πέταβρα, πιάνουν από τρύπα σε τρύπα τα δοκάρια, κι οι πελεκάνοι
κόβουν τ’ αγκωνάρια, τραβούν την ψιλή βελονιά, χτενίζουν με κέφι, κι ύστερα
χτυπούν την καθαρή καλεμιά για να φτάσουν στον κόπανο, κι οι άλλοι χτίζουν -όχι
το τσιμέντο- ασβέστη και πέτρα χτίζουν, και το προσφάι στο πόδι, ασβέστη και
πέτρα, κι η ανάσα μικρή, ασβέστη και πέτρα κι ασπράδι, ώσπου βάζουν το κλειδί
και πετούν την αγωνία στο ποτάμι, ενώ ο αντίλαλος του σφυριού και των
ματρακάδων ακούγεται ακόμα, πέτρινη μουσική που την ξαναφέρνουν οι ακροποταμιές
και σμίγει με τα κλαρίνα στο πλαϊνό χωράφι, για να σύρει το χορό ο
μαστρο-Κώστας ο πρωτομάστορας, τ’ ακούς μαυριδερούλα μου, και πίσω οι τεχνίτες
κι οι μηχανικοί και τα μαστοροπαίδια, και ταπεινά οι γυναίκες να κλείνουν, να
κερνούν και να ονειρεύονται, κι ένα σκυλί δεμένο στην άκρη του αυγουστιάτικου
φεγγαριού να γαβγίζει με φωνή γεμάτη μεστωμένα καλαμπόκια.
Εσύ ξεκαλουπώνεις παραμύθια.
Και το γεφύρι, πατώντας γερά στους
όχτους, στήνει τ’ αγκίστρια του στις βίρες και στις σούδες και πιάνει αστέρια
και ψυχές πνιγμένων για να βάλει φωτιά στα σκοτάδια της άλλης μέρας. Και
φωνάζει τα λιανόπαιδα να τρέξουν στις κουπαστές μ’ ανοιχτές τις φτερούγες
δώδεκα μέτρα ψηλότερα απ’ το φόβο κι αντικριστά στο θάνατο. Βγάζει κι απ’ τα
πλευρά του αγριοσυκιές για να τις κρεμάσει σε κενό μνήμης.
Κι ύστερα, διαβαίνουν πάνω απ’ τις
πλάτες του κοπάδια και πρατάρηδες, αγωγιάτες και καματάρηδες και κουρδαραίοι κι
αντάρτες, ενώ κείθε απ’ τα βουνά η μάνα του ξενιτεμένου μετράει τους χειμώνες
της απουσίας και κρεμάει πίσω απ’ την πόρτα της τα φρύγανα για τον καφέ του
γυρισμού. Κι η τραμουντάνα φυσάει και γδέρνεται στο παραπέτο, σφυρίζει στις
καμάρες κι εξουθενώνεται, θυμώνει κι αμέσως χάνεται μες στα άδεια σπίτια και
στους λόγγους των πατροπαράδοτων λυγμών. Στο δίπατο πλάι στην εμπασιά, ο Άρης
κι ο Ζέρβας δίνουν τα χέρια τους κάτω απ’ τ’ άγριο μάτι του Μάρκου Μπότσαρη∙ κι
όπως τσουγκρίζουν τα ποτήρια, βγαίνει απ’ τις ρωγμές της νύχτας ήχος ελευθερίας
που σκεπάζει το βρουχητό των Γερμανών. Ωστόσο η πληγή μένει. Εξήντα έξι χρόνια
τώρα. Ανοιχτή κι αδήλωτη. Άλλοι την είπανε πληγή πατρίδας, άλλοι ενοχή Θεού κι
άλλοι την είπαν τύψη του αιώνα.
Μα εσύ την λες πληγή του γεφυριού
που την άνοιξε γερμανικό μολύβι. Τίποτ’ άλλο.
Κι οι τελευταίοι διαβάτες, κάθε
νύχτα προτού λαλήσει ο πετεινός, γονατίζουν λίγο πιο κάτω απ’ το καμαρολίθι και
προσεύχονται στον Άγιο Περατάρη∙ απ’ τις παλάμες τους τρέχει αίμα που
διαπερνάει το καλντερίμι και μαλακώνει τούτη την πληγή. Κι όπως κυλάει ο
Άραχθος, αράθυμος κι απρόβλεπτος, και σέρνει κούτσουρα και λιθάρια και δυο
αδέρφια σκαλωμένα στα κλωνάρια μιας γλυκομηλιάς, όπως κυλάει ο Άραχθος και
δέρνει και χτυπιέται, απ’ την πληγή του γεφυριού στάζει ζεστό ζεστό το αίμα στα
νερά.
Γι’ αυτό τα τραγούδια που ακούς
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο της νύχτας, μόλις λαλήσει ο πετεινός, είναι σε κόκκινο
βαθύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου