Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Οι πέραν της κατασκευής, έννοιες των Πέτρινων Γεφυριών



Οι πέραν της κατασκευής, έννοιες των Πέτρινων Γεφυριών

Μιχάλης Η. Αράπογλου
Αρχιτέκτονας, Δρ κοινωνικής και οικονομικής γεωγραφίας

Ανακοινώθηκε στη Διημερίδα
«Πέτρινα Γεφύρια - Περιβάλλον, Κοινωνία, Οικονομία»
του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Γρεβενών
25-26 Φεβρουαρίου 2011




Το τόξο, τόσο διακριτό, χαρακτηριστικό και ωραίο, στα πέτρινα γεφύρια του 19ου αιώνα, εξυπηρετεί, ουσιαστικώς, δύο πρωτεύουσες ανάγκες των λιθοδομών : 1ον, την μεταφορά φορτίων από την στέγη και τις τοιχοποιίες στα θεμέλιά τους, και στη συνέχεια στο έδαφος, και 2ον, την αύξηση του μήκους των οριζόντιων δοκών τους, δημιουργώντας, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, από τη μια μεριά, μεγάλα ανοίγματα στους τοίχους τους, ήτοι, παράθυρα και πόρτες, και από την άλλη, μεγαλύτερους σε επιφάνεια χώρους στο εσωτερικό τους. Οι παρά πάνω πρωτεύουσες ανάγκες στα λιθόκτιστα οικοδομήματα του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, τα οποία, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, παίρνουν την τελική μορφή της μακράς στο χρόνο εξέλιξής τους, έχουν ως αποτέλεσμα μία ποικιλία εφαρμογών του τόξου και, κατ΄ επέκταση, του θόλου, τόσο από το σχήμα των εν λόγω στοιχείων όσο και από τη θέση τους στο κτήριο.
Η παρά πάνω ποικιλία εφαρμογών του τόξου και του θόλου στις πέτρινες κατασκευές του 19ου αιώνα, πέραν από την εξασφάλιση της στατικής επάρκειάς τους, ενσωματώνει και μετουσιώνει σ΄ αυτές περαιτέρω, συγχρονικές της ημερομηνίας κατασκευής τους, ιδέες και έννοιες. Εν τέλη, το πέτρινο τόξο, μικρό ή μεγάλο από τις διαστάσεις του, ορατό ή κρυφό από τη θέση του στην οικοδομή, κυκλικό ή οξυκόρυφο από τη μορφή του, από λίθους όμοιους ή διαφορετικούς με εκείνους του κτίσματος, λίθους αργούς, χοντρά με σφυρί ή λεπτά με βελόνι, πελεκημένους, από μία μόνο πέτρα ή από περισσότερες, όχι μόνον ενισχύει την στατική επάρκεια της πέτρινης κατασκευής, όχι μόνον αυξάνει το μήκος των οριζόντιων δοκών της στα παράθυρα και τις πόρτες της, όχι μόνον πολλαπλασιάζει την επιφάνεια στους εσωτερικούς χώρους της, αλλά και προσδίδει μία επιπρόσθετη ιδιαιτερότητα στην αισθητική της, την οποία, θα χαρακτηρίζαμε, λίαν συντόμως, ως την μυστηριώδη έλξη της.
Χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία, το τόξο στα πέτρινα γεφύρια του 19ου αιώνα αποτελεί μίαν απτή και πρόδηλη απόδειξη της στατικής επάρκειάς τους, της χαρακτηριστικής μορφής τους, καθώς και της ιδιαιτερότητας της αισθητικής τους. Όμως, αυτές οι ιδιότητες δεν ισχύουν μόνο για τα πέτρινα γεφύρια, αλλά και για τις κατοικίες, τα υδραγωγεία, τις οχυρώσεις, τα προστώα (στοές), τις στέγες, τους υδρόμυλους, τις βρύσες, τις στέρνες και για πολλά άλλα πέτρινα κτίσματα του 19ου αιώνα, κοινοτικά ή εκκλησιαστικά, ιδιωτικά ή στρατιωτικά. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, λοιπόν, αυτή η γενικευμένη χρήση του τόξου στις πέτρινες κατασκευές του 19ου αιώνα, πέραν από την στατική ή αρχιτεκτονική διάσταση στην πρόσληψη ή την αντίληψή τους, παραπέμπει, ιδιαζόντως, σε σημαντικές πληροφορίες για τις ίδιες τις κατασκευές, για τους κτήτορές τους ή για τους μαστόρους τους, έχοντας αφομοιώσει και μεταμορφώσει, υπό την έννοια της μεταφοράς, στοιχεία της γεωγραφίας, της κοινωνίας, της οικονομίας, της θρησκείας, της πολιτικής και του πολιτισμού της εποχής τους.
Αλλά, θα συμφωνήσουμε όλοι, πως κάθε πρόσληψη, όποια κι αν είναι αυτή, υποδηλώνει και μία ξεχωριστή προσέγγιση κι αυτή, με τη σειρά της, μία διαφορετική διερεύνηση ή, με καλύτερους όρους, μία διαφορετική ανάγνωση του πέτρινου κτίσματος, στο σύνολό του, ή, επί μέρους, του τόξου και του θόλου. Αφού, επομένως, κάθε ξεχωριστή προσέγγιση είναι και μία διαφορετική ανάγνωση, τότε κάθε ανάγνωση, όσο κι αν την θέλουμε γενική και αντικειμενική, όχι μόνο διαφοροποιεί, σε μεγάλο βαθμό, την συνήθη ή πρόχειρη ή επιφανειακή πρόσληψη της πέτρινης κατασκευής του 19ου αιώνα, αλλά και συμβάλλει, κατά την άποψή μας, πρωτίστως, στην άρση της οποιαδήποτε ιδεοληψίας, κι ακολούθως, στην βαθύτερη γνώση της, την οικειοποίησή της, και, σε τελικό στάδιο, την μερική ή συνολική αισθητική απόλαυσή της.
Μολαταύτα, για να διαφοροποιηθεί η συνήθης πρόσληψη της πέτρινης κατασκευής του 19ου αιώνα, χρειάζεται, επιπροσθέτως, να συγκροτηθεί η διαφορετική προσέγγιση, αναζήτηση, διερεύνηση ή ανάγνωσή της. Ως προς αυτό, πέραν από την επιστήμη της στατικής, της αρχιτεκτονικής τέχνης, της λαογραφίας κι άλλων επιστημών, η ανθρωπογεωγραφία έρχεται, με τρόπον ιδιάζοντα και αξιοθαύμαστο, να συγκρότηση, όχι μία, αλλά πολλές και διαφορετικές αναζητήσεις, διερευνήσεις, προσεγγίσεις ή αναγνώσεις. Κι αυτό, βεβαίως, γιατί, η επιστήμη της ανθρωπογεωγραφίας μελετά, εξ αντικειμένου, σχέσεις, τις οποίες ο άνθρωπος δημιουργεί, αναπτύσσει, καθιερώνει, διατηρεί, επεκτείνει, εξαπλώνει ή καταργεί μέσα στα όρια του γεωγραφικού ή φυσικού περίγυρού του, δηλαδή, με την ευρύτερη έννοια του εν λόγω όρου, του περιβάλλοντός του.
Η προσέγγιση, διερεύνηση, αναζήτηση ή ανάγνωση της πέτρινης κατασκευής του 19ου αιώνα και, ειδικότερα, του πέτρινου γεφυριού της ιδίας εποχής, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω, αλλάζει, τελείως, από την εισαγωγή και μόνο σ΄ αυτή της γεωγραφικής έννοιας ή διάστασης ή πλευράς ή άποψης. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, επόμενο είναι, η πρόσληψη της πέτρινης κατασκευής ή του πέτρινου γεφυριού να διαφοροποιείται, χωρίς, μολαταύτα, να παρακάμπτεται η στατική ή αρχιτεκτονική πλευρά του. Με άλλα λόγια, η εισαγωγή του φυσικού ή γεωγραφικού χώρου στην προσέγγιση, αναζήτηση, διερεύνηση ή ανάγνωση του πέτρινου γεφυριού και, εν γένει, του λίθινου οικοδομήματος του 19ου αιώνα, παραπέμπει, εκ της σχέσεως και μόνο του ανθρώπου με τον φυσικό χώρο, έννοιες της οικολογίας και του περιβάλλοντος ή του περίγυρού του, με την ευρύτερη έννοια του όρου, βεβαίως, αγγίζοντας, τοιουτοτρόπως, ουσιώδη θέματα της ανάπτυξης περιβαλλοντικής συνείδησης. Ως προς τούτο, μάλιστα, θα προσθέταμε, συνοπτικώς, πως η εισαγωγή, είτε κατά μόνας είτε σε συνδυασμό, της κοινωνικής, της οικονομικής, της θρησκευτικής, της πολιτικής ή της πολιτισμικής γεωγραφίας, στην προσέγγιση, αναζήτηση, διερεύνηση ή ανάγνωση της πέτρινης κατασκευής του 19ου αι., όχι μόνον αποκαλύπτει, αλλά και αναδεικνύει, με μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο, ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες οικολογικές και περιβαλλοντικές πλευρές της.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπον, επί παραδείγματι, η γεωγραφική θέση της πέτρινης κατασκευής του 19ου αι., εν γένει, και του πέτρινου γεφυριού, εν μέρει, αποτελεί μία από τις πρώτες οικολογικές ή περιβαλλοντικές πλευρές διερεύνησής τους. Όχι, ασφαλώς, γιατί δεν μας ενδιαφέρει, από στατικής πλευράς, η θέση, στην οποία έχει κατασκευαστεί το κτήριο ή το πέτρινο γεφύρι, αλλά γιατί στοχεύουμε σε έννοιες και ιδέες, οι οποίες σχετίζονται με τον συγχρονικό, και όχι μόνον, κοινωνικό, οικονομικό, θρησκευτικό, πολιτικό και πολιτισμικό περίγυρό τους. Μεθοδολογικά, λοιπόν, εισάγοντας την γεωγραφία στην προσέγγιση, διερεύνηση, αναζήτηση ή ανάγνωση του πέτρινου γεφυριού, διαπιστώνουμε, πως το μέγεθος του, λόγου χάριν, συνδυαζόμενο με τη θέση του επί του ποταμού, αποκαλύπτει, μεταξύ των άλλων, την σημασία, τόσο τη δική του όσο και του οδικού δικτύου, στο οποίο ανήκει. Ακόμη, αν κοντά του υπάρχει, ας πούμε, ένας υδρόμυλος ή τα ερείπιά του, επιβεβαιώνεται και η σχέση του, όχι μόνο με την τοπική παραγωγή, αλλά και με τα χωριά της ευρύτερης περιοχής. Κατά περίπτωση, επίσης, η ύπαρξη ενός εικονίσματος σε μία ή και στις δύο από τις προσβάσεις του, επαληθεύει τη σχέση του με την θρησκεία ή τα μεταφυσικά πιστεύω του τόπου.
Η ανωτέρω συνθήκη των πραγμάτων απαιτεί, συνεπώς, ένα γεωγραφικό και χρονικό προσδιορισμό της πέτρινης κατασκευής, πράγμα, που είναι αναγκαίο και απαραίτητο, πέραν της ιστορικής, και στην οικολογική ή περιβαλλοντική προσέγγισή της. Είναι προφανές, πως, μ΄ αυτόν τον τρόπον, αίρονται, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τυχόν, παρανοήσεις, παρεξηγήσεις, προκαταλήψεις ή ιδεοληψίες, σκόπιμες και μη, επιστημονικές και μη, πρόχειρες και μη, ή, ακόμη, αφελείς και μη. Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Η συνηθέστερη απ΄ αυτές είναι η κυκλική ή οξυκόρυφη μορφή του τόξου, αναφερόμενη ως ανατολική επιρροή, ίσως, γιατί, πολλοί από εμάς έχουν αυτήν την εντύπωση ή, γιατί, οι περισσότερες από τις διασωζόμενες πέτρινες κατασκευές χρονολογούνται στην μακρά περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Παρά ταύτα, είτε τα παρά πάνω αληθεύουν είτε όχι, μία απλή χρονολόγηση της πέτρινης κατασκευής δεν αρκεί για την βαθύτερη ανάγνωσή της. Αντιθέτως, εάν η χρονολόγηση συνδυάζεται με γεωγραφικά και άλλα στοιχεία, αναδεικνύει τις πιο κρυφές πτυχές της οικολογίας της, του φυσικού περιβάλλοντός της ή του ευρύτερου γεωγραφικού και μη περίγυρού της.
Η χρήση του τόξου στις πέτρινες κατασκευές φαίνεται, από τα διασωθέντα κτίσματα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, πως αναπτύσσεται και εξαπλώνεται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι κατασκευάζουν στις κατακτημένες χώρες μεγάλα οδικά έργα, υδραγωγεία, θέατρα και, γενικότερα, παραγωγικές και μη υποδομές. Η Ρωμαϊκή Εγνατία οδός, παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε, κάτω από τις παρά πάνω συνθήκες, να θεωρηθεί ο γεωγραφικός άξονας, στα νότια του οποίου εξαπλώνεται η χρήση του τόξου στις πέτρινες κατασκευές. Δεν είναι, ασφαλώς, τυχαίο, που τα μαστοροχώρια της Μακεδονίας και της Ηπείρου ευρίσκονται στα νότια της Ρωμαϊκής Εγνατίας οδού. Εξ άλλου, η γεωγραφική και μόνο θέση τους υποδηλώνει, τουλάχιστον, τη συνέχεια μίας τοπικής τέχνης της πέτρας, η οποία, εξ αυτού του λόγου και μόνον, έχει, πιθανότατα, τις ρίζες της στην ρωμαϊκή εποχή, και, η οποία αναπτύσσεται και εξελίσσεται, σε μία μακρά διάρκεια του χρόνου, παίρνοντας την τελική έκφρασή της στον 19ο αιώνα.
Το τόξο εμφανίζεται συχνότερα στις διώροφες πέτρινες κατασκευές του 19ου αιώνα. Τούτο συμβαίνει, βεβαίως, επειδή τα φορτία από τη στέγη και τους τοίχους τους είναι πολύ μεγαλύτερα απ΄ ότι σ΄ ένα ισόγειο κτίσμα, στο οποίο μπορεί ξύλινες οριζόντιες δοκοί, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ούτως ή άλλως, όμως, μία και μόνο απλή ματιά στο κτίσμα αρκεί, για να εντοπιστεί το τόξο και η θέση του στην οικοδομή. Το υπόγειο, επίσης, είναι ένα τμήμα της πέτρινης οικοδομής, στο οποίο απαντάται συχνότερα το τόξο ή ο θόλος. Οι λόγοι δεν είναι μόνο στατικοί, αλλά το επιβάλλουν κι άλλες ανάγκες, όπως, επί παραδείγματι, η απόκτηση μίας μεγαλύτερης επιφάνειας ή επικοινωνία ανάμεσα σε δύο, τρεις ή και περισσότερους χώρους.
Όλες οι παρά πάνω προαναφερθείσες περιπτώσεις χρήσεως του τόξου ή του θόλου, εμπεριέχουν, πέραν από την κατασκευή τους, διαφορετικές έννοιες ή ιδέες, συγχρονικές στην εποχή τους. Το προστώο ή στοά ή χαγιάτι σε εκκλησιαστικά, ιδιωτικά, κοινοτικά και στρατιωτικά κτήρια αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πέτρινης κατασκευής, τις περισσότερες φορές τοξωτής, η οποία κρυπτογραφεί και, ταυτοχρόνως, αποκρυπτογραφεί έννοιες και ιδέες της θρησκευτικής, οικονομικής, κοινωνικής, εκπαιδευτικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής του τόπου. Από τα χρόνια του Πύρρου, στο θέατρο και το Βουλευτήριο της Δωδώνης, μέχρις των ημερών μας, σε προστώα θρησκευτικών ή δημόσιων κτηρίων, πραγματοποιούνται θρησκευτικές και, συγχρόνως, κοινωνικές τελετές, όπως αυτές του γάμου, της βάπτισης, της κηδείας κτλ. Σ΄ αυτόν τον χώρο, επίσης, διοργανώνονται εμποροπανηγύρεις ή γιορτές με οικονομικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό περιεχόμενο, αγορές από πλανόδιους εμπόρους, εκπαιδευτικά προγράμματα επί των ημερών μας, αλλά και σχολικά μαθήματα παλιότερα, πολιτικές και μη συζητήσεις, αλλά και εκλογές, όχι πολύ μακριά από την εποχή μας.
Κατά γενικό κανόνα, κάθε πέτρινη κατασκευή του 19ου αιώνα είναι κι ένας Τόπος του γεωγραφικού ή φυσικού χώρου. Η θέση της υποδηλώνει την συγχρονική οργάνωση και λειτουργία της παραγωγής και της κοινωνίας. Η χρήση της υποδεικνύει δομές και θεσμούς τοπικής σημασίας και όχι μόνον. Η σύνδεσή της με όμοιές της, αναδεικνύει δρόμους, υλικούς και πνευματικούς, μετακινήσεις ανθρώπων, υλικών και πνευματικών αγαθών, πέρασμα στρατευμάτων, ιδεών, συνηθειών και επιρροών. Η μεταφορά της στο γραπτό λόγο, σχεδιάζει στον γεωγραφικό ή φυσικό χώρο και αναπαριστά, με γλαφυρό τρόπο, στο νου του κάθε ενδιαφερομένου, τόπους κοινωνικής συμπεριφοράς, πολιτισμικής μέθεξης και θρησκευτικής εμπειρίας.
Κλείνοντας, θα λέγαμε, συνοπτικώς, πως, κάθε κατασκευή, κάθε εποχής, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι αυτή, κατεστραμμένη, ερειπωμένη ή διατηρημένη, δεν αναφέρεται παρά στη σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό περίγυρό του, δηλαδή, την γεωγραφία του, και, με τον χρόνο, δηλαδή, την ιστορία του. Ίσως, μάλιστα, αυτός να είναι κι ένας από τους λόγους, εξ αιτίας του οποίου η ιστορία και η γεωγραφία βαδίζουν μαζί, η μία δίπλα στην άλλη. Όπως και να έχουν τα πράγματα, όμως, οι κατασκευές, εν γένει, και, επί του προκειμένου, οι πέτρινες και τα πέτρινα γεφύρια, αποτελούν σημάδια, ορατά και αόρατα, υλικά και πνευματικά, του ανθρώπου, του χώρου και της ιστορίας. Η διατήρησή τους δεν σημαίνει, απλώς, ανάδειξη και προβολή του συγχρονικού τους, αλλά και το εύρος του δικού μας πολιτισμού. Αν, βεβαίως, θέλουμε, ειλικρινώς, να είμαστε μία κοινωνία με τόπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου