ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
(Γεφύρι της Πλάκας 1866-2015)
Του Μάνθου Σκαργιώτη (πίνακας: Γιάννη Κουτσοκώστα)
Α
|
ν ήξερα την τελευταία φορά που σε είδα, δεν θα `μουν ένας
απλός περιπατητής. Δεν θα γύριζα τα μάτια μου στο αγρίμι που σερνόταν βιαστικά
κάτω απ’ την περηφάνια σου. Ούτε θα σάστιζα με τις μεγάλες βουτιές που έκαναν
τα γύρω βουνά στους κόρφους της ακροποταμιάς. Αν ήξερα την τελευταία φορά, δεν
θα με μάγευαν οι κουτσοπιές που κατηφόριζαν απ’ τα μονοπάτια και τα λαγκάδια –
σαν τις παλιές κοπέλες – κι έπαιρναν νερό για να ξανανθίσουν την άλλη άνοιξη.
Δεν θα μελαγχολούσα με τα χέρσα χωράφια, τα ρημαγμένα σπίτια και τους γκρεμούς
που σε συντρόφευαν. Όχι, δεν θα στεκόμουν ν’ ακούσω τον ρυθμό και τις
ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες σου, δεν θα συλλάβιζα τα ζύγια σου, τα τόξα σου και
τα μεράκια της πέτρας. Και διόλου δεν θα μ’ ένοιαζε η χειραψία των αντικριστών
λόφων. Όχι, όχι, δεν θα καμάρωνα την καμάρα σου, καμάρι μας, και τη χυτή
ομορφιά σου.
Αν ήξερα.
Αν ήξερα την τελευταία φορά που σε είδα, θα ξέκοβα απ’ τον ίσκιο μου και θα γινόμουν άλλος. Θα `μουνα το ξυπόλυτο λιανόπαιδο του `60 που ζυγιαζόταν σαν αετός στο πιο ψηλό λιθάρι σου. Ο δρομοκόπος με το ραβδί και τον τορβά, ο λιγοζώητος αγωγιάτης. Ναι, εγώ ο προβατάρης με τα διαβατάρικα των Τζουμέρκων, ο ταξιδιώτης με το διπλωμένο στρώμα στην πλάτη, το άστρο που σου `γνεφε τις νύχτες. Κι απ’ το ταβάνι του Θεού θα κατέβαινα την ιστορία σου, σκαλί το σκαλί, χρόνο το χρόνο. Εδώ τα φυσεκλίκια του Άρη και του Ζέρβα, εκεί οι ντροπιασμένοι δυναμίτες των Γερμανών, ο ρόγχος του σκοτωμένου παραπέρα, το άγριο βλέμμα του τελώνη πίσω απ’ τον πάγκο. Κι ολοένα θα κατέβαινα. 1913, 1881. Πρωτοβρόχια του 1866. Σαν τον ευλαβικό προσκυνητή θα γονάτιζα, κείνη τη φθινοπωρινή μέρα, μπροστά στο μπουλούκι των κουδαραίων και θα φιλούσα το χέρι του πρωτομάστορα. Ακροπατώντας θα `φτανα κι ως τα υγρά θεμέλια ν’ αγγίξω το μέτωπο της μονολιθιώτισσας γυναίκας που αγκάλιαζε πέντε γενιές τα πόδια σου.
Καληνύχτα, Ιφιγένεια. Καληνύχτα!
Κι όταν θα επέστρεφα στο σώμα μου, θα `στηνα αυτί στο ιερό καμαρολίθι σου ν’ ακούσω τη φωνή σου. Ξέρω πως θα `χες τόσα να μου πεις. Όσα θα `λεγε ένας ήμερος γίγαντας που δεν έμαθε να ζητάει τίποτα ποτέ. Ή ένας γέρος που τον εγκατέλειψαν τα παιδιά του κι αυτός τρέμει μην τα κακολογήσει ο κόσμος.
Πέτρα βουβή κι αέρινη!
Αν ήξερα την τελευταία φορά, θα πήγαινα στην Παναγία της γειτονιάς σου και θα της έλεγα να `χει το νου της. Κι ύστερα, θα γινόμουν εφιάλτης στον ύπνο των αρμοδίων.
Αν ήξερα.
Αν ήξερα την τελευταία φορά που σε είδα, θα ξέκοβα απ’ τον ίσκιο μου και θα γινόμουν άλλος. Θα `μουνα το ξυπόλυτο λιανόπαιδο του `60 που ζυγιαζόταν σαν αετός στο πιο ψηλό λιθάρι σου. Ο δρομοκόπος με το ραβδί και τον τορβά, ο λιγοζώητος αγωγιάτης. Ναι, εγώ ο προβατάρης με τα διαβατάρικα των Τζουμέρκων, ο ταξιδιώτης με το διπλωμένο στρώμα στην πλάτη, το άστρο που σου `γνεφε τις νύχτες. Κι απ’ το ταβάνι του Θεού θα κατέβαινα την ιστορία σου, σκαλί το σκαλί, χρόνο το χρόνο. Εδώ τα φυσεκλίκια του Άρη και του Ζέρβα, εκεί οι ντροπιασμένοι δυναμίτες των Γερμανών, ο ρόγχος του σκοτωμένου παραπέρα, το άγριο βλέμμα του τελώνη πίσω απ’ τον πάγκο. Κι ολοένα θα κατέβαινα. 1913, 1881. Πρωτοβρόχια του 1866. Σαν τον ευλαβικό προσκυνητή θα γονάτιζα, κείνη τη φθινοπωρινή μέρα, μπροστά στο μπουλούκι των κουδαραίων και θα φιλούσα το χέρι του πρωτομάστορα. Ακροπατώντας θα `φτανα κι ως τα υγρά θεμέλια ν’ αγγίξω το μέτωπο της μονολιθιώτισσας γυναίκας που αγκάλιαζε πέντε γενιές τα πόδια σου.
Καληνύχτα, Ιφιγένεια. Καληνύχτα!
Κι όταν θα επέστρεφα στο σώμα μου, θα `στηνα αυτί στο ιερό καμαρολίθι σου ν’ ακούσω τη φωνή σου. Ξέρω πως θα `χες τόσα να μου πεις. Όσα θα `λεγε ένας ήμερος γίγαντας που δεν έμαθε να ζητάει τίποτα ποτέ. Ή ένας γέρος που τον εγκατέλειψαν τα παιδιά του κι αυτός τρέμει μην τα κακολογήσει ο κόσμος.
Πέτρα βουβή κι αέρινη!
Αν ήξερα την τελευταία φορά, θα πήγαινα στην Παναγία της γειτονιάς σου και θα της έλεγα να `χει το νου της. Κι ύστερα, θα γινόμουν εφιάλτης στον ύπνο των αρμοδίων.
Ζηλευτά έντιμο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή