Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

√ Γεφυρώνοντας στη Δρόπολη



Γεφυρώνοντας στη Δρόπολη
√ Τραγουδώντας και χορεύοντας “Του γιοφυριού της Άρτας”
Όψεις ζωής


Ντοκιμαντέρ (2009)
Σκηνοθεσία: Σπύρος Μαντάς
Παραγωγή: Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (ΑΓΗ)


Μ
πορεί το πέτρινο γεφύρι να μας παρέχει ανώδυνη διέλευση πάνω από έναν κατά κανόνα απρόβλεπτο ποταμό, μας δίνει όμως ταυτόχρονα τη δυνατότητα -κι αυτό είναι το σπουδαιότερο- να γνωρίσουμε απέναντι όχθες, να βιώσουμε εμπειρίες πέρα του συνηθισμένου, να γίνουμε ταξιδιώτες νέων τόπων αλλά και συναισθημάτων. Εμπεριέχουν και τούτη την παράμετρο οι συμβολισμοί που το φορτίζουν...

Με το βίντεο «Γεφυρώνοντας τη Δρόπολη», θα βρεθούμε στο Σελλειό, ένα χωριό ακριβώς στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Και θα ακούσουμε από τις γυναίκες του να αποδίδουν πολυφωνικά -στην παμπάλαιη ανημίτονη πεντατονική κλίμακα- την τοπική εκδοχή “του γιοφυριού της Άρτας”.
Ο λεγόμενος παρτής εισάγει κάθε φορά τον πρώτο μισό στίχο και απαντούν, ολοκληρώνοντάς τον, όλες οι άλλες γυναίκες -με ιδιόμορφους λαρυγγισμούς ο γυριστής, συλλαβικά και χωρίς μουσική καμπύλη οι ισοκράτες.
Το τραγούδι, όπως θα δείτε και θα ακούσετε -τελετή στην πραγματικότητα-, θυμίζει περισσότερο χορικό αρχαίας τραγωδίας, με τον κορυφαίο να προλογίζει και το χορό που ακολουθεί να ολοκληρώνει πειστικά το μουσικοποιητικό θέμα.
Αλλά τελικά, ο λιτός, ο δωρικός τρόπος που τούτο αποδίδεται -αυτό καθ’ εαυτό γεγονός- στέκεται και αφορμή να αναδυθούν πολύτιμες μνήμες απ’ την αλλοτινή ζωή της Πάνω Δρόπολης -είναι η ωφέλειά μας σε δεύτερο επίπεδο. Η τελευταία, η Δρόπολη ή Δερόπολη, είχε ανέκαθεν ιδιαίτερη ταυτότητα …
 Σπύρος Μαντάς


Τραγουδούν και χορεύουν:

Παρτής:       Ελευθερία Ζήκου
Γυριστής:    Σοφία Ζάχου
Ισοκράτες:  Κατίνα Ρούντζιου, Βασιλική Ζώκου, Βασιλική Μπιτσούνη,
                     Αναστασία Κάλλη, Περσεφόνη Γιάννου, Ελευθερία Ζουμά
                     Ελευθερία Γκρίνια



Ω, σαρα- μωρέ, σαρανταπέντε μάστοροι…
Σαρανταπέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
-κι εξήντα μαθητάδες
(ν)επάνε για να χτίσουνε της Άρτας το γιοφύρι.
(Ν)ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόνταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαίν’ οι μαθητάδες.
Πουλάκι πάησε κι έκατσε στην άκρη στο ποτάμι,
δεν κελαϊδούσε σαν πουλί ούτε σαν χελιδόνι,
μόν’ κελαηδούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα:
«Αν δε στεριώσετε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει,
να μη στεριώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα».
Τ’ άκουσε ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει
και πάησε και της έστειλε με το πουλί τ’ αηδόνι:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να ’ρθεις το γιόμα».
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς πάει και της είπε:
«Αργά ντύσου, αργά άλλαξε, αργά να πας το γιόμα,
αργά να ’ρθεις και να διαβείς της Άρτας το ποτάμι».
Νάτηνε και ’ξεφάνηκε απ’ τη μεγάλη στράτα,
την είδε ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
- Γεια σας χαρά σας μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες,
τι έπαθε ο πρωτομάστορας και στέκει μαραμένος;
- Το δαχτυλίδι τού ’πεσε μεσ’ τη δεξιά καμάρα
και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει το δαχτυλίδι να ’βρει;
- Καλέ μου μη μου θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
εγώ θα μπω κ’ εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να ’βρω.
Χρυσή αλυσίδα ζώθηκε και στη καμάρα μπαίνει.
Ένας παίρνει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
- Πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γιοφύρι,
πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες.
- Κόρη μ’ το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
τι έεις αδερφό στη ξενιτιά μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:
- Πως τρέμουν τ’ άγρια βουνά να τρέμει το γιοφύρι,
αν πέφτουν τ’ άγρια τα πουλιά να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω μονάκριβο αδερφό μη λάχει και περάσει.
Τρεις αδερφούλες ήμασταν και οι τρεις κακογραμμένες,
η μια έχτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.





ΒΙΝΤΕΟ: ΓΕΦΥΡΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΔΡΟΠΟΛΗ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΤΑΣ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΑΡΧΕΙΟ ΓΕΦΥΡΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ
 (Σάββατο, 11 Οκτωβρίου 2009)


Πίνακες-σχέδια-γλυπτά:
Γιάννης Βαγενάς
Γιάννης Μήτρακας
Θόδωρος Παπαγιάννης
Γιάννης Στούμπος
Τάσσος
G.D. Beresford
Agim Nebiu
Vl. Noskov-Nelubov
Φωτογραφίες:
Κων/νος Κουλίδας
Αλέξ. Λαμπρίδης
Σπύρος Μαντάς
Αντρέας Ρούντζιος
Άγγελος Σινάνης
Μουσική συνοδεία:
Χρήστος Χαλυγιάννης (κλαρίνο)
Νίκος Οικονόμου (βιολί)
Δημήτρης Χαληγιάννης (κιθάρα)
Γιάννης Χαληγιάννης (ακορντεόν)
Παρασκευάς Χαληγιάννης (ντέφι)
 


Η
 Δρόπολη, αλλιώς Δερόπολη ή και Δρυϊνούπολη, είναι η πρώτη περιοχή που συναντάει κανείς σήμερα μπαίνοντας στην Αλβανία από την Κακαβιά. Πρόκειται για το νότιο τμήμα μιας στενόμακρης κοιλάδας, που εκτείνεται απ’ τα υψώματα της Στουγάρας -στα ελληνοαλβανικά σύνορα- μέχρι κοντά το Τεπελένι. Το Αργυρόκαστρο, στο μέσο περίπου αυτής της κοιλάδας, σηματοδοτεί το προς βορρά όριο της Δρόπολης.

   Δεξιά -στα βορειοανατολικά- υψώνεται, χωρίζοντας την περιοχή απ’ το Πωγώνι, το βουνό Μπουρέτο (1762). Αριστερά -στα νοτιοδυτικά- είναι τα βουνά της Στουγάρας (1770) και στη συνέχεια η οροσειρά Πλατυβούνι (1162) που την αποκόβουν απ’ τα μέρη του Δέλβινου. Ο μεταξύ τους χώρος, της ...Δερόπολης ο κάμπος, διαρρέεται από τον Δρίνο.
   Ο Δρίνος -για μερικούς ο αρχαίος Κέλυδνος- πηγάζει μέσα στην Ελλάδα, προκύπτοντας απ’ τη συμβολή του Κουβαρά της Πωγωνιανής με τον Γυφτοπόταμο της λεγόμενης Παλιολάκκας ή Λάκκας του Μουχτάρ (νοτιότερο Πωγώνι). Μέσα στη Δρόπολη ενισχύεται από τον Ξεριά, που κατεβαίνει απ’ την ορεινή Σωτήρα, τον Ξεροπόταμο, που κυλώντας παράλληλα συμβάλλει κοντά στη Δερβιτσάνη, και τον Σωχακό, ποτάμι αυτό του Βόρειου Πωγωνίου. Συνεχίζοντας πέρα απ’ το Αργυρόκαστρο, τελικά πέφτει στον μεγάλο Αώο.
    Όλα σχεδόν εδώ τα χωριά ήταν -και είναι- ελληνικά. Με πέτρινα σπίτια και παμπάλαια μοναστήρια, στέκουν δεξιά κι αριστερά του ποταμού, στις παρυφές των γυμνών οροσειρών. Συγκροτούν την Πάνω -στο νότο- και την Κάτω -στο βορρά- Δρόπολη, γεωγραφική απλά διαίρεση, αφού πολιτισμικά -γλώσσα, ήθη κι έθιμα, μουσική, ενδυμασίες- ο χώρος ανέκαθεν παρουσιαζόταν ενιαίος. Τμήμα της Κάτω Δρόπολης συνιστά κι η λεγόμενη Μαύρη Ρίζα, πέντε χωριά στους πρόποδες του Μπουρέτο.

   Ξεκινώντας απ’ τα ορεινά της Στουγάρας, συναντάει κανείς, στη νοτιοδυτική πλευρά, κατά σειρά, τα εξής χωριά: Σωτήρα, Κοσοβίτσα, Λόγγο, Κακογοραντζή, Σελιό, Λουβίνα, Κλεισάρι, Πέπελη, Βοδίνου, Κατούνα, Αϊ-Νικόλα, Κακαβιά, Κρα, Μπόντριστα, Μπουλιαράτες, Ζερβάτες, Γεωργουτσάτες, Γράψη, Λιούγκαρη, Φράστανη, Γορίτσα, Τεριαχάτες, Σωφράτικα, Δούβιανη, Χάσκοβο, Βάνιστα, Καλογοραντζή, Δερβιτσάνη, Λαζαράτες. Απέναντι, πέρα απ’ το Δρίνο, βρίσκονται τα χωριά Ροντάτες, Κάτω και Πάνω Επισκοπή, Γλύνα, Βλαχογοραντζή, Νεμπράβιστα και Λιμπόχοβο. Να πούμε πως όλα τους ήταν, και είναι, προσανατολισμένα προς το …Κάστρο -το Αργυρόκαστρο- διοικητικό και οικονομικό πάντα κέντρο της Δρόπολης. 
   Ο χώρος -το αποδεικνύουν πάμπολλα αρχαιολογικά ευρήματα- πρέπει να κατοικήθηκε από πολύ παλιά. Και μόνο ονόματα όπως Αντιγόνεια, Ιουστιανούπολη, Αδριανούπολη, τον φορτίζουν ιστορικά, υποψιάζοντας για την πορεία του στο χρόνο. Γεωργοί του κάμπου κατά κανόνα οι Δροπολίτες -αλλά και ξενιτεμένοι έμποροι όταν χρειάστηκε στην Πόλη και τη Βλαχιά- πάλεψαν σκληρά μέσα στους αιώνες για να επιβιώσουν, ιδιαίτερα στην Τουρκοκρατία. Η μεγαλύτερή τους όμως προσφορά, ανδρών και γυναικών, λογίζεται σήμερα η αντίσταση που προέταξαν στα δύσκολα χρόνια των εξισλαμισμών. Στο τραγούδι που ακολουθεί, ύμνος του τόπου, προβάλλει η μεγάλη διαφορά απ’ τα γειτονικά μέρη που υπέκυψαν. 

Μωρ’ Δεροπολίτισσα -μωρ’ καημένη,
μωρ’ Δεροπολίτισσα -ζηλεμένη,
βάλ’ το φέσι σου στραβά
σίντα πας στην εκκλησιά
με λαμπάδες με κεριά
και με μοσχοθυμιατά.
Για προσκύνα και για μας -μωρ’ καημένη,
για τ’ εμάς τους χριστιανούς -ζηλεμένη,
τι μας πλάκωσ’ η Τουρκιά
και μας πάνε στα τζαμιά
και μας σφάζουν σαν τ’ αρνιά,
σαν τ’ αρνιά την Πασχαλιά,
τα κατσίκια τ’ Αϊ-Γιωργιού.

   Τη Δρόπολη, εκτός απ’ τον Δρίνο, διέσχιζε κατά μήκος, πάντα, κι ένας πολυσύχναστος δρόμος που απ’ τα Γιάννενα οδηγούσε βόρεια. Το γεγονός, όπως συνέβαινε τότε, πρέπει να θεωρηθεί ταυτόχρονα και συν για την περιοχή -την κρατούσε πάντα μέσα στις εξελίξεις, τα γεγονότα- αλλά και πλην -υπέφερε τα πάνδεινα απ’ τις επιδρομές των κάθε είδους ατάκτων!  Να πούμε πως στο ντερβένι αυτό έβγαιναν δύο μικρότεροι μεν, αλλά μ’ αρκετή κίνηση δρόμοι. Ο ένας ερχόταν απ’ τα δυτικά, απ’ τα χωριά του Δέλβινου, κατηφορίζοντας μετά τη Μουζίνα προς τους Γεωργουτσάτες, όπου και χάνι∙ ο άλλος, διασχίζοντας  τα στενά της Σούχας -κι εκεί χάνι- επικοινωνούσε με το Βόρειο Πωγώνι αλλά και τη Ζαγοριά. Χάνια λειτουργούσαν ακόμη στην Κολορτζή, στη Δερβιτσάνη, στην Επισκοπή, στην Κακαβιά και κοντά στο Αργυρόκαστρο τα χάνια Στουπέζι, Τεπελένι και Κλεισούρα.


Τ
ο Σελλειό βρίσκεται στην Πάνω Δρόπολη, αθέατο από παντού, αφού το περιτριγυρίζουν ψηλά και άγρια βουνά με αρκετές φωλιές αετών. Παλιά, μαζί με το γειτονικό Κλεισάρι αποτελούσαν μια κοινότητα, με κοινές εκτάσεις, δάση, νερά, βοσκότοπους και  βακούφικο υδρόμυλο.
Και τα δύο χωριά αποτέλεσαν τσιφλίκι Αργυροκαστρίτη μπέη και υπήρξαν από τα πρώτα που εξαγοράστηκαν από τους κατοίκους τους έναντι 7.000 χρυσών τούρκικων λιρών. Το γεγονός βέβαια από τους άλλους μπέηδες θεωρήθηκε κακό σημάδι -κακή αρχή για τις ιδιοκτησίες τους- και αντιμετωπίστηκε εχθρικά.

Στο Σελλειό, όπως και στο Κλεισάρι, όλα τα σπίτια ήταν και είναι πέτρινα, σαν κάστρα. Μπορούσαν  έτσι οι κάτοικοί τους, στους δύσκολους καιρούς, να αντιμετωπίζουν τις ληστρικές επιδρομές των Λιάμπηδων πλιατσικολόγων, αλλά και των ζωοκλεπτών.
Αρκετοί Σελλειώτες -και Κλεισαρίτες- ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολοι όπου, σαν έμποροι, έκαναν μικρές ή μεγαλύτερες περιουσίες. Ένας από αυτούς, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, κάποια στιγμή έγινε δάσκαλος και στη συνέχεια πολύ καλός γιατρός -Μιχάλη Σελλειώτη τον αποκαλούσαν στο Αργυρόκαστρο όπου πρόσφερε τις υπηρεσίες του. 

 Αλλά οι περισσότεροι  κάτοικοι που έμεναν μόνιμα στο χωριό δραστηριοποιούνταν με επιτυχία στην παραγωγή καπνού. Κοντά στο ξωκκλήσι του Ά-Γιώργη λειτουργούσαν τα λεγόμενα ταμπακαριά, όπου επεξεργάζονταν το φημισμένο ταμπάκο της Δρόπολης -οι ίδιοι, με καραβάνια μουλαριών και αλόγων, τον μετέφεραν στην Πόλη, στη Ρουμανία και στη Ρωσία. Εκεί είχαν και τα βυρσοδεψεία τους, για την κατεργασία με βελανίδι των δερμάτων (τελατίνι), τα μαντάνια (νεροτριβιά) για τα δίμιτα, βελέντζες, τσέργες και σαΐσματα.
Οι Σελλειώτες ήταν ιδιαίτερα εύθυμοι και γλεντζέδες, γι’ αυτό και τα μικρά ή μεγάλα πανηγύρια τους αποτελούσαν γεγονός για όλη την Δρόπολη. Ιδιαίτερη τέτοια γιορτή, με ατέλειωτους χορούς, τραγούδια και πλούσιο κοινό τραπέζι, έκαναν κάθε 27 Ιουλίου στην εκκλησία του Αγίου Πεντελεήμονα. Έρχονταν τότε από όλα τα γειτονικά χωριά, επίσημοι από το Αργυρόκαστρο και το Λιμπόχοβο και αρκετές φορές αρματωμένος ο Θύμιο Λώλης.
Σήμερα το Σελλειό, πληγωμένο από τις τόσες περιπέτειες που σημάδεψαν τον τόπο, έμεινε με ελάχιστους κατοίκους -κατοικείται σχεδόν μόνο το καλοκαίρι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου