Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

1 ταξίδι - 4 γεφύρια

Αλβανία
1 ΤΑΞΙΔΙ - 4 ΓΕΦΥΡΙΑ





Σύνορα...
Στων αιώνων τις σούμες,
σημαίες κυματίζουν με θυμό.
Στης δόξας τη λαγνεία με τρομάζουνε...
Σε πρακτορείο καταφεύγω
παραγγέλνοντας έναν Αύγουστο ζεστό.
Φύσει δειλός,
αλλεργικός στο λιβάνι και τα ζήτω,
με αυτοσχέδιες συνταγές συνωμοτώ.
Μα ναι, ο "εχθρός" εκ των έσω κυριεύεται...


* * *



Ξ
ημερώσαμε στην Αυλώνα (Vlorë)...
Δεν είχε ακόμη βγει ο ήλιος να διαλύσει την ομίχλη που θόλωνε τη θάλασσα πίσω από τους φοίνικες και ξεκινήσαμε… Είμαστε τέσσερις: ο Σπύρος, ο Anesti, ο Edmond, κι εγώ…
Προορισμός μας η κάτω Λιαμπουργιά ή Τσιμοκθίνα, περιοχή νότια της πόλης. Η Σουσίτσα, ο ποταμός Πολυανθής των Αρχαίων, διαρρέοντάς την κατά μήκος, όταν τελικά εκβάλλει στον Αώο (Vjosa) έχει διαιρέσει τα χωριά της σε αυτά της λεγόμενης Λιάμη Βλιόρα και σε εκείνα της Λουγκάρας



Βρεθήκαμε εκεί προσπαθώντας να προσεγγίσουμε το γεφύρι της Σκακόβας (Ura e Skakovës), κάτι που δεν είχαμε κατορθώσει με δύο προηγούμενες απόπειρες. Τούτη τη φορά, όμως, με τη βοήθεια φίλου αρχαιολόγου στην Αυλώνα -μας είχε εφοδιάσει με τις συντεταγμένες του-, το ψάχναμε από νωρίς και ελπίζαμε. Τελικά βρεθήκαμε δίπλα του, κάτω από το χωριό Λαπαρδά (Lapardha), αλλά μας χώριζε η Σουσίτσα...



Άλλη λύση δεν υπήρχε. Αφήσαμε κάποια ρούχα μας στην όχθη και με τα παπούτσια στο χέρι, τις φωτογραφικές μηχανές στον αέρα, τη μετροταινία και τα σχεδιαστικά μας κρεμασμένα στο λαιμό, μπήκαμε μέσα στο ποτάμι και προσεκτικά, σέρνοντας τα πόδια, βαδίσαμε για απέναντι. Είχαμε βέβαια διαλέξει το πιο πλατύ σημείο, γιατί στα στενά το νερό, στριμωγμένο, γινόταν βαθύ και ορμητικό…



Περνώντας τη Σουσίτσα, αντικρίσαμε, επιτέλους, το γεφύρι της Σκακόβας (Ura e Skakovës). Μικρό, μονότοξο, γεφυρώνει τον ομώνυμο λάκκο, λίγο πριν εκβάλλει στο μεγάλο ποτάμι. Να πούμε πως εξυπηρέτησε παλιά την αριστερή παραποτάμια -δίπλα στη Σοιυσίτσα- διαδρομή, που χρησιμοποιούσαν τότε οι κάτοικοι τούτης της όχθης για να φτάνουν στην Αυλώνα (Vlorë).
Αρχίσαμε να το μετράμε και να το σχεδιάζουμε…



Είναι μικρό μονότοξο, ανοίγματος 3.50 μ. με ύψος καμάρας 1.78. Πάνω, στα 2.15 μ., άλλάζει όχθη ο διαδρομος διάβασης, εχοντας μήκος 6.00 και πλάτος 2.15 μ.




Τ
ο γεφύρι της Σκακόβας ήταν ένα από τα τρία γεφύρια τα λεγόμενα  του… Μπελά! Τα άλλα δύο -τα είχαμε εντοπίσει και μελετήσει πριν δύο χρόνια- είναι το γεφύρι του Σλάπ (Ura e Slapit) και το γεφύρι που φέρει ακριβώς αυτήν την ονομασία, του Μπελά (Ura e Belase). Γιατί; Γιατί λέει ο θρύλος…





 «Και τα τρία αυτά γιοφύρια, του Μπελά τα λένε. Πολλά χρόνια πριν έγινε ένας φόνος εδώ, σκότωσαν κάποιον στη Μαυρόβα (Mavrovë). Τότε, για να μη γίνει κανούν (βεντέτα), τρέξει πάλι αίμα, το πήραν πάνω τους οι γερόντοι του χωριού να συμφιλιώσουν τις δύο οικογένειες, να βγάλουν αυτοί απόφαση για την τιμωρία του δράστη. Του είπαν, λοιπόν, πως για ηρεμήσουν τα πνεύματα, πρέπει τούτος να χτίσει τρία γιοφύρια, τρία πέτρινα γιοφύρια κάτω απ’ το χωριό, για να πηγαίνουν όλοι τους εύκολα στη Ντρασοβίτσα, τη Πέτα και τη Βοντίτσα. Έτσι κι έγινε, δέχτηκε κείνος, δούλεψε σκληρά 9 ολόκληρα χρόνια και 9 μήνες και τα ’φτιαξε τα τρία τα γιοφύρια. Τότε μόνο πήγε ο Χάσμι,* μαζί με τους γερόντους, στο σπίτι του φονιά, αλλάξανε τα χέρια, δόθηκε συγχώριο, κι άλλο κακό δεν έγινε…».

* Ο εχθρός, αυτός που πρέπει να πάρει το αίμα πίσω για το φόνο δικού του.




Π
ήραμε τον δρόμο της επιστροφής -στην Αυλώνα είχαμε κανονίσει να κοιμηθούμε.
Ξαναπερνώντας μέσα από τη Σουσίτσα, ο Edmond άρχισε να μας διηγείται την ιστορία της Τάνας...

"Τάνα -λέει- λέγανε τη γυναίκα του μυλωνά, που εδώ, παραπάνω, διατηρούσε μύλο -έτσι λέγεται, Milona, η χαμηλότερη συνοικία της Λαπαρδά.
Αγαπημένο ζευγάρι δεν αποχωρίζονταν ποτέ, ούτε όταν είχαν δουλειά σε διαφορετικά σημεία. Ο μυλωνάς ήξερε κι έπαιζε τόσο καλά την φλογέρα του, που η Τάνα καταλάβαινε από μακριά τι της έλεγε, διάβαζε τα λόγια του.
Μια μέρα, κακιά μέρα, ληστές πήραν το κοπάδι τους, μαζί και τον μυλωνά για όμηρο. Πάνω στο βουνό σταμάτησαν να ξεκουραστούν και να φάνε. Ζήτησε τότε ο τσοπάνης μας μυλωνάς μια χάρη: να του επιτρέψουν να παίξει στη φλογέρα του ένα τραγούδι. Εκείνοι δεν του αρνήθηκαν.
Άρχισε κι αυτός ένα παρατεταμένο, λυπητερό τραγούδι, που όμως έλεγε στην Τάνα τι συνέβαινε. Εκείνη αμέσως κατάλαβε, ζήτησε βοήθεια από τους χωριανούς, ανέβηκαν στο βουνό και ελευθέρωσαν και τον άντρα της και το κοπάδι...".

Ε, το γεγονός έγινε γρήγορα τραγούδι κι ακούγεται πια σε όλη την Αλβανία, σε διάφορες παραλλαγές. Την πρωτότυπη, από τη Λαπαρδά, ακούμε εδώ...








Β
ράδυ στην Αυλώνα, κι εμείς δικαιούμαστε ενός καλού δείπνου με μπύρα φιλίας. Το απολαύσαμε σε ένα εστιατόριο πάνω στην προβλήτα που έμπαινε βαθιά στη θάλασσα. Δίπλα μας, ο κεντρικός δρόμος έσφυζε από ζωή, κάποιοι συνέχιζαν να κολυμπούν, ο Ορυκός στο βάθος του κόλπου έσβηνε και ο ήλιος, κουρασμένος κι αυτός μα ζεστός, μας άφηνε για κάποιες ώρες. Αύριο, ακόμη πιο ζεστός, (36 β. η πρόβλεψη) θα μας συνόδευε έως την Πρεμετή, τον επόμενο σταθμό του ταξιδιού μας (εκεί 25 η θερμοκρασία, λέει).





Δύο ώρες αργότερα, μεσάνυχτα πια, πήρα να διαβάζω για την παλιά Αυλώνα και την Πρεμετή.

Αυλώνα ή Βλιόρα (Vlorë), ακόμη και Βαλόνα (Valona).
Διοικητικό κέντρο στη διάρκεια της τουρκοκρατίας όχι μόνο της Λιαμπουργιάς αλλά πολύ ευρύτερης περιοχής, είναι χτισμένη στην είσοδο του κάμπου του κόλπου του Ωρικού. Παραθαλάσσια σήμερα, συνιστά σημαντικό παραθεριστικό κέντρο...



"... κείται επί παραλίας αλιτενούς, εις απόστασιν 2 χιλιομέτρων από της θαλάσσης. Επί της παραλίας υπάρχει αποβάθρα και κατερειπωμένον ενετικόν φρούριον. Έχει όψιν μάλλον πόλεως ιταλικής ή τουρκικής, καίτοι εν μέσω αυτής υψούνται 8 ή 10 μιναρέδες. Είναι εκτισμένη εις τους πρόποδας λόφων συνηρεφών εχόντων γραφικήν άποψιν. Περικυκλούται δε υπό κήπων και αμπελώνων. Κάτοικοι 6.000. Περί την πόλιν κείται ζώνη γαιών χθαμαλών, νοσερών και ελωδών εν μέρει, κατακλυζομένων υπό των βροχών. Η εκ της πόλεως ταύτης θέα είναι τερπνή"
Emile Isambert (1873).


Πρεμετή ή Περμέτι (Permët).
Η πόλη των λουλουδιών, όπως αποκαλείται σήμερα, κατηφορίζει στις παρυφές της οροσειράς Ντεμπέλι, φτάνοντας μέχρι τον ρου του Αώου (Vjosa). Σχετικά ξεκομμένη από τις άλλες πόλεις, σε μια ιδιότυπη απομόνωση, διασώζει κυρίως έναν τρόπο ζωής και νοοτροπίας που παραπέμπει σε άλλες εποχές...



« ... Πρεμέτι ναλέτη, πακ μπουκ, σιούμ ούγι.
   ... Πρεμετή αναθεμάτο, ολίγο ψωμί, νερό πολύ.
 

Είναι έδρα καϊμακάμη, καδή, μωλά και μητροπολίτου. Έχει 147 κώμας και χωρία με 38.950 ψ. εξ ημισείας χριστιανούς και μωαμεθανούς διαιρούμενοι εις ορεινούς (Δαγλή) και πεδινούς (Οβαλή). Προΐσταται η οικογένεια του Δούκα, όστις ήτο υπουργός του Αλή πασά και του Ζώτου ή Ζώτογλου, εξ ης κατάγεται ο εν Χωταχόβα γεννηθείς Αρσάκης».
Β.Δ. Ζώτος-Μολοσσός (1878).

Συνέχισα να διαβάζω. Μα ο χρόνος απομακρυνόταν περισσότερο και ο ύπνος παραφύλαγε...




Φ
τάσαμε στην Πρεμετή (Permët) αργά το απόγευμα. Για να μπούμε στην πόλη, περάσαμε τον Αώο (Vjosa) πάνω από μία σύγχρονη προσεγμένη γέφυρα. Έτσι γινόταν ανέκαθεν, μόνο που το παλιό πετρογέφυρο έδενε αρμονικά με την παλιά πόλη, της οποίας αποτελούσε σήμα κατατεθέν -σήμερα όλα άλλαξαν.


1857. Edward Lear
Το γεφύρι, το παλιό το πέτρινο, ήταν εφτάτοξο και εντυπωσιακό στην όψη! Στη διάβα των πολλών χρόνων της ζωής του υπέστη αρκετές επισκευές, διατήρησε όμως έως το τέλος την αρχική του μορφή -η οριστική καταστροφή άρχισε και ολοκληρώθηκε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα…. 
Όλα τούτα βέβαια τα είδε και τα ιστορεί ο ψηλός βράχος, με τους τόσους οπλισμένους πάνω του άνδρες, που χρόνια τώρα, δίπλα στο ποτάμι, φυλάει την πόλη -κάποτε φύλαγε και το γιοφύρι της….


1916
Έβλεπε, λοιπόν, στη βαθιά κοίτη του ποταμού, να σηκώνεται το κύριο, το βασικό τόξο, που φυσικά είχε τις μεγαλύτερες διαστάσεις -πρέπει να έπεσε οριστικά στα 1914-15. Δεξιά κι αριστερά του διαμορφώνονταν άλλα έξι, κατά πολύ μικρότερα, βοηθητικά τόξα -τα δύο έστεκαν προς τη δεξιά και τα υπόλοιπα τέσσερα προς την αριστερή όχθη. Όλα τους ήταν σχεδόν ισομεγέθη και ημικυκλικά, εκτός τα διπλανά, τα εκατέρωθεν της κεντρικής καμάρας, που, ορθογώνια με ημικυκλική επίστεψη, υψώνονταν περισσότερο -στον τύπο των ανακουφιστικών. Ένα πραγματικό ανακουφιστικό άνοιγμα υπήρχε σε κοντινό προς την πόλη μεσόβαθρο...


1931
Στο ερώτημα τώρα πότε πρωτοκατασκευάστηκε το γεφύρι της Πρεμετής, τεκμηριωμένη με γραπτά στοιχεία απάντηση δεν υπάρχει. Πρέπει λοιπόν να αρκεστούμε στα όσα ο ιστορικός Ιωάννης Λαμπρίδης μας μεταφέρει, που μπορεί να έχουν την αφέλεια παραμυθιού, είναι όμως τα μόνα που διαθέτουμε:
«η παρά την πόλιν της Πρεμετής αξιοσημείωτος γέφυρα, υφ’ ην διέρχεται ο Αώος …εκτίσθη παρ’ οθωμανίδος τινός εκ Λιμποχόβου, ης το όνομα δυστυχώς αγνοούμεν. Η γυνή αύτη, εις προσκύνησιν των παρά τοις οθωμανοίς ιερών τόπων μεταβαίνουσα, ηθέλησε να διέλθη εκ Πρεμετής, ίνα επισκεφθή αδελφήν εκείσε υπανδρευθείσαν. Παραμείνασα δε εις την αντίπεραν της Πρεμετής όχθην του ποταμού τούτου επί πολλάς ημέρας ένεκα καταπεσούσης βροχής και αυξήσεως των υδάτων, μετέβαλε σκοπόν, δαπανήσασα εις το αγαθοέργημα τούτο όλον το ποσόν, όσον είχεν ωρισμένον δια την επίσκεψιν και προσκύνησιν των ιερών εκείνων τόπων».
Ιωάννης Λαμπρίδης (1880)
  





Π
ρεμετή, 21 Αυγούστου 2018.
Πρωί-πρωί, ο Σπύρος, ο Anesti, κι εγώ, ξαναπεράσαμε τον Αώο και πήραμε να ανηφορίζουμε κατά τα βορειοανατολικά -στην περιοχή Νταγκλί. Πίσω μας η πόλη ολοένα και περισσότερο “βούλιαζε” στη βαθιά κοιλάδα. Η Κοσόβα, το χωριό του προορισμού μας, απείχε 13 χιλιόμετρα, που όμως για να τα καλύψουμε κάναμε κοντά 1.30 ώρα. Ο δρόμος, με πολλές νεροφαγιές, όλο στριφογύριζε πλαγιοκοπώντας το άγριο βουνό. Α, κι ένα ξύλινο γεφύρι, που συναντήσαμε, μας ανάγκασε να περάσουμε μέσα από το ποτάμι, που, παρά την εποχή, είχε αρκετό νερό. Το αμάξι μας τα κατάφερε…



Η Κοσόβα, όταν την πρωτοαντικρίσαμε, έδειχνε έρημη. Ωστόσο συναντήσαμε αρκετούς χωρικούς στις καθημερινές τους ασχολίες -πήγαιναν κι έρχονταν χρησιμοποιώντας πάντα μουλάρια. Αδυνατούσαμε και να φανταστούμε πόσο δύσκολη θα είναι εδώ η ζωή τους μήνες του χειμώνα.



Περπατήσαμε λίγο μέσα στους δρόμους. Πέτρινα, ψηλά σπίτια, αρκετά εγκαταλειμμένα, αλλά παντού -και στα τελευταία- μεγάλα “πιάτα” τηλεόρασης. Αταίριαστη, μα κατανοητή εικόνα, αφού συνιστούν τα “μάτια” των κατοίκων που δεν μπορούν, ίσως και δεν θέλουν, να φύγουν από εδώ.



Είναι μουσουλμάνοι; Χριστιανοί; Δεν καταλάβαμε, ούτε ρωτήσαμε∙ πάντως μια εκκλησία -επί Χότζα αποθήκη- την αντικρίσαμε μισογκρεμισμένη, αλλά με σημάδια, ακόμη και σήμερα, να την καθιστούν μνημείο.

Συνεχίσαμε να περιεργαζόμαστε τις γειτονιές του χωριού, αλλά κάποια στιγμή, μην ξεχνώντας και το σκοπό μας, ρωτήσαμε να μάθουμε πού ήταν το πέτρινο γεφύρι που μας είχε φέρει έως εδώ. Ρώτησε βέβαια ο Anesti, που, παρόλο που τόσες φορές είχε περιηγηθεί και την Κοσόβα, όπως άλλωστε όλα τα χωριά της Πρεμετής, εγκαταλειμμένα ή μη, δεν το είχε συναντήσει…





Βγήκαμε προς την κατεύθυνση που μας έδειξαν και πήραμε τον δρόμο -μονοπάτι πια- για το χωριό Ογκρένι. Εγώ, ως συνήθως, αγωνιούσα -οι οδηγίες και οι συμβουλές ποτέ δεν εξασφαλίζουν το αποτέλεσμα. Και πώς θα ήταν; Θα φωτογραφιζόταν; Τέτοια εποχή η βλάστηση οργιάζει…

Ο κυρ-Σταύρος, από τη Βλαχοψηλοτέρα (ελληνοχώρι κοντά στα σύνορα που έμεινε μέσα στην αλβανική επικράτεια), καβάλα κι αυτός στο μουλάρι του, με ίδια κατεύθυνση, μας ξάφνιασε:
- Είμαι Έλληνας εγώ, Έλληνας. Ο Χότζας με εξόρισε εδώ για να μη διαφύγω στην Ελλάδα∙ με χώρισε από την οικογένειά μου…

Όταν ηρέμησε ο κυρ-Σταύρος, πήρε να μας καθοδηγεί πώς θα φτάσουμε στο γεφύρι…
- Από εδώ θα πάτε, να. Και όλο θα κοιτάζετε δεξιά σας. Θα το δείτε…



Σαν να ήθελε να μας καθησυχάσει, καθώς απομακρυνόμαστε, μας ξαναφώναξε ο κυρ-Σταύρος…
- Εύκολο είναι, θα το βρείτε. Ούρα ε γκούρτε ε λουάδιτ, το λέμε εδώ…

Πράγματι σε λίγο, ο Anesti, που πάντα προηγείτο, φώναξε θριαμβευτικά:
- Νάτο, εδώ είναι! Και έχω περάσει τόσες φορές. Δεν το είχα δει…



Το πέτρινο γεφύρι βρίσκεται πάνω στον χείμαρρο Λουάδι (αλβ. Luádh = λιβάδι), σ’ ένα απότομο βραχοστένωμά του, αληθινό φαράγγι (αναπάντεχα εκεί κοντά του ένα ίσιωμα που ως τοπωνύμιο ονοματίζει και το ποτάμι και το γεφύρι) -αμέσως μετά ενώνεται με τον λάκκο Αχού.



Σκαλώνει κυριολεκτικά, σίγουρα ριψοκίνδυνα, σε δύο αντικριστούς βράχους. Τα καταφέρνει με ένα και μόνο τόξο, ανοίγματος 4.60 μ. -διαθέτει δυο σειρές καμαρολίθια, ενώ χαμηλά στις γενέσεις του, στο εσωράχιο, φαίνονται οι λεγόμενες σκαλότρουπες, τέσσερις στον αριθμό. Ο διάδρομος διάβασης, επίπεδος με ελαφριά κλίση, στέκει 9.00 μ. πάνω από το νερό, έχοντας 8,30 μ. μήκος και πλάτος 2.40 -δεν υπάρχουν δεξιά αριστερά προστατευτικά μέσα…

Άρχισα να το σχεδιάζω, μα οι βάσεις του, πολύ χαμηλά στο βαθύ φαράγγι, δεν διακρίνονταν. Ο Anesti, που είχε προβλέψει να φέρει και τσεκούρι, έκανε ότι μπορούσε να ανοίξει τη θέα. Αλλά ήταν τόσο σαθρή η όχθη στο σημείο, που το πράγμα παραγινόταν επικίνδυνο. Τον παροτρύναμε να μην προχωρήσει περισσότερο…
Πείσμωσε. Έφυγε κατά πίσω, βρήκε κατέβασμα στην κοίτη και βρέθηκε κάτω από το γεφύρι. Το φωτογράφησε και, -ήταν απίστευτο-, σκαρφαλώνοντας τολμηρά μα επιδέξια, ξαναβρέθηκε κοντά μας. Και οι οδηγίες του, βέβαια, αποδείχτηκαν χρησιμότατες…




Έ
φτασε η μέρα της επιστροφής...
Επιλέξαμε τούτη τη φορά να μη γυρίσουμε από την Κακαβιά, αλλά από τη Μέρτζανη -να βγούμε στην Κόνιτσα. Γιατί ένα ακόμη αχαρτογράφητο γεφύρι, κάπου κοντά στο Λεσκοβίκι, μας περίμενε. Ο Anesti επανέλαβε αρκετές φορές τις οδηγίες εντοπισμού του και μας αποχαιρέτησε στην Πρεμετή...

Μείναμε πια δύο.Ασφαλτοστρωμένος ο δρόμος, μα στενός και με πολλές στροφές, μας έφερνε όλο και νοτιότερα. Δεξιά μας, πέρα από τον Αώο, σηκωνόταν κάθετα η επιβλητική Νεμέρτσκα. Και τότε έπεσαν οι πρώτες σταγόνες…
Σε λίγο η καταιγίδα μαινόταν -κι ήταν μήνας Αύγουστος! Μειώσαμε αναγκαστικά κι άλλο την ταχύτητα και βέβαια ξεχάσαμε το γεφύρι. Στο μυαλό μου ήρθε η περιγραφή του Βασίλη Νικολαΐδη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού, που στις 9 Νοέμβρη του 1850 έκανε την ίδια διαδρομή υπό παρόμοιες συνθήκες: «…βροχή του Νώε ημάς κατέλουσε, την δε φύσει αθλίαν οδόν μας κατέκλυσεν εις βαθμόν επικίνδυνον».



 Όλα τούτα, ευτυχώς, κράτησαν έως την Τσαρσόβα όπου, ως εκ θαύματος, φτάσαμε με ήλιο! Μπορέσαμε έτσι να πάρουμε τον παλιό δρόμο για το Λεσκοβίκι, μήπως βρούμε το γεφύρι, που πρώτος είχε ανακαλύψει ο Anesti. Όπως μας είχε πει, μόλις συναντήσαμε την πινακίδα για “Ραντόβα”, κατεβήκαμε, αφήσαμε το αμάξι, προσεγγίσαμε το ποτάμι της Παγωμένης -Τσούπαβε το λένε εδώ γιατί έρχονται τα κορίτσια και κάνουν μπουγάδα- και από την αριστερή του όχθη αρχίσαμε να …επιστρέφουμε. Όχι και τόσο εύκολα -πυκνή βλάστηση και γκρεμός-, κάποια στιγμή το αντικρίσαμε…



 Βράχια παντού! 
Το γεφύρι του Μπισίστ βρίσκεται σε περιοχή του χωριού Ράντοβο (Ραντοχόβα), στην τοποθεσία Μπισίστ και σε ομώνυμο στενό λάκκο/φαράγγι που χύνεται στο Τσαρσοβίτικο πια ποτάμι απ’ την αριστερή όχθη. Το χρησιμοποιούσαν κάποτε οι κάτοικοι για να πηγαίνουν στο πιο πέρα, γκρεμισμένο σήμερα, εκκλησάκι. Η κατάστασή του πλέον -βαριά πληγωμένο- κάνει ζήτημα λίγου χρόνου την κατάρρευσή του.



 Προς το παρόν, το μοναδικό του τόξο, γαντζωμένο στις βράχινες όχθες, έχει άνοιγμα 4.60 μ., με ανώτερο ύψος του, στο μέσον της κοίτης, 3.20 -η βαθιά κοίτη όπου κυλάει το νερό σχηματίζεται στο αριστερό πάτημα της καμάρας, 5.30 μ. χαμηλά. Πάνω, στα 4.00μ., ο διάδρομος διάβασης μετρημένος πάντα στο μέσο της κοίτης, κατηφορίζει ελαφρά έχοντας μήκος 9.00 μ, και πλάτος 2.30 -σώζονται μόλις τρεις αρκάδες του.



 Τελειώνοντας, πήραμε μια ανάσα και μερικές γουλιές νερό κάτω από το ψηλό Μαλεσίν -από την άλλη μεριά στέκει το Λεσκοβίκι. Αλλά έπρεπε πια να βιαστούμε -το τελωνείο της Μέρτζανης κλείνει το βράδυ.

Σε λίγο, αφήναμε την Ήπειρο και μπαίναμε στην Ήπειρο…


* * *





Σύνορα...
Στων αιώνων τις σούμες,
σημαίες κυματίζουν με θυμό.
Στης δόξας τη λαγνεία με τρομάζουνε...
Σε πρακτορείο καταφεύγω
παραγγέλνοντας έναν Αύγουστο ζεστό.
Φύσει δειλός,
αλλεργικός στο λιβάνι και τα ζήτω,
με αυτοσχέδιες συνταγές συνωμοτώ.
Μα ναι, ο "εχθρός" εκ των έσω κυριεύεται...


Σπ. Μαντάς
Αύγουστος 2018

1 σχόλιο: