Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Παρόχθια χωριά του Λάδωνα

 Του γεφυριού της Άρτας

Παραλλαγή από τα Παρόχθια χωριά του Λάδωνα
Πελοπόννησος

     Ακούμε μια σπάνια, στιχουργικά και μελωδικά, παραλλαγή από την Πελοπόννησο, καταγραμμένη στα παρόχθια χωριά του Λάδωνα.

     Είναι ιδιαίτεροι οι στίχοι, αφού, εδώ, το ποιος θα θυσιαστεί για να στεργιώσει το γεφύρι απασχολεί την …Κυρά, που η παράδοση ταυτίζει με μια από τις αρχόντισσες που κυβέρνησαν τη Βαρονία της Άκοβας στα χρόνια του Πριγκιπάτου του Μορέως. Οι στίχοι του τραγουδιού, καταγραμμένοι από καιρό, δυστυχώς παρουσιάζονται ημιτελείς -γνωρίζουμε μόνο 11. Ωστόσο με τη νοηματική τους ιδιαιτερότητα κάνουν τη διαφορά.

     Η μελωδία παρουσιάζεται σήμερα για πρώτη φορά. Σε ρυθμό παλιού κλέφτικου, χαρακτηρίζεται από τα πολλά “γυρίσματα” ή “τσακίσματα”, είτε επαναληπτικά είναι αυτά, είτε συμπληρωματικά (“ωρέ”, “άιντε”, “παιδιά μου”).

     Αποδίδει ο Πάνος Σκουτέρης -τον ευχαριστώ.
* Η ηχογράφηση έγινε τον Απρίλιο του 2021



Οι στίχοι όπως τραγουδήθηκαν -με τα “τσακίσματα” μέσα σε αγκύλες

[Ωρέ] Τριακόσιοι πέντε [άιντε πέντε] μάστοροι [-χοι, -χοι, ωρέ] και χίλια μαστορόπλα
[ώρε] γεφύρι [παιδιά μου] θεμε- [άντε, θεμε]λιώνανε [-χε]
[ώρε, γεφύρι  θεμε- ωρέ, θεμελιώνανε, -χε, -χε, άντε] το Λάδωνα να ζέψουν
[Ωρέ] Και η Κυρά [παιδιά μου] που το ’χτι- [άντε, που το ΄χτι]ζε [-χε]
[ωρέ, Και η Κυρά που το-, ώρε, που το ‘χτιζε -χε, ώρε] το ζύγιζε τ’ αλά- [-χα]τι
[ώρε] να ξέρει ο κόσμος [παιδιά μου] κι ο ντου- [ωρέ, κι ο ντου]νιάς [-χα, -χα]
[ωρέ, να ξέρει ο κόσμος κι ο- ωρέ, κι ο ντουνιάς [-χα,-χα, ωρέ] το τι θα της στοιχίσει
[ωρέ] πενήντα τόνους [παιδιά μου] χάλα- [ωρέ, χάλα]σε [-χε, -χε, χε]
[ωρέ, πενήντα τόνους χάλασε -χε, ωρέ] κι ακόμα να στεριώσει
[Ωρέ Πουλάκι πή- ωρέ, πήγε κι έκατσε -χε, ωρέ] μεσ’ στη δεξιά την όχτη
[ωρέ, Δεν ’κελαηδούσε σαν που- ωρέ, σαν πουλί [-χι, άιντε] μαϊδέ σαν χελιδόνι
[ωρέ] μον’ κελαηδούσε [παιδιά μου] κι έλε- [άντε, κι έλε]γε [-χε, -χε, -χε]               
[ωρέ, μον’ κελαηδούσε, μωρέ, κι έλεγε -χε, άντε] μ’ ανθρώπινη λαλίτσα:
[Ωρέ] Αν δε στεριώσετε άνθρω- [ωρέ, άνθρω]πο [-χο, -χοπο]  
[αν δεν στεργιώστε, ωρέ, άνθρωπο, -χο, -χο, ωρέ] γιοφύρι δε στεριώνει
[ωρέ] Και η Κυρά που-  [άντε, που] τ’ άκουσε [-χε, -χε]
[ωρέ Και η Κυρά που τ’ άκου- ωρέ, που τ’ άκουσε, -χε, -χε, ωρέ] έπιασε το κεφάλι
[ωρέ] συλλογισμένη [παιδιά μου] κάθε- [ωρέ, κάθε]ται [-χαι, -ται]
[συλλογισμένη κάθε- μωρέ, κάθεται -χαι, ωρέ] τον ποιόν να θεμελιώ- [-χώ]σει
[…..]

Οι στίχοι “καθαροί”, ή αλλιώς “οργανικοί”

Τριακόσιοι πέντε μάστοροι και χίλια μαστορόπλα
γεφύρι θεμελιώνανε το Λάδωνα να ζέψουν
Και η Κυρά που το ’χτιζε το ζύγιζε τ’ αλάτι
να ξέρει ο κόσμος κι ο ντουνιάς το τι θα της στοιχίσει
πενήντα τόνους χάλασε κι ακόμα να στεριώσει
Πουλάκι πήγε κι έκατσε μεσ’ στη δεξιά την όχτη
Δεν ’κελαηδούσε σαν πουλί μαϊδέ σαν χελιδόνι
μον’ κελαηδούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα:
Αν δε στεριώσετε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει
Και η Κυρά που τ’ άκουσε έπιασε το κεφάλι
συλλογισμένη κάθεται τον ποιόν να θεμελιώσει
[…..]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου