Οι Πομάκοι και ο θρύλος του εντοιχισμού.
(2 παράλληλα του “γιοφυριού της Άρτας”)
Ο
|
ι Πομάκοι, λαός με αρχαία
καταγωγή, κατοικεί ανέκαθεν στις πλαγιές της οροσειράς της Ροδόπης, τόσο της
βόρειας (στη βουλγαρική σήμερα επικράτεια), όσο και της νότιας (στη δυτική
ελληνική Θράκη). Τα χωριά τους, τα περισσότερα, εκτείνονται κυρίως στα ορεινά
της Ξάνθης και της Κομοτηνής και, λιγότερα, της Αλεξανδρούπολης, καθώς και από
το Χάρκοβο έως τη Στενήμαχο της Βουλγαρίας.
Οι Πομάκοι της
Ελλάδας, περίπου 27.000 σε πληθυσμό (απογρ. 1961), κατοικούν γύρω στα 100 χωριά
και μικροοικισμούς. Μεγαλύτερες κοινότητες συνιστούν οι: Σαχίν (Εχίνος), Αλμαλί
(Μελίβοια), Γκιγκτσέ Μπουνάρ (Γλαύκη), Κέτενλικ (Κένταυρος), Ουρλί (Καλότυχο), Πάασεβικ
(Πάχνη), Ντέμερτζικ (Δημάριο), Γιασίορεν (Ωραίο), Μένκοβα (Μέδουσα), Χλόη,
Βυρσίνη, Κάρδαμος, Φιλλύρα και Ραγάδα.
Η μεγάλη τους
όμως, συντριπτική πλειοψηφία (κάπου 300.000 άτομα), κατοικεί στη Βουλγαρία, είτε
σε αμιγώς πομάκικα χωριά, είτε, μαζί με άλλες εθνότητες, σε κωμοπόλεις και
μεγάλες πολιτείες. Σημαντικότερα κέντρα θεωρούνται εκεί το Ζλάτογκραντ, η
Άρντα, το Ράικοβο, το Άντινο, Ούστοβο και Κίρντζαλι.
Όλοι οι Πομάκοι
μιλούν βουλγάρικα, μάλλον μια τοπικά παραφθαρμένη εκδοχή τους και είναι μουσουλμάνοι στο
θρήσκευμα. Απομονωμένοι, λόγω της ορεινής κατοίκησης αλλά και του θρησκευτικού
προσανατολισμού τους ανάμεσα σε χριστιανούς, διατηρούν αυστηρά ήθη και παμπάλαια
έθιμα.
Ο
|
ι
Πομάκοι είναι ντόπιοι, μόνιμοι κάτοικοι της Ροδόπης. Κατοικούν τη Ροδόπη από
χιλιάδες χρόνια. Ονομάζονταν Αγριάνες κι ήταν Θρακοέλληνες, Έλληνες της Θράκης.
Είχαν την ίδια με τους άλλους Έλληνες θρησκεία και μιλούσαν την ελληνική
γλώσσα, όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες.
Στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το όνομά τους από
Αγριάνες εξελίχθηκε σε Αχριάνες και η πατρίδα τους, η Ροδόπη, ονομαζόταν Αχριδώ
ή Αχριδός. Όταν επικράτησε στη Βαλκανική (Ελληνική) χερσόνησο η χριστιανική
θρησκεία, οι Αχριάνες ή Αγριάνες έγιναν Χριστιανοί. Χτίστηκαν τότε πολλές
εκκλησίες, παρεκκλήσια και χριστιανικά μοναστήρια. Τόσα πολλά ήταν αυτά τα
μοναστήρια πάνω στη Ροδόπη, ώστε αργότερα οι Τούρκοι την ονόμασαν Ντεσπότ-Νταγ,
δηλ. Δεσποτοβούνι.
Από τις αρχές του 9ου αιώνα (Κρούμος 803-814,
Συμεών 893-927, Σαμουήλ 997-1014) ως το τέλος της πρώτης χιλιετίας και αργότερα
κυρίως στις δεκαετίες πριν και μετά το 1344, αλλά ακόμη και στα χρόνια της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να
εκβουλγαρίσουν τους κατοίκους της Ροδόπης.
Και μπόρεσαν πράγματι να τους εκβουλγαρίσουν μερικά, γλωσσικά όμως μόνο. Η
συνείδηση των πομάκων παρέμεινε ελληνική. Τα ήθη και έθιμά τους κι όλα τα
λαογραφικά στοιχεία τους ελάχιστα τροποποιήθηκαν.
Ακολούθησε η μακραίωνα οθωμανική κυριαρχία και οι άπειρες
στερήσεις, η δυσφήμιση της χριστιανικής θρησκείας -της οπόιας ο προφήτης τους
είχε εγκαταλείψει και τίποτε δεν έκανε για ν’ απαλύνει τη δυστυχία των πιστών-,
το κήρυγμα του Μωαμεθανισμού για επίγειο και ουράνιο πααράδεισο, οι κρατικές
υποσχέσεις για μια ζωή “αγάδων” κ.λπ. κ.λπ. Όλα αυτά, συνδυασμένα και με πίεση
αρκετή, απειλές, βία και βασανιστήρια, οδήγησαν στην αλλαξοπιστία (17ος
αιώνας) για μια καλύτερη, ίσως “αγάδικη” ζωή, με την ελπίδα μιας θεϊκής και
κρατικής στοργής, λύπης, προστασίας. Ομαδική σχεδόν ήταν η αλλαξοπιστία τους.
Και αυτό επιβεβαιώνει γι’ άλλη μια φορά την πεποίθηση ότι αποτελούν ξεχωριστη
φυλή, ξένη προς τους Βουλγάρους. Γιατί αλλιώς δεν εξηγείται ο ομαδικός τους,
μόνο αυτών, εξισλαμισμός. Θα ήταν σποραδικός όπως των γειτόνων τους Βουλγάρων,
των Σέρβων, των Ελλήνων κ.λπ.
Οι Πομάκοι σαν έγιναν μουσουλμάνοι γλύτωσαν από τις
πιέσεις των Βουλγάρων, γιατί τους προστάτευε πια το οθωμανικό κράτος. Γλύτωσαν
κι από τις πιέσεις των Οθωμανών γιατί τους προστάτευε πια η μωαμεθανική
θρησκεία τους. Και βρήκαν την ησυχία τους, τη θρησκευτική παρηγορία, κάποια
κρατική στοργή και μέριμνα. Βέβαια πάλι πλήρωναν φόρους στο κράτος, πάλι
δούλευαν για να ζήσουν, μόνοι τους φρόντιζαν για την ασφάλειά τους από τους
ληστές. Ήταν ευχαριστημένοι με την τύχη τους. Κι αν εύχονταν μιαν ανάσταση του
πανάρχαιου ελληνικού γέννους τους, δεν την ήλπιζαν όμως…
Αμέτρητα τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, πέντε
ολόκληροι αιώνες, πεντακόσια τα χρόνια… και η οθωμανική πραγματικότητα έγινε
βίωμά τους, η μωαμεθανική θρησκεία πίστη τους ακράδαντη. Παρ’ όλ’ αυτά
διατήρησαν πολλές χριστιανικές συνήθειές τους:
Σταυρώνουν το ψωμί, σταυρώνουν τα παιδιά (τα μωρά) όταν
τα ντύνουν και τα ξεντύνουν, άκουσα να εύχεται γυναίκα “η Παναγιά να σε
φυλάει”, καίγουν το καντήλι τη νύχτα… (για φωτισμό, στα παλιά σπίτια
διακρίνεται η θέση για τις εικόνες κ.λπ.). Φυσικά όλες αυτές οι συνήθειες
εξαφανίζονται με την πάροδο του χρόνου και τη δράση της τουρκικής και
μουσουλμανικής προπαγάνδας.
Η επί πέντε αιώνες οθωμανική κυριαρχία και οι
βαρβαρότητες των Βουλγάρων από τα παλιά ως τα σύγχρονα (1941-1944) χρόνια
δημιούργησαν κάποια συμπάθεια των Πομάκων προς τους Τούρκους που επιτείνεται
καθημερινά με τη δράση της τουρκικής πραπαγάνδας.
Η συμπάθεια των Πομάκων προς τους Τούρκους
δικαιολογείται. Οι Τούρκοι τους έδωσαν τη θρησκεία τους, την πίστη στον προφήτη
τους. Αυτοί τους εγγυήθηκαν την ασφάλειά τους, την προστασία της μουσουλμανικής
πίστεώς τους. Όμως άλλο συμπάθεια κι άλλο συνείδηση. Η συνείδηση των Πομάκων
δεν είναι τουρκική, είναι πομακική και συνδυάζεται με αρκετή πολιτικότητα. Ας
φαίνονται κάποτε τουρκόφιλοι. Τα πάντα τους χωρίζουν από τους Τούρκους, με τους
οποίους τη θρησκεία μόνο έχουν κοινή. Γι’ αυτό και η τουρκική προπαγάνδα
καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες και χρησιμοποιεί όλη τη σατανικότητά της για
να τουρκοποιήσει τη συνείδηση των Πομάκων. Ενώ οι Πομάκοι προσβλέπουν προς την
Τουρκία σαν την εγγυήτρια της μουσουλμανικής πίστεώς τους και της προστασίας
τους από τους Βουλγάρους.
Πέτρος
Δ. Θεοχαρίδης
Ο πρώτος και μεγαλύτερος
-από μέσα- μελετητής των Πομάκων. Ερεύνησε μακροχρόνια τη ζωή τους, υπηρετώντας
δάσκαλος σε μειονοτικά σχολεία στην περιοχή της Ξάνθης, και έγραψε από το 1964
έως το 1968 το μνημειώδες έργο του «Πομάκοι» -εκδόθηκε το 1995.
Μ
|
εταξύ των πολλών καταγραμμένων
πομάκικων τραγουδιών, σημαντική θέση καταλαμβάνει το λεγόμενο “Τρίμινα μπράτιε”
(τρία αδέρφια). Πρόκειται για ένα αφηγηματικό άσμα που αποδίδει μελωδικά τον
θρύλο του εντοιχισμού, συνιστώντας με άλλα λόγια ένα παράλληλο του “γιοφυριού
της Άρτας”. Ακολουθεί στα περισσότερα νοηματικά του μοτίβα την ελληνική πλοκή
του μύθου (γεφύρι, δαχτυλίδι κ.λπ.), ενώ ως προς τους μαστόρους υιοθετεί την
κοινή βαλκανική -πλην Ελλάδας- εκδοχή (τρεις αδερφοί μαστόροι θυσιάζουν τη
γυναίκα του μικρότερου / αυτή έφερε πρώτη το φαγητό τους στο γιαπί). Υπό
βουλγαρική επιρροή βέβαια, υπάρχουν φορές που αντί για γεφύρι ακούμε τους
Πομάκους να τραγουδούν πως χτίζεται “πόλη”, για την ακρίβεια εντειχίζεται∙
εξακολουθούν όμως να μεταφράζουν “γεφύρι”.
Να επισημανθεί
πως οι Πομάκοι, καθώς αποτελούν μια ομάδα γεωγραφικά, κοινωνικά και πολιτιστικά
απομονωμένη, έχουν διατηρήσει μία από τις πλέον αρχαϊκές μορφές του τραγουδιού.
Κατά τα φαινόμενα -έτσι υποστηρίζεται- λειτούργησε σαν γέφυρα που μετέδωσε το
αρχικό τραγούδι από τον χώρο της Ανατολής (Καππαδοκία) και την Ελλάδα στους βαλκανικούς
λαούς. Κατά τον καθηγητή Κ. Μητσάκη «Σε μια εποχή που ο ελληνόφωνος χώρος ήταν
πολιτικά και πολιτιστικά ενιαίος (πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ, 1071), το
τραγούδι για το “Γεφύρι της Άρτας” πρέπει να πέρασε στη Δυτική Μικρά Ασία και
τη Θράκη. Από τη Θράκη κατόπιν πέρασε στους Πομάκους της Ροδόπης, οι οποίοι,
καθώς αποτελούν μια ομάδα γεωγραφικά,
κοινωνικά και πολιτιστικά απομονωμένη, έχουν διατηρήσει την πιο αρχαϊκή μορφή
του τραγουδιού. Σε μια τελευταία φάση το τραγούδι από τους Πομάκους πέρασε στη
γειτονική Βουλγαρία, όπου επίσης γνώρισε μεγάλη διάδοση και δημοτικότητα».
Παραλλαγές του
τραγουδιού έχουν καταγραφεί αρκετές, και στα πομακοχώρια της νότιας Ροδόπης
(ελληνική Θράκη) και σε κείνα της βόρειας (Βουλγαρία). Όλες αποδίδονταν παλαιότερα
-και σήμερα οι περισσότερες- μόνο φωνητικά, δηλαδή χωρίς όργανα, ενώ μεταγενέστερα
συνοδεύονται από τοπικά όργανα (καβάλι, γκάιντα, τσιφτλεμές κ.λπ.). Οι στίχοι
τους είναι δεκασύλλαβοι ιαμβικοί.
Μέρη όπου έχουν
καταγραφεί τέτοια τραγούδια -και συνεχίζονται έστω όχι πολύ συχνά πια να
ακούγονται- είναι στη μεν ελληνική επικράτεια η Μύκη (Μουστάφτσοβο), οι Σάτρες (Ορτά),
το Δημάριο (Ντέμερτζικ), το Ωραίο (Γιασίορεν),
τα Άσκυρα (Καρα Ογλάν), η Γλαύκη (Γκιγκτσέ Μπουνάρ), η Σμύνθη (Σμίντσι Ντουλάπχαν), στη δε βουλγαρική το
Ούστοβο, το Πέτκοβο, το Ζλάτογκραντ (Νταρί-Ντερέ)
κ.λπ.
Εδώ θα
παρακολουθήσουμε -δούμε και ακούσουμε- δύο πομάκικες παραλλαγές: μία προερχόμενη
από το Ντέμερτζικ (Δημάριο) και μία από το Γκιγκτσέ Μπουνάρ (Γλαύκη), και τα
δύο χωριά της Ξάνθης.
Την πρώτη
(απόσπασμα) μας την τραγούδησε η Εμινέ Μουρουτζή, στην Ξάνθη, στις 18 Οκτωβρίου
2011, ενώ τη δεύτερη (ολόκληρη) ο Αλή Ρόγγο στην Αθήνα, στις 23 Νοέμβρη του
2002, στο πλαίσιο της Α΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων
Γεφυριών (ΚΕΜΕΠΕΓ). Στην τελευταία συνόδεψε τσιφτλεμές, που έπαιξε ο ίδιος ο
Αλή.
Α΄ παραλλαγή: από Ντέμερτζικ (Δημάριο)
Ξάνθης
Τραγουδάει η Εμινέ Μουρουτζή
Καταγραφή:
Σπύρος Μαντάς
Αρχείο
Γεφυριών Ηπειρώτικων (ΑΓΗ)
(18
Οκτωβρίου 2011)
ΤΡΙΜΙΝΑ ΜΠΡΑΤΙΕ / ΤΡΙΑ
ΑΔΕΡΦΙΑ
Τρία αδέρφια φτιάχναν
γεφύρι.
Μέρα το χτίζαν, νύχτα
γκρεμιόταν.
Κάτσαν τ’ αδέρφια,
κάναν κουβέντα,
κάναν κουβέντα λύση
να βρούνε:
«Όποιανού πρώτη θα
’ρθει η αγάπη
μέσ' το θεμέλι κείνη
να χτίσουν»
Κι ήρθε, εφάνη,
τρίτου η γυναίκα,
τρίτου η γυναίκα, η κυρά-Γιούρκε.
Νεύμα της κάνει,
στρέφει τα μάτια,
νεύμα της κάνει,
“γύρισε πίσω”.
- Έρωτ’, αγάπη,
μοναδικέ μου,
τι κλαις με δάκρυ,
δική μ’ αγάπη;
- Μου ΄πεσε η βέρα,
βέρ’ ακριβή μου,
βέρ' ακριβή μου, μέσα
στον τοίχο
…………….
Β΄ παραλλαγή: από Γκιγκτσέ Μπουνάρ (Γλαύκη)
Ξάνθης
Τραγουδάει ο Αλή Ρόγγο
Καταγραφή
Κέντρο
Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών (ΚΕΜΕΠΕΓ)
(23
Νοέμβρη του 2002)
ΤΡΙΜΙΝΑ ΜΠΡΑΤΙΕ / ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ
Τριμίνα μπράτιε
ντούμα στόρηχο
Τρία αδέρφια κάναν κουβέντα
ντα ση μη γκράντατ
μπέλακνε γκράντα,
πώς να τειχίσουν όμορφη πόλη.
Πρεζ ντεν γκο γραντότ
βέτσερ σο ουστούρβα!
Μέρα τη χτίζαν, βράδυ γκρεμιόταν!
“Ντε να μη ντόηντε
γιοντ νάσα ναπρες,
“ Όποια θα έρθει πρώτη δική μας,
τίγιε σε β γκράντεμ
σρέντε γκροντάνεμ”.
κείνη τη χτούμε μέσα κουρμπάνι”.
Ζαντάλα σόιο ποντάλα
σόιο,
Νάτη που ’φάνη, νάτη που φτάνει,
νάη μαλκενέι Γιούρκε
καντόνα.
η πιο μικρή μας, Γιούρκε γλυκιά μας.
Νάη μαλκενέι Γιούρκε
καντόνα!
Η πιο μικρή μας, Γιούρκε γλυκιά μας!
Φλέβα να ρόκο μάλκο
να ντέτε,
Ζερβά στο χέρι μωρό κρατάει,
ντέσνα να ρόκο τόπλα
προγίμο.
στ’ άλλο, δεξιά της, φαΐ που καίει.
Ζ ρόκο η μάχνα, πο να
μπορζέησο,
Χέρι κουνάει, γρήγορα να ’ρθει,
ζ γιότση η κλέπνα,
ναντζάτ σα βόρνι.
βλέφαρα γνέφει, πίσω να φύγει.
- Κολάη γκιελέβου,
τριμίνα μπράτιε.
- Καλά τα πάτε, τρία μ’ αδέρφια.
- Κολάη γκιελέβου,
τριμίνα μπράτιε.
- Καλά τα πάτε, τρία μ’ αδέρφια.
- Αλλάχ ραζόλα
Γιούρκε καντόνα.
- Αλλάχ μαζί σου, Γιούρκε γλυκιά μας.
- Γιότι μη πλάτσες
πόρβητσκο λύμπε;
- Κλαις, μα τι έχεις, πρώτη μ΄ αγάπη;
Νι μόιμι πλάτσες πόρβητσκο λύμπε,
Μην κλαις, δικέ μου, πρώτη μ’ αγάπη,
βασούκαλ σο σομ
βαζμέτναλ σο σομ,
χέρια και πόδια ανασκουμπώνω,
ντα ση τη βλάζεμ
σρεντέ γκραντάνεμ.
μέσ’ τα θεμέλια μπαίνω, στους τοίχους.
Ντα ση τη βλάζεμ
σρεντέ γκραντάνεμ,
Μέσ’ τα θεμέλια μπαίνω, στους τοίχους,
ντα ση τη νάηνταμ σρε
μπάρι πόρστεν,
να ‘βρω τη βέρα την ασημένια,
σρε μπάρι πόρστεν ζ
γκιουμύσεν κάμεν.
την ασημένια, πέτρα διαμάντι.
Σασίπαλ σόιο μερμέρ η
κάμεν,
Της ρίχνει πέτρα, μάρμαρο πέτρα,
ποτίσνα λόιο Γιούρκε
καντόνα.
μέσα βουλιάζει, Γιούρκε γλυκιά μας,
Γιούρκε καντόνα να
μπάλνο πλάτσε!
Γιούρκε γλυκιά μας, με πόνο κλαίει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου