Γέφυρα μεταξύ παράδοσης και φαντασίας
Συντάκτης:
Γιάννης Κουκουλάς
Ένα τοξωτό γεφύρι της Μακεδονίας και ένα εστιατόριο με το παράξενο
όνομα «Γρα-Γρου» (εκδόσεις Ίκαρος) γίνονται τόποι συνάντησης των ετερόκλητων περαστικών
που μόνο τυχαία δεν βρίσκονται εκεί, σε μια ατμοσφαιρική ιστορία των Τάσου Ζαφειριάδη
- Γιάννη Παλαβού (σενάριο) και Θανάση Πέτρου (σχέδια), που συνοδεύεται από ένα
εξαιρετικό σάουντρακ του Μιχάλη Σιγανίδη.
Ο ηλικιωμένος εστιάτορας,
ιδιοκτήτης του «Γρα-Γρου», παραμένει ένας τυπικός επαγγελματίας ακόμα και τη
στιγμή που βρίσκεται μια ανάσα από την οικονομική καταστροφή. Ο νέος δρόμος που
εγκαινιάζεται θα παρακάμψει το χωριό του και οι πελάτες θα μειωθούν δραματικά.
Αυτός, όμως, δεν πτοείται.
Γιατί βρίσκεται εκεί για άλλον
λόγο. Ως φύλακας-κλειδοκράτορας ενός βυθισμένου στην ομίχλη παράξενου γεφυριού
που συνδέει την Κεντρική με τη Δυτική Μακεδονία, καλωσορίζει τους επισκέπτες
που έχουν φτάσει εκεί από μια ανεξήγητη παρόρμηση, ένα όνειρο που είδαν, μια
σκοτεινή επιθυμία, μια τάση φυγής από κάτι που τους στοιχειώνει, ένα βαθιά
κρυμμένο μυστικό.
Αναχωρητές όλοι από τον κόσμο
«εκεί έξω» και μετοικούντες σε ένα ατέρμονο, άχρονο και επαναλαμβανόμενο «τώρα»
πασχίζουν να κρυφτούν στην ομίχλη που σκεπάζει το χιονισμένο Βέρμιο για να
κρύψουν το παρελθόν τους και να ξεφύγουν από τους προσωπικούς τους δαίμονες.
Το γεφύρι στέκεται δίπλα τους αγέρωχο
για να χωρίζει το «εδώ» από το «εκεί», περισσότερο για να αποτρέπει τη διέλευση
παρά για να γεφυρώνει το χάσμα. Χαμένο κι αυτό σε μια ομίχλη από μύθους,
θρύλους και δοξασίες του παρελθόντος.
Ποιος το έχτισε και πότε; Και
πάνω απ’ όλα γιατί; Ποιοι θυσιάστηκαν για να στεριώσει (θαυμάσιες, τόσο
σεναριακά όσο και σχεδιαστικά οι σελίδες του παρελθόντος που αναφέρονται στην
Τουρκοκρατία); Ποιο ρόλο εξυπηρετεί σήμερα; Πώς αντέχει τόσα χρόνια; Γιατί το
βλέπουν μόνο όσοι είναι προορισμένοι να το δουν; Είναι μονόδρομος για όσους
επιχειρήσουν το απονενοημένο και τολμήσουν να το διασχίσουν ή επιτρέπει και την
αντίθετη διαδρομή;
Τα ερωτήματα διαδέχονται το ένα
το άλλο σε μια ατμοσφαιρική αφήγηση που εξελίσσεται εσκεμμένα υποτονικά για να
συμβαδίζει με τη σιωπή των χιονισμένων βουνών και τους κοφτούς, λιτούς,
χαμηλόφωνους διαλόγους των θαμώνων του «Γρα-Γρου». Η ένταση και η αγωνία
βρίσκονται μέσα τους και εντείνονται καρέ με το καρέ, σελίδα με τη σελίδα.
Το τοπίο παραμένει ανεπηρέαστο
από τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων και κάποιοι από αυτούς χρίζονται φύλακες
και προστάτες του για να διασκεδάσουν τη μικρότητά τους μπρος στο Υψηλό που
τους περικυκλώνει και την ανεξήγητη δύναμη της αυτοσυντηρούμενης φύσης. Και οι
μέρες περνούν ώσπου η Σοφία, η νεαρή καθηγήτρια-πρωταγωνίστρια να πάρει μια
απόφαση, συντροφιά με τον αδέσποτο σκυλάκο, τον Φόρη. Οι αποφάσεις σε τέτοια
μέρη, όμως, δεν παίρνονται εύκολα.
Η ιστορία του «Γρα-Γρου» μπορεί
να είναι φανταστική αλλά βασίζεται σε κάποια πραγματικά στοιχεία. Το ομώνυμο
εστιατόριο, παλαιότερα χάνι, λειτουργούσε έξω από την Καστανιά Ημαθίας μέχρι το
2004 όταν και άνοιξε η Εγνατία Οδός. «Σήμερα ελάχιστοι περνούν από κει, ωστόσο
οι Βορειοελλαδίτες θυμούνται την ατέλειωτη διαδρομή με τις φιδωτές στροφές.
Βυθισμένο στην ομίχλη επί μήνες
κάθε χρόνο, το τοπίο μεταδίδει μια ασυνήθιστη ένταση, που επιτείνεται από την
αίσθηση ότι το σημείο είναι ουσιαστικά μια διάβαση, ένα σύνορο, κι ότι το
«Γρα-Γρου» ήταν το φυλάκιο. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι το εκκλησάκι που
χτίστηκε απέναντι από το εστιατόριο αφιερώθηκε στον προστάτη των ταξιδιωτών,
τον Άγιο Χριστόφορο, που ενίοτε απεικονίζεται ως κυνόμορφος», επισημαίνουν οι
Τάσος Ζαφειριάδης και Γιάννης Παλαβός στο επιλογικό τους σημείωμα.
Οι δυο σεναριογράφοι είχαν και
κατά το παρελθόν συνεργαστεί με τον Θανάση Πέτρου στο «Πτώμα» (εκδόσεις Jemma
Press, 2011), μια σαρκαστικά μακάβρια ιστορία που έχει μεταφραστεί ήδη και στα
γαλλικά. Στο «Γρα-Γρου» όμως, στρέφουν το επίκεντρό τους στη σκοτεινή και
αχαρτογράφητη ελληνική επαρχία, συνδυάζοντας την παράδοση, την τοπικότητα, τη
γοητεία της μικροκλίμακας με τη φαντασία, το ιδιοσυγκρασιακό και το μεταφυσικό
στοιχείο, παρεμβάλλοντας παράλληλα εγκιβωτισμένες αφηγήσεις για το παρελθόν που
ερμηνεύουν το παρόν και μπολιάζοντάς τες με γλώσσες και ντοπιολαλιές που αντί
να ξενίζουν τον αναγνώστη τον προκαλούν να τις «μεταφράσει». Αναρωτώμενοι
ουσιαστικά για τη σχέση της Ιστορίας με τις μικρές ανθρώπινες, προσωπικές
ιστορίες.
Όπως τονίζουν και οι ίδιοι: «Αυτή
η ένταση που σηματοδοτεί το πέρασμα από τον έναν τόπο στον άλλο, από τη μια
κατάσταση στην άλλη, ήταν η αφετηρία για το κόμικς. Για τις ανάγκες της
ιστορίας μας, επινοήσαμε ένα γεφύρι, μονίμως μισοχαμένο στην ομίχλη, όπως είναι
συχνά το καθετί στην περιοχή.
Έμπνευση για την ιστορία της
γέφυρας ήταν η βεροιώτικη γέφυρα Καραχμέτ, που αποδίδεται λανθασμένα στον Μιμάρ
Σινάν, τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της εποχής του Σουλεϊμάν Α'. Στα παράλληλα
επεισόδια που αφηγούνται την περιπλάνηση του αρχιτέκτονα και το χτίσιμο της
γέφυρας, οι μάστορες μιλούν τα λεγόμενα “κουδαρίτικα”, τη συνθηματική γλώσσα
των τεχνιτών της πέτρας».
Το πολυεπίπεδο «Γρα-Γρου», όμως,
δεν εξαντλείται στις σελίδες της έντυπης έκδοσης. Γίνεται ακόμη πιο απολαυστικό
συνοδεία του «εικονικού σάουντρακ» που συνέθεσε ο Μιχάλης Σιγανίδης και μπορεί
να απολαύσει ο αναγνώστης σκανάροντας το QR code του εσωφύλλου ή επισκεπτόμενος
τη σελίδα των εκδόσεων Ίκαρος. Αποκομίζοντας εντέλει μια μοναδικά πλούσια
εμπειρία και απολαμβάνοντας μια εξαιρετική και πρωτότυπη δουλειά.
Οι στίχοι
Η γέφυρα του «Γρα-Γρου» παίζει
τον ρόλο, μεταξύ άλλων, κι ενός διαχρονικού σημείου αποχωρισμού, φορτισμένου με
μνήμες και ποτισμένου με δάκρυα.
«Κλαψόδεντρε, Κλαψόδεντρε,
πάνω στην κλαψοράχη,
Γιατ’ είν’ στυφά τα μήλα σου,
Τ’ άνθη σου μαραμένα;
πάνω στην κλαψοράχη,
Γιατ’ είν’ στυφά τα μήλα σου,
Τ’ άνθη σου μαραμένα;
Στις ρίζες μου αγκαλιάζουνε
τους γιους τους οι μανάδες,
που παίρνουνε τη δημοσιά
στα μακρινά να πάνε.
τους γιους τους οι μανάδες,
που παίρνουνε τη δημοσιά
στα μακρινά να πάνε.
Μαστόρ’ είναι οι άντρες τους
κι εδώ αποχαιρετιούνται.
Πέρα μακριά στην ξενιτιά
Την πέτρα πελεκούνε.
κι εδώ αποχαιρετιούνται.
Πέρα μακριά στην ξενιτιά
Την πέτρα πελεκούνε.
Στη σκιά μου αποχωρίζονται
οι ξενοπαντρεμένες,
στερνή φορά που βλέπουνε
το πατρικό οι κόρες.
οι ξενοπαντρεμένες,
στερνή φορά που βλέπουνε
το πατρικό οι κόρες.
Στις ρίζες πέφτουν δάκρυα,
νοτίζουν τα κλαδιά μου.
Γι’ αυτό είν’ στυφά τα μήλα μου
τ’ άνθη μου μαραμένα».
νοτίζουν τα κλαδιά μου.
Γι’ αυτό είν’ στυφά τα μήλα μου
τ’ άνθη μου μαραμένα».
Όπως επισημαίνει ο Τάσος
Ζαφειριάδης στο επίμετρο της έκδοσης, οι στίχοι του αυτοί είναι «εμπνευσμένοι
από μια συνήθεια που επιβίωσε στα μαστοροχώρια της Δυτικής Μακεδονίας έως τα
μέσα του εικοστού αιώνα: όταν οι χτίστες έφευγαν για να δουλέψουν σε άλλες
περιοχές, οι συγγενείς και οι φίλοι τούς συνόδευαν μέχρι ένα ορισμένο σημείο
στην άκρη του χωριού, όπου γινόταν ο αποχωρισμός.
Το σημείο ονομαζόταν
«Κλαψόδεντρος», «Κλαψογκορτσιά», «Κλαψοράχη», «Πικροκέρασος» κ.λπ. Εκεί οι οικείοι
αποχαιρετούσαν και όσους επρόκειτο να ξενιτευτούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου