«Οι Τούρκοι του Αλήπασσα
θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι
σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα
πέρναγαν από ᾿να γιοφύρι του Λιδορικιού
ονομαζόμενον Στενό δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι
Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα
δάση όλοι κ’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ’ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην
υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως
βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις
το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε
μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει “Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση”, τους
είπε, “περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι᾿ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε”... η
μητέρα μου κι᾿ ο Θεός μας έσωσε. Αυτά
όλα τα ᾿λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι
συγγενείς».
Γιάννης Μακρυγιάννης, 1797
Απομνημονεύματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου