Του Γεφυριού της Άρτας
Παραλλαγή από Πρέβεζα
Ήπειρος
Από τα τέλη ήδη του
19ου αιώνα, συγκεκριμένα το 1883, ο Δημήτρης Περιστέρης κατέγραψε
και συμπεριέλαβε στο “Μουσικό Ταμείο” του μια παραλλαγή “Του γιοφυριού της
Άρτας” όπως τότε ακουγόταν στην Πρέβεζα, ή μάλλον στα γύρω χωριά της.
Στιχουργικά (29 οι στίχοι), πρόκειται για ενδιαφέρον κείμενο, ειδικά ο διάλογος
που αμιφθείσεται μεταξύ του πρωτομάστορα Γιώργη και της γυναίκας του Λένης.
Μουσικά, πρόκειται για μελωδία που, όπως
πιστεύεται, πρωτοξεκίνησε από την Ήπειρο, την Άρτα και τα γύρω της μέρη, αλλά
στις αρχές του 20ου αιώνα διαδόθηκε, μεταφερόμενη απ’ τους δημοδιδάσκαλους, σε
αρκετά μέρη της Ελλάδας.[1] Ο
Περιστέρης τη μετέγραψε σε βυζαντινή παρασημαντική και τη δημοσίευσε το 1907
στο περιοδικό “Φόρμιγξ”.[2]
Αυτή ακριβώς η παρτιτούρα χρησιμοποιήθηκε, φυσικά
με τους καταγραμμένους τότε στίχους, για να ξαναζωντανέψει το τραγούδι σήμερα.
♫
|
Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο
μαστόροι,
γιοφύριν ε-
γιοφύριν εστεριώνανε…
γιοφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς- ολημερίς εχτίζανε…
γιοφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς- ολημερίς εχτίζανε…
Η ηχογράφηση - μαγνητοσκόπηση έγινε στην Πρέβεζα
στις 9 Δεκεμβρίου του 2006. Τραγούδησαν οι Μιχάλης Ζάμπας, Νεκτάριος Θάνος και
Ανδρέας Κατσακιώρης -ο πρώτος συνόδεψε με λαούτο.[3]
ΒΙΝΤΕΟ: 40 Μαστορόπουλα
Σαράντα μαστορόπουλα κ’ εξήντα δυο μαστόροι
γιοφύρι -ν- εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν!
Φέρμαν’ από το Βασιλιά να κόψουν τους μαστόρους.
Κλαίγουν τα μαστορόπουλα, κλαίγουν για τους μαστόρους.
Πουλάκι πήγε κ’ έκατσε στη μεσινή καμάρα,
δεν κελαδούσε σαν πουλί, σαν τ’ άλλα τα πουλάκια,
μόν’ κελαδούσε κ’ έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.
«Αν δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο, γιοφύρι δε στεργιώνει,
ουδέ εχθρόν, ούδ’ οβρηόν, ουδέ κανέναν άλλον,
μόνον του πρωτομάστορα του Γεώργη τη γυναίκα».
Κι ο Γεώργης όταν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,
σταυρώνει τα χεράκια του στο σπίτι του παγαίνει.
Κ’ η Λένη τον καρτέραε στην πόρτα και στη σκάλα.
-Το τι χαμπέρια Γεώργη μου, το τι χαμπέρια Γεώργη;
-Τι να σου πω Λενίτσα μου, τι να σου μολογήσω;
Για σήκ’ απάνω κι άλλαξε και βάλε τα χρυσά σου,
πάμε να σε στοιχειώσομε στης Άρτας το γιοφύρι.
Κ’ η Λένη όταν τ’ άκουσε πολύ της κακοφάνη.
-Αγάλι αγάλια, Γεώργη μου, αγάλι αγάλια Γεώργη,
να λυσοδέσω το παιδί να το χορτάσω γάλα,
κι απέ να με στοιχειώσετε στης Άρτας το γιοφύρι.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, στο δρόμο που πηγαίνουν,
μυριολογούσε κ’ έλεγε, μυριολογάει και λέγει:
-Τρεις αδερφάδες είμαστε, τρία θηριά του κόσμου,
μία βαστάει τον Τύρναβο, κ’ η άλλη την Τατάρνα,
κ’ η τρίτη η ομορφότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Πως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γιοφύρι,
πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες.
[1] Η μελωδία διαδιδόταν μέσω των δασκάλων ντύνοντας
συνήθως το άρτιο κείμενο που τότε είχε “δημιουργήσει” ο Νικόλαος Πολίτης -σιγά
σιγά αναδείχτηκε ως η “εθνική” μας παραλλαγή. Πάντως η συγκεκριμένη μελωδία
έχει επίσης καταγραφεί στο Μικρό Χωριό της Ευρυτανίας από τον Σπ. Περιστέρη
(1959), στο Στροβίτσι Ολυμπίας της Πελοποννήσου από τον Σίμωνα Καρά, και αλλού.
Την άκουσα και ο ίδιος, προς μεγάλη μου έκπληξη, να εκτελείται στην Όλυμπο της
Καρπάθου σε γιορτή που πραγματοποιήθηκε εκεί, το 2008, προς τιμή των παλαιών
δασκάλων που είχαν υπηρετήσει στο χωριό.
[2] Φόρμιγξ. Παράρτημα μουσικόν: Δημώδη άσματα εκ του
Μουσικού ταμείου Δημ. Περιστέρη. περίοδος Β΄, έτ. Β΄ (1907), τχ. Α΄, σελ. 3-4.
[3] Ευχαριστώ τον πρόεδρο του
ιδρύματος “Ακτία-Νικόπολις”, Νίκο Καράμπελα, για τη βοήθειά του στην
ηχογράφηση-μαγνητοσκόπηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου