Χάραξα στη μνήμη το
μονοπάτι και παίζοντας την τυφλόμυγα πέρασα τ’ ανεμοδαρμένα ύψη.
Κατέβηκα στην περιοχή
που τα χέρια των ανθρώπων της κάνανε την πέτρα ποίημα και όνειρο ζεύοντας τις
όχτες των ποταμιών. Να μπορούσε ο λόγος μου να ψήλωνε το εγκώμιο καθώς εκείνοι,
οι ανώνυμοι, ανέβαζαν -πέτρα στην πέτρα- τα τόξα των γεφυριών!
Να μπορούσε λέω, να
σύρει για χάρη τους τούτο το ερασιτεχνικό κοντύλι κάτι το εξαίσιο και στέρεο
σαν τα λιγερά χτίσματά τους που περιγελούν τη φθορά των αιώνων!
Μα δε γίνεται. Εκείνοι
είχαν στέρεα βάθρα που το καλλίτερο, το μεράκι τους, ήταν μεράκι ολάκαιρου λαού.
Σήκωσαν αυτοί οι
«πελεκάνοι» στον αγέρα πέτρινα μνημεία που έρχονται σε θαυμαστή αρμονία με τον
όλο χώρο. Συχνά μεταξύ θεόρατων βράχων τανύεται καμπυλόγραμμα η πέτρα, ίδια
γάτα που τα νύχια της γαντζώνουν στέρεα στη βάση της και δεν την ξεκολλάς με
τίποτα. Και το νερό, αν ηρεμεί από κάτω, αντιφεγγίζοντας την καμάρα, δείχνει
ένα ολοστρόγγυλο ανοιγμένο στόμα που ίσως μυκτηρίζει την αισθητική υπόσταση των
ημερών μας.
Οι «πελεκάνοι» της
Κόνιτσας με τους ασημουργούς των Τζουμέρκων έδωσαν ό,τι ωραιότερο έχει να
επιδείξει σε λαϊκή τέχνη ο Ηπειρωτικός χώρος…
Φρίξος Τζιόβας
Στην κόψη της Πίνδου, 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου