Στις μέρες της ήταν και προψές μεσάνυχτα
βάλθηκε να κατέβει στο ποτάμι, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι πέρασε την ποριά,
κατέβηκε το μονοπάτι απ’ τη γκορτσιά της Σταύρως κι έκαμε άκρη άκρη το ποτάμι κι
έφτασε στο γεφύρι.
Έφεγγε ο τόπος σαν μέρα μ’ ένα φως βούτυρο από ένα φεγγάρι αλλόκοτο, που όλο γέμιζε και περνούσε χαμηλά, τόσο χαμηλά, λες θα καρφώνονταν και θα’σκαγε πάνω στο γεφύρι. Το ποτάμι είχε φουσκώσει, το τραβούσε ολοένα το φεγγάρι, ασημένιο το νερό του και τα χέλια του ασημιά κι αυτά τα τραβούσε το φεγγάρι κι ανέβαιναν μέχρι απάνω και πετούσαν για λίγο σαν άφτερα πουλιά και ξαναβουτούσαν και τα βατράχια κ αυτά τα τραβούσε το φεγγάρι και πετάγονταν έξω απ΄ ’το νερό και γραπώνονταν στις πέτρες για λίγο και κοάζοντας έκαναν μικρά πηδηματάκια και ξαναβουτούσαν και τα γλυμένα κούτσουρα απ’ το βυθό κι αυτά τα τραβούσε το φεγγάρι κι ανέβαιναν πάνω στο γεφύρι και κάτι σαύρες ποταμίσιες κι αυτές τις τραβούσε το φεγγάρι κι έβγαιναν έξω, λικνίζονταν για λίγο στον αέρα και ξαναβουτούσαν. Το φεγγάρι είχε μια δύναμη που τα ξερίζωνε όλα, σα να’θελε να σκιάξει τη γη, να της αδειάσει τα πράγματα όλα και να τα πάρει δικά του.
Στάθηκε στην πιο ψηλή καμάρα του γεφυριού, τινάζονταν όλη προς τα πάνω, το φεγγάρι την τραβούσε, ως και οι πλεξούδες της ορθώνονταν προς τα πάνω, σήκωνε τα μάτια της, ανασήκωνε τα πόδια της, ρίχτηκε με τα χέρια της να πιάσει το φεγγάρι, λίγο ακόμα και α! και ενώ σήκωνε τα χέρια της το φεγγάρι το ίδιο κατέβηκε και αυτή του’πιασε την κοιλιά του φεγγαριού, τη χάιδεψε, τη γαργάλισε κι ύστερα τη ζούπηξε.
Ακούστηκε το σκούξιμό της στο χωριό. Κι αρχισε η μάνα της τα γουργιατά «τί φίδια μ’έφαγαν… η τσιούπρα μου.. ώ γυναίκες… Ιφιγένεια… ώ Πολυξένη… ώ Χρυσάνθη …αδερφούλες μου τρεχάτε στο ποτάμι…».
Τρέξαν οι γυναίκες, και μάνα και παιδί τους βρήκαν εκεί στην άκρη του ποταμιού, τους φέραν στο σπίτι, το παιδί πνιγμένο, το σπαργάνωσαν τάχαμ’ και το φάσκιωσαν κι αυτήν ώρες τη χτένιζαν να της ξεκολλήσουν τα χέλια και τις πεταλίδες απ’ τα μαλλιά.
«Μπροστομαμή το φεγγάρι!... τέτοια δύναμη είχε…για το παιδί άλλοι λέγαν ότι κλώστηκε μέσα της και βγήκε πεθαμένο ,άλλοι ότι της γλύστρισε απ’τα χέρια και πνίγηκε στο ποτάμι… ».
Το φεγγάρι μακρινό, μπαίνει στην κάμαρη μέσα απ’το κουρτινάκι και χρωματίζει τα μαλλιά της με το άσπρο του χρόνου και της παραφροσύνης…
Σταυρούλα Δημητρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου