Ήταν μέσα Οκτώβρη μήνα. Είχαν αρχίσει τα πρώτα κρύα, όχι όμως
και οι βροχές. Ανέβαινα Μακεδονία, αφήνοντας πίσω μου μιαν Ήπειρο φθινοπωρινή…
Βγαίνοντας από την Κόνιτσα, ξαναείδα το παλιό γεφύρι στη
ρεματιά, κάτω απ’ το πλατάνι. Θέλησα άλλη μια φορά να το φωτογραφήσω, σε απόχρωση
τώρα εποχιακού κίντρινου…
Απέναντι, στην πλαγιά, χιλιάδες γιδοπρόβατα, σκυλιά, φορτωμένα
μουλάρια. Κατηφόριζαν προς το μέρος μου, στης Τοπόλιτσας το γεφύρι. Κάθοδος
φθινοπωρινή, από τις Πίνδου τα υψώματα στην Ηγουμενίτσα και την Παραμυθιά. Ηλιοκαμένοι, αγριωποί οι τσοπαναραίοι, σφύριζαν
με νόημα, έκοβαν δρόμο, αγνοούσαν τα καγκιόλια που πήγαινε-έλα καθυστέραγαν…
Παρακολούθησα το πέρασμά τους απ’ το γεφύρι ώρα πολύ. Και είχε
κείνη η εικόνα κάτι απ’ την πατίνα του χρόνου πάνω της που την έκανε ακόμα πιο
πολύτιμη…
Όταν πέρασαν και τα τελευταία ζώα, ένας από τους τσοπάνους,
εκείνος που έκλεινε τη θορυβώδη πομπή, στάθηκε στην πιο ψηλή αρκάδα κι άναψε
τσιγάρο. Κι απόμεινε εκεί ακίνητος, μέχρι να φτάσει το μάτι του, μαζί με το νερό,
κάτω στην πεδιάδα, στον κάμπο της Γλιτονιάβιστας. Αυτός και το γεφύρι! Ολομόναχοι.
Δίχως του άλλους που συνέχιζαν. Να τους καδράρει και τους δύο η αιωνιότητα του
πλάτανου…
Σπύρος Μαντάς, 1985
Σπύρος Μαντάς, 1985
προσαρμογή σε βίντεο
Σπύρος Μαντάς
Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου