Маноил мастор
ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ
η
βουλγάρικη εκδοχή “του γιοφυριού της Άρτας”
Ο
|
μαστρο-Μανώλης προσπαθεί να φτιάξει, να
τειχίσει μια πόλη (grada). Άλλοτε πάλι, να κατασκευάσει ένα κάστρο (kale) ή ακόμη και εκκλησία (cerkva). Τέλος,
όχι λίγες φορές, δουλεύει προσπαθώντας να στερεώσει ένα ή και περισσότερα γεφύρια
(moct) πάνω σε ισάριθμα ποτάμια. Έτσι συνήθως ξεκινάει η
βουλγάρικη μπαλάντα του εντοιχισμού, το παράλληλο δηλαδή του γνωστού μας “του
γιοφυριού της Άρτας”.
Και βέβαια, όπως παντού στα
Βαλκάνια, περιοχή όπου η αποτρόπαιη πράξη της ανθρωποθυσίας πήρε ποιητική
μορφή, απέκτησε φιλολογικό περιεχόμενο, έγινε έργο τέχνης, ό,τι χτίζεται την ημέρα,
τη νύχτα ανεξήγητα καταρρέει..! Προβληματισμένοι λοιπόν οι πολλοί, οι
εκατοντάδες εδώ μαστόροι, περισσότερο ο πρωτομάστορας Μανώλης, αναρωτιούνται τι
φταίει, τι πρέπει επιτέλους να κάνουν για να τελειώσουν το έργο τους…
Τη λύση -και τι λύση- θα δώσει ο
ίδιος ο Μανώλης. Τους ανακοινώνει πως μόνο αν ρίξουν μέσα στα θεμέλια μία απ’
τις γυναίκες τους -την πρώτη που θα τους φέρει φαί το πρωί- θα στεργιώσει η
δουλειά τους! Όμως -τους λέει- πρέπει να κρατήσουν όλοι καλά φυλαγμένο το
μυστικό, ας χαθεί όποια τής το γράφει η μοίρα...
Δυστυχώς, όλοι οι μαστόροι, όχι
τίμια, δεν θα κρατήσουν τον όρκο τους, θα φανερώσουν στις γυναίκες τους, στις “νύφες”,
το τρομερό μυστικό, θα τις προειδοποιήσουν τι τις περιμένει αν βιαστούν. Μόνο ο
Μανώλης θα κρατήσει το λόγο του, δεν θα πει κουβέντα. Απλά θα της αναθέσει
τόσες και τέτοιες δύσκολες δουλειές να κάνει πρωί-πρωί, ελπίζοντας να καθυστερήσει
ώστε κάποια άλλη να φέρει πρώτη το φαγητό.
Την άλλη μέρα, έκπληκτος ο
μαστρο-Μανώλης, βλέπει να είναι η δική του γυναίκα που, αν και καθυστερημένη, φέρνει πρώτη το φαγητό
στους μαστόρους. Στις ερωτήσεις της
γιατί απ’ τα μάτια του τρέχουν δάκρυα, απελπισμένος της απαντά πως η βέρα του,
η μαλαματένια βέρα του, έχει χαθεί μέσα στα θεμέλια που δουλεύουν. Χωρίς να το
πολυσκεφτεί εκείνη, θα κατέβει να ψάξει το δακτυλίδι και, ...τότε, θα βρουν την
ευκαιρία οι μαστόροι, μαζί τους κι ο Μανώλης, να την χτίσουν μέσα στα τείχια
της πόλης, ή στα θεμέλια του κάστρου, της εκκλησίαw, του γεφυριού...
* * *
Παραλλαγές της …Vgradena nevjesta, (= εντειχισμένης νύφης), άρχισαν να καταγράφονται
από τα μέσα του 19ου αιώνα -απ’ τις πρώτες, εκείνη της Προσοτσάνης
Δράμας του 1860. Σήμερα, ο αριθμός τους πρέπει να έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις
100. Πάντως ο M. Arnaudoff -καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο της Σόφιας- σε συγκριτική μελέτη του που δημοσίευσε το 1920,[1]
παρέθεσε 57 τέτοια βουλγάρικα τραγούδια, καταγραμμένα σε περιοχές όπου, τότε,
μεταξύ των άλλων, μιλιόταν και η βουλγαρική. Αναλυτικά: 62 παραλλαγές
προέρχονταν απ’ τη σημερινή βουλγαρική επικράτεια, 6 από τη Μακεδονία (Ελλάδα),
7 απ’ το νεοσύστατο στις μέρες μας κράτος των Σκοπίων, 2 απ’ την Αν. Θράκη
(Τουρκία), 6 απ’ τη Δυτ. Θράκη (Ελλάδα), 3 απ’ την περιοχή της Ντομπρουτσάς
(Ν.Α. Ρουμανία) και 1 απ’ το Berdjansk της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης.
Οι βουλγάρικες
παραλλαγές, ολιγόστιχες[2]
σχετικά, δεν παρουσιάζουν μεταξύ τους αξιοσημείωτες διαφορές. Λιτά επεισόδια
συνθέτουν τα γνωστά μας μοτίβα -κοινά με τα άλλα βαλκανικά παράλληλα-,
εκθέτοντας, σχεδόν αφαιρετικά, την ντόπια εκδοχή του μύθου. Ανομοιοκατάληκτοι
οι στίχοι τους, παρουσιάζονται συνήθως δεκασύλλαβοι με τομή στην 5η
συλλαβή (5+5), ενώ, λιγότερο συχνά,
απαντώνται και ως οκτασύλλαβοι (5+3 ή 4+4). Ενδιαφέρουσες εκπλήξεις, σε αρκετές παραλλαγές,
συνιστούν κάποια κοινά με το ελληνικό τραγούδι μοτίβα, εντελώς άγνωστα στους
άλλους λαούς -η αναγγελία της θυσίας με πουλί, το δαχτυλίδι δόλωμα, η κατάρα
της γυναίκας.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των βουλγάρικων τραγουδιών, ο τραγικός μάστορας
που θυσιάζει τη γυναίκα του αποκαλείται Μανώλης -με τους τύπους Manoil, Manol, Manole, Manoleco, Manoli, Manuil, Minil, Mano. Πρόκειται για τον πρωτομάστορα ή τον μικρότερο από
τους τρεις αδερφούς τεχνίτες που έχουν αναλάβει το έργο. Το συνεργείο είναι
πάντα πολυπληθές -30, 70, 200, 300, 500 ή και περισσότεροι καλφάδες (kalfi),
με ανάλογο αριθμό μαστορόπουλων (čiraci). Κάποτε,
σε μεμονωμένες όμως περιπτώσεις, ο “πρωταγωνιστής” μάστορας ακούει και στα
ονόματα Mitre, Marco, Mitcata, Pencho, Pavle.
Η θυσιασμένη, η γυναίκα του Μανώλη που εντοιχίζεται, αποκαλείται Μανωλίτσα -άλλοτε,
Ghianca, Ilenco, Struna, Ianca, Marinca, Stana, Petcana, Tudorca, ακόμη και Strumna (!) (βουλγαρική ονομασία του Στρυμώνα ποταμού).
Όσο για τον ποταμό, όταν έχουμε κατασκευή πάνω του
γεφυριού, αυτός είναι συνήθως ο Ctruma (Στρυμώνας),
αλλά και ο Mariça (Έβρος),
ο Ergene (Εργίνης), ο Arda, o Tyndza.
[1] M. Arnaudoff, Vgradena nevjesta. Studii vrhu blyarikite obredi i legendi, «Sbornik za narodni umotvorenija i narodopis»,
34, Sofija 1920,
247-528.
[2] Στις
καταγραφές του M. Arnaudoff, οι παραλλαγές
αριθμούν από 27 ως 85 στίχους. Μόνο τρεις παρουσιάζονται πολύστιχες: Koprivštica (στίχοι 171), Schumaci Hlensko (173), Gaštjuvci Trjevnensko (243). Να
σημειώσουμε ακόμη πως με πάρα πολλούς στίχους -μοναδική περίπτωση-
παρουσιάζεται η παραλλαγή που αναφέρεται στο χτίσιμο της Θεσσαλονίκης (Soloun). Την κατέγραψαν οι
αδερφοί Δημήτριος και Κωνσταντίνος Miladinović, οι οποίοι, σημειωτέον, στη δημοσίευση όλων των
τραγουδιών που συνέλεξαν χρησιμοποίησαν ελληνικούς χαρακτήρες -αργότερα, με
σύσταση του επισκόπου Strossmeyer,
τα τύπωσαν με κυριλλικά γράμματα (Bălgarski narodni pensi,
Sofia 1891,
124).
* * *
Όλο σκεφτόταν μαστρο-Μανώλης πώς θε’ να φτιάξει γεφύρι στα τρία,
γεφύρι στα τρία άγρια ποτάμια,
σ’ Άρδα, Μαρίτσα, πάνω στον Τούντζια.
Μέρα το χτίζει, νύχτα γκρεμιέται!
Η παραλλαγή που καταγράψαμε -και θα παρακολουθήσουμε στη
συνέχεια- προέρχεται από το χωριό Σεβλίεβο (Севлиєво), περιοχής Βελίκο Τάρνοβο
της βόρειας Βουλγαρίας. Την τραγούδησε η Cana Seimeonova στις 25 Ιουνίου 2009.
Πρόκειται για
τραγούδι με 23 δεκασύλλαβους (5+5) στίχους,
χωρίς ομοιοκαταληξία.
МАЙСТОР МАНОЛ - MAISTOR MANOL
ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗΣ
Όλο σκεφτόταν μαστρο-Μανώλης
πώς θε’ να φτιάξει γεφύρι στα τρία,
γεφύρι στα τρία άγρια ποτάμια,
σ’ Άρδα, Μαρίτσα, ακόμα στον Τούντζια.
Μέρα το χτίζει, νύχτα γκρεμιέται!
Όλους φωνάζει μαστρο-Μανώλης:
“Πάλι σκεφτείτε το σεις πεντακόσιοι καλφες
βράδυ στο σπίτι όταν θα πάτε
λέξη κανείς σας μη πει στην κυρά του.
Όποια τους πρώτη πρωί που θα 'ρθει
φαϊ να φέρει για τους μαστόρους,
αυτή, κάλφες μου, χτούμε στον τοίχο”.
Όμως το βράδυ σπίτι που πήγαν,
το μαρτυρήσαν, το ’παν στις νύφες,
μόνο δεν είπε μαστρο-Μανώλης!
Η αδερφούλα ζόρι το έχει,
πάνω πετιέται πρωί, η κυρά μου,
φτιάχνει καλούδια για τους μαστόρους.
Παίρνει το δρόμο, φαί τους πάει…
Μόλις τη βλέπει μαστρο-Μανώλης,
βγάζει φωνούλα, παίρνει να κλαίει.
Τότε την πιάσαν πεντακόσιοι κάλφες,
μέσα τη νύφη χτίσαν στο τοίχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου