Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Τα Ζαγορίσια Πετρογέφυρα



Τα Ζαγορίσια Πετρογέφυρα.
Πυκνότητα, Μορφολογία και Κατάστασή τους,
συγκρινόμενα με της υπόλοιπης Ηπείρου και Πίνδου.



Τ
ο Ζαγόρι, βορειοδυτικά των Ιωαννίνων, “πέρα απ’ το βουνό” όπως σημαίνει η σλάβικη ονομασία του (za gora), δηλαδή πίσω από το Μιτσικέλι, πάντα υποδιακρινόταν σε τρεις επιμέρους περιοχές. Γεωγραφικός κατ’ αρχήν ο διαχωρισμός, ενισχυόταν και από κάποιες καταβολές με αναπόφευκτη επιρροή στους κατοίκους.
Είναι: το Κεντρικό Ζαγόρι, ή Βοϊνίκο, με λίγο παραπάνω από 20 χωριά -Μπάγια (Κήποι), Βίτσα, Καπέσοβο, Τσεπέλοβο, Σκαμνέλι, Φραγκάδες κ.ά.· το Δυτικό Ζαγόρι, ή Κατουμένη, με κάπου 8 χωριά -Πάπιγκο, Αρίστη, Τσερβάρι (Ελαφότοπος), Πάνω και Κάτω Σουδενά (Πεδινά) κ.ά.· και το Ανατολικό Ζαγόρι, ή Βλαχοζάγορο, με περίπου 10 χωριά -Γρεβενήτι, Φλαμπουράρι, Ντριστενίκου (Τρίστενο), Μακρίνο, Βωβούσα κ.ά.[1]
Λίγες ιστορικές, κυρίως κοινωνικοοικονομικές πληροφορίες που μας παρέχει ο Π. Αραβαντινός, είναι ικανές να σκιαγραφήσουν το πορτρέτο τούτης της ξεχωριστής -διαχρονική η διαπίστωση- περιοχής: «Η χώρα αύτη περιοριζομένη εκ των Πινδίων ορέων και του Μιτζικελίου ενοικείται υπό χριστιανών 20 χιλ. περίπου, κατοικούντων εις 46 χωρία και κώμας, ή μάλλον ειπείν πολίσματα. Κατά την εποχήν των δεσποτών της Ηπείρου η περιοχή αύτη περιελάμβανεν ολιγωτέραν έκτασιν παρά την τωρινήν. Ζαγόρι τότε ελέγετο κυρίως περιοχή τις περιλαμβάνουσα 14 χωρία διακρινόμενα από της υπάρξεως της Τουρκοκρατίας δια της κλήσεως Βοϊνίκου και τα χωρία ταύτα ήσαν ικανώς πολυάνθρωπα. Το δε νυν δυτικώτερον μέρος του Ζαγορίου διεκρίνετο δια του ονόματος Παπιγκινοί, εκ της πόλεως ή κώμης Παπίγκου, υφ’ ην υπήγοντο τότε τα χωρία… Το δε ανατολικώτερον μέρος του Ζαγορίου, κατοικούμενον υπό Βλαχικής φυλής περιελαμβάνετο εις το κοινόν των Μαλακασίων όνομα. Οι κάτοικοι της νυν περιοχής Ζαγορίου μη δυνάμενοι πληθύναντες, ίνα ζήσωσι δια της γεωργίας, καθότι κατά το πλείστον η χώρα αύτη υπάρχει αγρία και βουνώδης, ηναγκάσθησαν ίνα ξενητεύωνται, διώκοντες τον πόρον και τα εφόδια της ζωής των, και σπάνιοι εισίν εκ των τοιούτων πολυαρίθμων αποδήμων οι διαπαντός εγκαταλείποντες την γενέτειραν πατρίδα των. Πάσαν τέχνην και επιτήδευμα μετέρχονται ήδη οι ευφυείς και επιδεξιώτατοι ούτοι Ηπειρώται από εμπόρου μέχρι της βαναυσοτέρας των τεχνών, και ουδείς αυτών επιστρέφει εις την οικογένειάν του άνευ αξιολόγου χρηματικής προσκτήσεως αναλόγως του καιρού αποδημίας και του επιτηδεύματος, ο μετήλθεν αποδημών. Ως δ’ επί το πλείστον η Μολδοβλαχία υπάρχει το μέρος εξ ου συλλέγουσι και μεταβιβάζουσιν ουσιώδην πλούτον, και εκ τούτου η περιοχή αύτη εκ κοσμοπολιτών συγκειμένη, διαφέρει κατά μέγαν βαθμόν των άλλων γειτονικών περιοχών της δικαιοδοσίας των Ιωαννίνων».[2]
 
Το Ζαγόρι -τα πολλά βουνά κι οι λιγοστές πόλγες του- αυλακώνεται από εκατοντάδες λάκκους που, μέσω Ζαγορίτικου και Βοϊδομάτη, απορρέουν αντίστοιχα στον Άραχθο και τον Αώο. Και οι Ζαγορίσιοι, για να επικοινωνούν μεταξύ τους άνετα, συναγωνίστηκαν ποιός θα χτίσει τα περισσότερα και καλύτερα πετρογέφυρα, συνήθεια που πήρε διαστάσεις φαινομένου. Κυριολεκτικά πρόκειται για τον τόπο -πρώτος μακράν του δεύτερου- που το δίκτυο επικοινωνίας του -μονοπάτια, σκάλες και γεφύρια-συνιστούν και σήμερα πολύτιμο υλικό προς μελέτη.
Θα εστιάσω αποκλειστικά στα γεφύρια, κατασκευές που από καιρό έχουν μετουσιωθεί σε έργα τέχνης φορτισμένα από λεπτούς συμβολισμούς. Ισχύει αυτό σε υπερθετικό βαθμό -θα αποδειχτεί- όταν μιλάμε για γεφύρια στο Ζαγόρι, μία επιπλέον απόδειξη ευμάρειας και κοινωνικής συνοχής του συγκεκριμένου τόπου. Η μακρόχρονη, επί 34 έτη για την ακρίβεια, ενασχόλησή μου με το αντικείμενο, επιτρέπει διεισδυτική ματιά και, το κυριότερο, αξιολογική ένταξη των ζαγορίσιων πετρογέφυρων στον χώρο της Ηπείρου και, γενικότερα, στον ευρύτερο της Πίνδου, δηλαδή στην κατ’ εξοχή χώρα των γεφυριών. 


Στο Ζαγόρι λοιπόν έχω καταγράψει 163 πέτρινα τοξωτά γεφύρια. Ο αριθμός τους, σε σχέση με την έκταση της περιοχής, σίγουρα εντυπωσιάζει, αποδεικνύοντας πως στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε απλά με κάλυψη ανάγκης, αλλά με συχνή, εξόχως ευεργετική πράξη, αποσκοπούσα ενίοτε και σε κοινωνική καταξίωση -του λόγου το αληθές αποδεικνύεται από τις μεταξύ τών γεφυριών μικρές αποστάσεις.
Ο σημαντικός αριθμός των γεφυριών στο Ζαγόρι, αλλιώς η μεγάλη τους πυκνότητα, αποδεικνύεται πειστικότερα αν σημειώσουμε πως σε ολόκληρη την Ήπειρο της σημερινής ελληνικής επικράτειας έχουν καταγραφεί 529 γεφύρια. Δηλαδή τα Ζαγορίσια γεφύρια αποτελούν το 31% τών καταγραφέντων στους τέσσερις νομούς συνολικά. Αυτό, τη στιγμή που το Ζαγόρι συνιστά μόλις το 10% του εδάφους της Ηπείρου.  
Αλλά να δούμε την πυκνότητά τους και σε σχέση με της ευρύτερης περιοχής της Πίνδου, δυτικής και ανατολικής (συμβατικά την οριοθετώ με τη νοητή γραμμή Αμφιλοχία - Καρπενήσι - Καρδίτσα -Τρίκαλα - Γρεβενά - Κοζάνη - Καστοριά - Φλώρινα - Πρέσπες - Ελμπασάν - Δυρράχιο). Διαπίστωση: τα 163 γεφύρια του Ζαγοριού εντάσσονται στα 1237 συνολικά καταγραφέντα εδώ γεφύρια. Το 13% βέβαια ποσοστό των Ζαγορίσιων πετρογέφυρων μέσα στην Πίνδο, δεν μπορεί παρά να θεωρείται εξόχως ισχυρό, αναλογιζόμενοι πως μιλάμε πια για τεράστια περιοχή, για ολόκληρη την Ήπειρο, ελληνική και αλβανική, τη Θεσσαλία πλην του νομού της Λάρισας, τη Δυτική Μακεδονία και το βορειότερο μέρος της Αιτωλοακαρνανίας (Βάλτος).  

Τα Ζαγορίσια όμως γεφύρια δεν είναι μόνο πολλά, αλλά και με μορφές λίαν ενδιαφέρουσες -η ιδιαιτερότητά τους δηλαδή πέρα από την ποσότητα πηγάζει και από την ποιότητα. Φυσικά να πούμε πως και στο Ζαγόρι, όπως παντού, για λόγους κόστους και εδαφικού ανάγλυφου, κυριαρχούν τα μονότοξα γεφύρια και μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό. Έτσι, από τα 163 γεφύρια του, με ένα τόξο παρουσιάζονται τα 140, ήτοι σε ποσοστό 85% -το αντίστοιχο των μονότοξων γεφυριών σε όλη την Πίνδο μετριέται 78%.
Τα πολύτοξα γεφύρια στο Ζαγόρι αριθμούνται σε 13 δίτοξα, 6 τρίτοξα, 1 τετράτοξο, ενώ 3 παραμένουν άγνωστα καθώς έχουν καταρρεύσει προ πολλού -αγνοούμε την εικόνα τους. Εκείνο όμως που κάνει ακόμη πιο ελκυστική τη όλη τους μορφολογία είναι η περαιτέρω ανάπτυξή της σε τύπους και παραλλαγές. Πώς; με τη διαφορετική κάθε μια φορά διάταξη βασικού και βοηθητικών τόξων και, επιπλέον, την προσθήκη των ανακουφιστικών. Η ποικιλία στις αρχιτεκτονικές τους φιγούρες πραγματικά εντυπωσιάζει.

Αλλά πόσο έχει συνειδητοποιηθεί η αξία όλων αυτών των ιδιαιτεροτήτων που τελικά συνθέτουν την ξεχωριστή ταυτότητα των γεφυριών του Ζαγορίσιου χώρου; Φυσικά το ερώτημα επεκτείνεται, αφορά των σύνολο των πέτρινων γεφυριών της χώρας. Πολύ φοβάμαι πως ακόμη και σήμερα, μετά την καθυστερημένη σε σχέση με τις γειτονικές χώρες ενασχόλησή μας με το αντικείμενο, υστερούμε όχι μόνο σε ουσιαστικές πράξεις για την προστασία τους, αλλά παρουσιάζονται και συγκεχυμένες οι τυχόν προθέσεις μας. Ούτε καν τα αντισταθμιστικά οφέλη που μπορούν να προκύψουν απ’ την -με την καλή έννοια- εκμετάλλευσή τους υπολογίζουμε. Να καταθέσω λοιπόν και τα στοιχεία της προοδευτικά αυξανόμενης φθοράς τους -ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Θέλω να το διατυπώσω το τελευταίο με έμφαση, γιατί είμαι σίγουρος πως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι όχι μόνο δεν υποψιάζονται τις μέχρι αυτήν τη στιγμή απώλειες, αλλά ούτε καν τι στέκει όρθιο γνωρίζουν -επίσημη, σοβαρή καταγραφή δεν έχει γίνει!


Είπαμε πως στο Ζαγόρι έχουν καταγραφεί 163 πετρογέφυρα. Δυστυχώς από αυτά, σήμερα, εξακολουθούν να παραμένουν όρθια τα 108. Το ποσοστό των απωλειών, 34%, είναι τραγικά υψηλό. Και βέβαια δεν χρειάζονται ιδιαίτερα επιχειρήματα για να συνειδητοποιηθεί από όλους πως περισσότερο από τον χρόνο για αυτή την καταστροφή ευθύνεται η αδιαφορία μας. Ούτε φυσικά να παρηγορεί που οι απώλειες σε ολόκληρη την Ήπειρο και την Πίνδο είναι ουσιαστικά μεγαλύτερες -αντίστοιχα 44% και 49%.
Κλείνοντας να πω μετά λόγου γνώσεως πως η λαϊκή γεφυροποιία, που αναμφίβολα έχει πατρίδα της την Ήπειρο, δικαιούται ένα Μουσείο Γεφυριών, ταυτόχρονα Κέντρο Μελέτης των πολλών μυστικών τους. Και βέβαια η θέση του δεν μπορεί να είναι αλλού, παρά μόνο στο Ζαγόρι. Μάλιστα θεωρώ ιδανικό τη λειτουργία του στους Κήπους, στην ιστορική Μπάγια, αφού εκεί η γνώση μπορεί άριστα να συνδυάζεται -και να γίνεται πειστική- με επίσκεψη στα γύρω, καλοδιατηρημένα γεφύρια.




[1] Μέσα στο χρόνο ο αριθμός των χωριών του Ζαγοριού , τουλάχιστον από διοικητική άποψη, ελαφρώς μεταβαλλόταν. Κάποια, τα κοντά στα όριά του, ήταν φορές που άλλαζαν περιοχή στην οποία υπάγονταν, με αναπόφευκτη βέβαια επιρροή στους κατοίκους αν αυτή η μεταβολή διαρκούσε πολύ.
 [2] Π.Α.Π., Χρονογραφία της Ηπείρου…, Τόμος Δεύτερος, Εν Αθήναις 1856, 55-56.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου