Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Το Δυστύχημα

ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ

Θανάσης Πέτρου

Σπύρου Ι. Μαντά

Κ
είνο το πρωί, άργησε να ξυπνήσει ο μαστρο-Γιώργης. Μα κι όταν άνοιξε τα μάτια του, δεν βιάστηκε να σηκωθεί. Έσιαξε αργά-αργά τη μάλλινη φανέλα του -ποτέ του δεν την έβγαζε-, έριξε πάνω απ’ το παντελόνι τη μακριά του πουκαμίσα, και, αφού έδεσε και τις ψηλές τις μπότες, βγήκε κάτω στην αυλή. Εκεί, τράβηξε καρσί για το πηγάδι, έβγαλε κάμποσο νερό, και με τις δυο του χούφτες έριξε στο πρόσωπο. Έδειχνε κακόκεφος...
- Μπαλτογιάννη, φτιάξε ένα καφέ!

Ο Γιάννης ο Μπαλτάς, ο χαντζής, μόλις έβγαινε από την κουζίνα…
- Γυναίκα, στράφηκε πίσω του, ψήσε δυο καφέδες!

Πήγαν κι οι δυο και κάθισαν απόμερα, σ’ ένα σχεδόν σάπιο τραπεζάκι. Πάντα είχε εκειπέρα ίσκιο, ήταν πυκνή η περγουλιά και, το κυριότερο, μπορούσαν να βλέπουν κατά την ποταμιά.
- Τι ώρα λες να πήγε;
- Έχει περάσει τις οκτώ, απάντησε ο Μπαλτάς με σιγουριά. Πρώτα όμως κοίταξε την πέτρα που ’χε στήσει στο γκρεμό, στο φρύδι της αυλής. Ήξερε και διάβαζε τον ήσκιο της και ποτέ –ας τον πείραζαν– ποτέ του δεν ελάθεψε.
- Άργησες σήμερα να σηκωθείς.., συνέχισε, κι όταν δεν πήρε απόκριση, ματάειπε: Τα παιδιά σου μού ’παν να σ’ αφήσω. Παρακουράστηκες λένε τελευταία…
- Σχολάμε σήμερα· πρέπει να πάω να κλειδώσω· πάντα εγώ κλειδώνω.., ζωήρεψε ανήσυχος ο μαστρο-Γιώργης. Κι ύστερα, νευρικά, άναψε τσιγάρο με τσακμάκι που ’φτανε η κλωστή του, το κορδόνι, ως το γόνατο.
- Πάει λοιπόν κι αυτό.., φχαριστήθηκε ο Μπαλτάς, θα ’χουμε πια γιοφύρι, σωστό γιοφύρι, όχι σα’ τ’ άλλα… Πόσο θα ’θελα να ’ρχόμουνα κοντά σου· να το καμαρώσω ντε!  Μα μου ’ρθαν τρεις νομάτοι απόψε, έχουνε και ζα –δικαιολογήθηκε, Και υποσχέθηκε…
- Την Κυριακή, στον Αγιασμό, θα ’μαι από τους πρώτους.

Ο μαστρο-Γιώργης τα τελευταία δεν τα άκουσε –πες δεν ήθελε ν’ ακούσει. Τράβηξε ακόμη μια ρουφηξιά καφέ και, κοιτώντας το κενό, όχι την ποταμιά απ’ όπου έφταναν ματρακιές, φωνές και χουγιατιά, είπε:
- Άκου, ρε Μπαλτογιάννη, όνειρο που το ’δα απόψε! Ήταν, λέει, νύχτα κι έψαχνα το σπίτι μου. Το ’χα χάσει! Τήραγα από ’δω, τήραγα από κει, πουθενά. Λες και είχε ανοίξει η γη και το ’χε καταπιεί. Πήγαινα από τη μία άκρη, τη Γκάλινα, μέχρι την άλλη, τη Ράχη, τίποτα, ίτσου σου λέω. Στη Μεσαργιά τα ίδια. Σαν είδα κι απόειδα, ιδρωμένος, λαχανιάζοντας σχεδόν, κάθομαι σ’ ένα πεζούλι, και τι να ιδώ;

***
Ο Γιάννης ο Μπαλτάς τον άκουγε με προσοχή, κι ας του διηγιόταν όνειρο. Πάντα κρεμόταν απ’ τα χείλη τούτου του γέρου. Ήξερε ο μαστρο-Γιώργης να μολογάει ιστορίες παλιές με τέχνη. Κοντά τρεις μήνες τον είχε στο χάνι, μαζί και τα παιδιά του, και γίναν φίλοι πια γκαρδιακοί. Άσε που ήταν και πατριώτες· απ’ την Ήπειρο ντε! Αυτουνού η σκούφια κράταγε απ’ το Σούλι· του μαστρο-Γιώργη απ’ τα χωριά της Κόνιτσας· Καστάνιανη πρέπει να το ’πε. Τριάντα χρόνια σ’ αυτήν την ερημιά, τριάντα χρόνια που δούλευε το χάνι, και πρώτη φορά ταιριάσανε τα χνώτα του μ’ άλλου ανθρώπου χνώτα. Κάθονταν οι δυο τους κάθε βράδυ παράμερα, πίναν το κρασάκι τους, και …δώστου λέγαν τα παλιά. Και τώρα;
Τώρα χαιρόταν βέβαια που τέλειωνε το έργο –μήπως αυτός δεν ήταν αφορμή να γένει το γιοφύρι; –, μα λυπόταν απ’ την άλλη που θα ’χανε το φίλο του…

Ήταν –θα το θυμάται πάντα– ένα βράδυ βροχερό· χειμώνας που μας πέρασε. Μπήκαν στο χάνι τρία άτομα ψηλά, καταλασπωμένα. Φαίνονταν μούσκεμα μέχρι το κόκαλο –και τα μουστάκια στάζαν–, μα όχι τόσο απ’ τη βροχή, αλλά απ’ το πέρασμα του ποταμιού. Παραλίγο να πνιγούμε… -βλαστημούσανε!
Τους έβαλε σιμά στο τζάκι να στεγνώσουνε. Τους έφερε και τρία τσίπουρα να στυλωθούνε. Ύστερα, καρτέρεσε το λόγο τους· ήξερε τι θα ζητούσαν· το ’χε μαντέψει απ’ την αρχή. Τους είχε θυμηθεί και τους τρεις. Δεν έρχονταν για πρώτη τους φορά.

Μύριζαν πάλι εκλογές. Το γκουβέρνο –κοινό μυστικό– στεκόταν δε στεκότανε στα πόδια του. Ξαμοληθήκαν λοιπόν και τούτοι –κομματάρχηδες σου λέει– να μαζέψουν ψήφους αλαφιασμένοι, σαν τα σκυλιά που βγάζουν το λαγό. Δεν αφήνανε χωριό για χωριό, μαχαλά και σπίτι να μην τάξουνε. Μα πιο πολύ τρέχανε στα χάνια· στα χάνια και στους μύλους· γιατί πέρναγε κόσμος από κει, γίνονταν κουβέντες και… μάθαινε ο κόσμος!
- Ξέρει ο μυλωνάς!
- Το ’πε ο χαντζής που βλέπει ανθρώπους!
Και κάτι τέτοιους, μυλωνάδες και χαντζήδες, τους ήθελαν δικούς τους, τους έπαιρναν με το καλό· τους έταζαν.

Ο Μπαλτογιάννης τους ξανακοίταξε. Έρχονταν στα συγκαλά τους. Κυβερνητικοί κι οι τρεις, δουλεύανε για τον Τρικούπη, τον άνθρωπό του δηλαδή στο Καρπενήσι. Όταν συνήλθανε για τα καλά, ζεστάθηκαν, θυμήθηκαν και το σκοπό τους. Ο Μπαλτάς τους το πέταξε απ’ την αρχή…
- Ψήφους μας ζητάτε, μα ρωτάτε πώς περνάμε το ποτάμι; Το ’δατε και μόνοι σας. Πότε με το καρέλι, πότε με κάνα ψευτογιόφυρο..! Το τελευταίο, ξύλινο ήτουνε, έκανε πέζο και μας κόπηκε. Και καλά το καλοκαίρι, μα το χειμώνα;  Για σκεφτείτε το...
Και δώστου η μια κουβέντα από ’δω, πάρε την άλλη…
- Δεν γένεται· είναι η απόσταση μακριά...
- Μπορούμε και πιο πάνω, το ’χω μετρημένο…
…στο τέλος τους κατάφερε· πήρε τουλάχιστον υπόσχεση:
- Πάμε ταχιά με τη τριχιά και βλέπουμε. Αν είναι έτσι…

Όταν ήρθε η πίστωση, ο Μπαλτάς πήγε να τρελαθεί. Πέταξε απ’ τη χαρά του. Κι από τότε, σαν έβλεπε ξερακιανούς πελάτες –έτσι όλοι οι μαστόροι–, τους ρώταγε ορθά κοφτά μπας κι ήταν ηπειρώτες· γιατί ήταν οι καλύτεροι. Πότε συχνά, πότε αραιά, την άνοιξη πάντως όλο και περνούσανε παρέες. Μπουλούκια, πέντε-έξι νοματαίοι, με εργαλεία, μουλάρια και παιδιά, τα τσιράκια τους, ψάχναν για δουλειά.
Στον ερχομό του μαστρο-Γιώργη, καν δεν υποψιάστηκε. Μα του το είπανε αργότερα πολλοί. Ήταν, λέει, κάλφας καλός, γεφυράς με τ’ όνομα. Μαζί του, για παρέα, είχε πέντε άτομα, τα πέντε τα παιδιά του: το Δημητρό, άντρα σωστό –θα ’χε περάσει τα τριάντα· τον Αποστόλη, με μόλις φυτρωμένο το μουστάκι –όλο και καμάρωνε· το Θανάση ύστερα, σιμά κι αυτός στα είκοσι –σοβαρός τούτος, δίχως κουβέντες· τ’ άλλα δύο, ο Χρήστος κι ο Βαγγέλης, ήταν ολότελα παιδιά –και δούλευαν και μάθαιναν! Τους πήρε όλους ο Μπαλτογιάννης, τους κατέβασε στη ρεματιά να δούνε…

Σταθήκανε κοντά στη σμίξη, σ’ ένα τούμπι. Βλέπαν και λογαριάζανε. Κυλούσε από τη μια μεριά το ένα ποτάμι –Κρικελλιώτη λέει το λέγανε· ερχόταν από την άλλη, κατά πάνω του, το μεγάλο, απ’ το Καρπενήσι· ενώνονταν εδώ, και ύστερα, πολύ νερό, τρυπούσαν με μανία το βουνό, να φύγουν για τη δύση. Εκεί, ακριβώς στο στένωμα, χρειαζόταν το γιοφύρι…
- Άγρια μέρη, σαν τα χωριά μας.., σκέφτηκε φωναχτά ο μαστρο-Γιώργης. Κι από τότε μάθανε πως ήταν πατριώτες…

***
… Κάθομαι λοιπόν, ιδρωμένος στο πεζούλι και τι να δω! Τη γυναίκα μου σε φωτεινό παράθυρο να γνέφει.
- Από ’δω, έλα Γιώργη από ’δω. Δε βλέπεις τη σκάλα; Να το σπίτι μας!
Κι ανέβαινα, κι ανέβαινα –ψηλές οι σκάλες, οι στροφές πολλές–, τη βρίσκω στο κατώφλι λυπημένη. Μα αυτό δεν ήτανε το σπίτι μου, κείνο που είχα χάσει και το γύρευα. Όσο όμως και αν κούναγα τα χείλη, δεν γύριζε κουβέντα. Δεν είχα πια μιλιά! Με παίρνει τότε η γυναίκα απ’ το χέρι, ανήμπορο, υπάκουο, και μου ’δειχνε…
Θεέ μου! Τι σάλες ήταν εκείνες, τι πλούτη, τι ομορφιά! Αμ οι τοίχοι; Χρώματα, κι άλλα χρώματα, ζωγραφιές με χιλιάδες αγγελάκια που γελούσανε…
Φτάσαμε στη τραπεζαρία.
- Πού ’ναι τα παιδιά; -ήθελα να πω· μα κείνη το κατάλαβε…
- Μην ανησυχείς, κάποτε θα ’ρθουν. Έλα να τα δεις.
Και τράβηξε μια κουρτίνα, μια βαριά βελούδινη κουρτίνα!
- Και τότε τι να δω..! Θα το πιστέψεις, Μπαλτογιάννη; Να, τούτο ’δω το μέρος, ακριβώς η ποταμιά που χτούμε το γιοφύρι! Όμοια, απαράλλαχτη σου λέω. Και τα παιδιά να δουλεύουν στο λιοπύρι. Ο Θανάσης κι ο Αποστόλης πελεκούσανε –δεν έβλεπα τι· τα μικρά ζαλωμένα λάσπη αγκομαχούσανε· κι ο Δημητρός μου, όρθιος, πηγαινορχόταν για να δίνει εντολές.
Τότε ήταν που ξύπνησα…

Εδώ, ταραγμένος, απόσωσε το λόγο του ο μάστορας. Δε μίλησε για κάμποσο κανένας.  Πρώτος ύστερα ο Μπαλτάς, σαν τάχα να τον μάλωσε, του λέει:
- Αυτό σε κατσούφιασε καημένε; Τ’ όνειρο που πέταξε και πάει;
Και σκύβοντας με νόημα…
- Της έλειψες της Γιώργαινας· άντε, ταχιά θα σας προσμένει.
Ο μαστρο-Γιώργης, σαν να πειράχτηκε, σηκώθηκε· και για να αλλάξει λόγια…
- Ώρα να πηγαίνω, παράργησα. Θα βάλεις το σαμάρι;

***
Λίγο αργότερα, στο μουλάρι καβάλα, άφηνε ο μαστρο-Γιώργης το χάνι για τη ρεματιά. Κατέβαινε αργά, όπως τον φέρναν τα καγκιόλα. Γύρω, γκρεμός και κατηφόρα φοβερίζανε· πάνω, θαμπός ο ήλιος ζεματούσε. Μα το μυαλό αυτού εκεί –τ’ άλλα δε τα ’νιωθε –, στο όνειρο, που ’μενε ακόμα ζωντανό να τυρρανάει. Γιατί η κυρά που του ’δειχνε το σπίτι –παλάτι πες καλύτερα–, δεν ήταν η Γιώργαινα η τωρινή. Ήταν η Αλεξάντρα, η πρώτη του γυναίκα, η μακαρίτισσα. Δε του τα ’πε τούτα τού Μπαλτά. Α.., δε τα ’χε όλα για μεϊντάνι, κι ας τον συμπαθούσε.

Έντεκα χρόνια πέρασαν κιόλας –σκεφτότανε. Η Αλεξάντρα, Θεός σχωρέστην, ήτουνε καλή, μα του ’φυγε απότομα, στη γέννα του Βαγγέλη. Τι να ’κανε κι αυτός, μόνος, αβοήθητος; Βρήκε μια χριστιανή –τη σημερινή γυναίκα του–, ξανάβαλε στεφάνι. Κρυφομιλήσαν τότε στο χωριό, το ξέρει, μα είχε παιδιά μικρά, και όπως την κάθε άνοιξη τον πρόσμενε ταξίδι. Αν έβγαζες το Δημητρό που ’χε παλικαρέψει, όλα τ’ άλλα ήταν μωρά, το ’να στη σαρμανίτσα...

Και κει που τα στερνά τα ’φερνε πρώτα, τα πρώτα του στερνά, να κι ο Χρηστάκης –ανηφόρα και τραγούδι πώς το μπόραε; – να πλησιάζει. Μαλάκωσε η καρδιά τού γέρου…
- Χρήστο, τι τρέχει; Πώς και ξανάρχεσαι;
- Λίγο και τελειώνουμε, πατέρα. Με ’στειλε ο Δημητρός να δω τι κάνεις, να σε φωνάξω. Μετά το κολατσιό, λέει κλειδώνουμε.
Του ’κανε νεύμα να σαλτάρει πισωκάπουλα. Και ξεκινήσαν…

Πέντε αγόρια τού ’δωσε ο Θεός, κορίτσια τρία, μα αυτός, κρυφά, πιότερο τούτο το παιδί αγαπούσε· τούτο και το Βαγγέλη. Δεν το ’λεγε βέβαια πουθενά, ντροπή και να το σκέφτεται –τον πείραζε γελώντας η κυρά του–, μα να, τα ’βλεπε μικρά στα βάσανα και ράιζε η καρδιά του. Α, παράπονο δεν είχε από κανένα τους. Όλα τον σέβονταν, ειδικά ο Δημητρός, που, αν και άντρας, κάλφας πια έτοιμος, ποτέ δεν του γύρισε κουβέντα. Για το Θανάση πάλι, μόνο λόγια καλά, όλο παινέματα άκουγε. Τον Αποστόλη μπορεί να τόνε μάλωνε –τόσα πια καμώματα! –, μα ’μοιαζε της μάνας του και τόνε συγχωρούσε. Για τα κορίτσια τώρα τι να πει; Ταξίδι στο ταξίδι, του ’λειπαν, τους έλειπε· στο γύρισμα να δεις χαρές και πανηγύρια! Τα μικρότερα, η Ευθυμούλα και η Αγόρω, πώς ξέραν και τον παίζανε σιμά στο τζάκι! Όλα τότε τα ξέχναγε, και έγνοιες και σκοτούρες. Τη Μαρία, τη μεγαλύτερη, τη θυμάται όρθια και πάντα πρόθυμη να μην του λείψει κάτι…
- Πατέρα…
- Έλα, μάτι μου…
- Θα φύγουμε αύριο για το χωριό;



ΕΝΘΑΔΕ
ΚΥΤΑΙ Γ. ΚΟΛΟ
ΚΙΘΑΣ ΗΠΕΙΡΟ
ΤΙΣ ΕΦΟΝΕΥΘΗ
   ΙΣ ΓΕΦΙΡΑ
  ΑΥΓΟΥC 28
       1892


ΒΛΕΠΕ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ... 




1 σχόλιο: