Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Όταν ο Κωσταντής Ντούλας πέρασε από τη Ρόδο...

ΟΤΑΝ Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΝΤΟΥΛΑΣ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΗ ΡΟΔΟ…




Σε ένα καπηλειό της Ρόδου, στον τουρκομαχαλά… 
Ο Μάνθος σήκωσε το ποτήρι του και χτύπησε εκείνο του Κωνσταντή. Ο τελευταίος ανταποκρίθηκε μάλλον αφηρημένα συνεχίζοντας τη διήγησή του…
Δύο ώρες είχαν  περάσει ήδη και τα βλέφαρα τους, κουρασμένα απ’ τον καπνό και το πυκνό σκοτάδι, βάραιναν…
Στο βάθος της μακρόστενης αίθουσας, μια λύρα και ένα ντροπαλό λαούτο άρχισαν τότε να ψυθιρίζουν κάτι σαν στιχοπλοκιά…  
♪♫ ♫ …
Σ. Μ.















[απόσπασμα από το μυθιστόρημα 
του Μάνθου Σκαργιώτη 
"Στο δρόμο των αρωμάτων"]

Π
άνω στα στηθαία του γεφυριού δυο παιδιά ισορροπούσαν με τα χέρια στην έκταση κι έτρεχαν ριψοκίνδυνα σαν έτοιμα να πετάξουν. Πραματευτές με φορτωμένα μουλάρια και γαϊδούρια συναπαντιόνταν στο πέτρινο οδόστρωμα· άλλοι τραβούσαν για την πόλη της Άρτας, άλλοι για τα χωριά του αμβρακικού κάμπου και του Ξεροβουνιού. Μαζί και αγωγιάτες με μακρύτερους προορισμούς: τη Μοσχόπολη της Αλβανίας, την Πάργα, τα Γιάννενα ή, προς την αντίθετη κατεύθυνση, το Ζητούνι, τον Καρβασαρά, το Καρπενήσι, το Μεσολόγγι.
Στους καφενέδες και τα καπηλειά, εκατέρωθεν του γεφυριού, καθώς και στους πάγκους, τα πεζούλια και τα κιόσκια των παρόχθιων πλατωμάτων, μεταπράτες, αργυραμοιβοί, γυρολόγοι, νταραβερτζήδες και παζαρίτες ήταν στρωμένοι απ’ τα χαράματα στη δουλειά. Πού και πού, ξεφύτρωνε κάποιος ζητιάνος, νταής, αργόσχολος, λαθροχέρης ή αγύρτης. Ξεχώριζαν οι συντροφιές καλοντυμένων ελλήνων, οθωμανών και εβραίων περιπατητών που ξεκινούσαν απ’ τις νότιες συνοικίες της πόλης κι έφταναν αντίκρυ στο χάνι του Βαγενά. Δίπλα στην πινακίδα με το όνομα του χρηματοδότη της νιόχτιστης μεγάλης καμάρας -παντοπώλη Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγου- ένας ντροπαλός νέος περίμενε, όπως και χθες, να φανεί η κοπέλα με το ξύλινο βαρελάκι κρεμασμένο στον ώμο. Δυο βήματα πιο κει, καβγάδιζε ξεροβουνίτης κτηνοτρόφος με αρτινό κρεοπώλη. Στην ανατολική όχθη του Αράχθου, προχωρούσε κάποιος βιαστικά και με σκυφτό κεφάλι στο απόμερο μονοπάτι που οδηγούσε στο χαμαιτυπείο της λευκαδίτισσας Αθηνάς, πίσω απ’ τον καλαμιώνα. Πότε πότε, καρακάξες ρέκαζαν στα πλατάνια, ενώ στα βουρκοτόπια κόαζαν βατράχια.
Ο Κωσταντίνος Ντούλας κατέβηκε στο δυτικό ακρόβαθρο του γεφυριού. Τα γόνατά του έτρεμαν. Καρδιοσωμένος και με υγρασμένα τα μάτια, ασπάστηκε σαν εικόνα αγίου τον τοίχο ανάμεσα απ’ το ημικυκλικό ανακουφιστικό τόξο και την ακριανή καμάρα. «Δόλια αδελφή!» ψιθύρισε με σπασμένη φωνή. Στο άσπρο μαντίλι, που κρατούσε στην αριστερή παλάμη, σύναξε λίγα τρίμματα ασβέστη, ένα σβόλο χώμα και πετραδάκια που, με θρησκευτική ευλάβεια, έβγαλε λίγο ψηλότερα απ’ τα θεμέλια. Πάνω απ’ το κεφάλι του ένα κελαηδοπούλι έκοβε βόλτες τιτιβίζοντας ανήσυχο.
«Βασκαντήρα θα κάμεις, ραγιά;» του αστειεύτηκε ο τούρκος κομπογιαννίτης που μάζευε βότανα πλάι στο ποτάμι.
«Μη σκιάζεσαι, αγά μου· δε θα σ’ αφήκω αργό» του ανταπέδωσε το πείραγμα ο Κωσταντίνος.
Έδεσε το μαντίλι με προσοχή και το έβαλε στην τσέπη. Ξαλαφρωμένος κάπως, δρόσισε τα χέρια του στα κατευνασμένα, τούτη τη μέρα, νερά του Αράχθου κι έφερε γύρω τα μάτια. Στα παραποτάμια χωράφια, δουλοπάροικοι, “ελεύθεροι” γεωργοί και δούλοι πότιζαν τα τριφύλλια και τα καλαμπόκια ή ξεβοτάνιζαν τους λαχανόκηπους. Δυο άντρες ζεμένοι στο ζυγό έσερναν το αλέτρι σε χερσοχώραφο. Στις όχθες γυναίκες αλισίβιαζαν και σε φαρδιές ακονόπετρες κοπάνιζαν ρούχα και κλινοσκεπάσματα. Πέρα απ’ το γύρισμα του ποταμού ως κάτω στον τσίγκινο καταυλισμό των τσιγγάνων, ερασιτέχνες κι επαγγελματίες ψαράδες τραβούσαν δίχτυα από λινάρι, στέριωναν καλαμωτές, έριχναν αγκίστρια και πεζόβολα. Κι ένας άλλος, δίπλα στο αμαρτωλό μονοπάτι της Αθηνάς, χτυπούσε με βαριοπούλα πέτρες-ψαροφωλιές κι έπιανε με την απόχη τα ζαλισμένα κιπούρια που ξενέριζαν αναγυρτά.
Ύστερα, ο Κωσταντίνος έριξε το βλέμμα του προς την ημίγυμνη πλαγιά απ’ όπου σε λίγο θα γύριζε στα Περβανά -τη μικρή κωμόπολη, το “χωριό” του, που απείχε από την Άρτα μιάμιση ώρα περίπου κι απλωνόταν στις αμφιθεατρικές, σχεδόν αντικριστές, πλαγιές δυο λόφων έτσι που να μοιάζει με δυο παραριγμένα μισοφέγγαρα. Πίστευε πως, με τη σημερινή ενέργειά του, θα μαλάκωνε τη μάνα του, τη Ναδίνα, και θα έπαυε η διαμάχη που απρόσμενα είχε ανάψει μεταξύ τους εδώ και μια εβδομάδα.                        

Π
ριν από είκοσι μέρες, ο Κωσταντίνος είχε επιστρέψει από την Τζέντα της Αραβίας, όπου δούλευε τα δέκα χρόνια της ξενιτιάς του. Στο σπίτι του βρήκε μόνο τη μάνα. Οι αδελφές του είχαν παντρευτεί· η Αερινή στη Βαβυλώνα, η Όλγα στα μέρη της Βλαχιάς, η Δέσποινα σε χωριό της Άρτας. Όμως και οι τρεις είχαν κακό ριζικό. Μικρομάνες ακόμη τις έθαψαν ζωντανές στα θεμέλια τριών γεφυριών· την πρώτη στον Ευφράτη, τη δεύτερη στον Δούναβη, την τρίτη τη μικρότερη στον Άραχθο. Τέτοια συμφορά ο πατέρας τους, ο Δοσούλας, δεν την άντεξε κι έπεσε του θανάτου. Την ώρα του ψυχομαχητού έδωσε στη μάνα, με φοβερή επιθανάτια αγωνία, την τελευταία εντολή του: όταν ο Κωσταντίνος γυρίσει από τα ξένα, να πάει στα γεφύρια των θυγατέρων του και να πάρει απ’ το καθένα λίγη ασβέστη κι ένα σβόλο χώμα, για να τα βάλει στο μνήμα του. “Αλλιώς η ψυχή μου δε θα νά βρει αναπαμό” είχε ψιθυρίσει στο τέλος ο γέρος κι έκλεισε τα μάτια του.
Ο Κωσταντίνος, που είχε ακόμη στο πετσί του τη σκόνη της ερήμου και την αλμύρα της Μεσογείου, αν και συγκλονισμένος από το κακό που είχε πέσει στο σπίτι τους, αρνιόταν να κάμει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Πώς να περάσει ξανά τα νερά της Άσπρης Θάλασσας; Άγριοι πειρατές -Φράγκοι, Έλληνες, μουσουλμάνοι, βορειοαφρικανοί- ορμούν σε νησιά και πλεούμενα κι αρπάζουν ανθρώπους και πλούτη. Και μετά την Άσπρη Θάλασσα πώς να μακροπορήσει, ανάμεσα από άγνωστους κινδύνους, στους κάμπους, τα βουνά και τις στέπες της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;

Η
 Ναδίνα χάιδεψε το άσπρο μαντίλι που άφησε ο Κωσταντίνος στο τραπέζι, ενώ ταυτόχρονα τον άκουγε να της λέει κοφτά:
«Στ’ άλλα γιοφύρια θα πάγω άμα μπορέσω.»
Για δυο μέρες ούτε βλέμμα, αν εξαιρεθούν κάποιες κλεφτές ματιές, δεν σήκωσε προς τον γιο της. Κι όταν εκείνος τη ρωτούσε κάτι, του απαντούσε χαμηλόφωνα και μονολεκτικά.
Κάποια στιγμή, άνοιξε το στόμα της:
«Η ψυχή του πατέρα σου γυροβολεί ακόμα δω!»
Τη λοξοκοίταξε και με πικρό σαρκασμό, για τον οποίο μετάνιωσε αμέσως, τη ρώτησε:
«Τη βλέπεις για την αφιγκράζεσαι;» 
«Μη ρωτάς παραπέρα» τον αποπήρε ξερά.
Ο Κωσταντίνος πίστευε πως μετά το θάνατο τίποτα δεν μένει από τον άνθρωπο. Όπως δεν υπάρχει σώμα χωρίς ψυχή, έτσι δεν υπάρχει και ψυχή χωρίς σώμα. Τόσο απλά. Άρα, τον πόνο για τις κόρες του ο πατέρας τον είχε όσο ζούσε. Μετά έσβησαν όλα. Κι αν τώρα –σκεφτόταν- η μάνα του επέμενε για τα “θυμητάρια” των κοριτσιών, το έκανε από ανάγκη της δικής της ψυχής. Γι’ αυτό κατέβηκε κι ο ίδιος, λίγες μέρες πριν, στο ακρόβαθρο του γεφυριού της Άρτας. Μόνο για τη μάνα. Τη θεωρία του Οριστικού Τέλους του ανθρώπου τη δίδασκε ένας αυτοεξόριστος θιβετιανός σοφός, περαστικός από την Τζέντα της Αραβίας.
«Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά για τις αδερφάδες» του είπε η Ναδίνα με παράπονο και θυμό μαζί.
«Κι εγώ για τα προικιά τους δεν μίσεψα κει π’ ανατέλλει ο ήλιος;» διαμαρτυρήθηκε ο γιος. «Τώρα οι αδελφές μου δεν είναι στη ζωή.»
«Και στη ζωή και στο θάνατο, τ’ αδέρφια πάλε αδέρφια είναι. Κι ο πατέρας πάλε πατέρας.» Και προσπάθησε να του θίξει το φιλότιμο: «Παλιά, κείνος ο άλλος Κωσταντής ασκώθηκε απ’ το κιβούρι του και πήγε άκρη κόσμου να βρει την αδερφή του την Αρέτω. Το ξέρεις το τραγούδι, σας το `λεε ο μακαρίτης. “Αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ θα σου τη φέρω.” Και την ήφερε…»
Την κοίταξε με συμπάθεια και την αφόπλισε: 
«Αυτά είναι παραμύθια, μάνα.»
«Και τα παραμύθια και η αλήθεια το ίδιο πράμα είναι… […]


Μ

άνα, μη χολιάς» της είπε ο Κωσταντίνος, μόλις κατέβηκε απ’ τον εξώστη. «Θα λαγαρίσω πρώτα την εκκρεμότη με τον Κομνηνό. Κι ύστερα, όπως πήγα στο γιοφύρι της Δέσπως, έτσι θα να πάγω και στ’ άλλα.»                   


 


 


Στο φίλο Μάνθο Σκαργιώτη...
THE WALLED-UP WIFE
Version of Soroni, Rodos, Dodekanisa, Greece.
By Spiros Mantas (2009)
Song & lira by Giannis Kladakis
Lauto by Giannis Ledakis
ΤΟΥ ΓΕΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
Παραλλαγή από τη Σορωνή Ρόδου, Δωδεκανήσου.
Ηχογράφηση-Μαγνητοσκόπηση: Σπύρος Μαντάς
Παραγωγή: Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (2009)
Τραγουδάει παίζοντας λύρα ο Γιάννης Κλαδάκης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου