Σ
|
αν σήμερα, ακριβώς πριν 15 ημέρες,
στις 9.18΄ πρωινή, το καμάρι των Τζουμέρκων, το περίφημο γεφύρι της Πλάκας,
υπέκυπτε στην ορμή των νερών του Αράχθου εξασθενισμένο από την πολυετή
αδιαφορία -και όχι μόνο- των λεγόμενων αρμοδίων.
Τα αρχικά ποικίλα
συναισθήματα -σοκ, οργή, λύπη, πίκρα- που δικαιολογημένα προκάλεσε το γεγονός,
έχουν αρχίσει πια να καταλαγιάζουν και στο μυαλό, τουλάχιστον ορισμένων, αυτών
που δεν τους άγγιξε απλά ειδησεογραφικά το θέμα, παραμένει το ερώτημα τι μέλλει
γενέσθαι. Θέλω να καταθέσω και τη δική μου γνώμη, όσο μπορώ αποστασιοποιημένος
από το έτσι κι αλλιώς τραγικό συμβάν.
Να σταθώ αρχικά
στις εν θερμώ εξαγγελίες -ενοχικές εν πολλοίς- περί της αναστήλωσης του
γεφυριού. Προσπερνώ την δυνατότητα χρηματοδότησης ενός τέτοιου έργου υπό τις
παρούσες οικονομικές συνθήκες, όπως και την άσχημη εμπειρία από ανάλογες
προηγούμενες περιπτώσεις -την προσφορά του κ. Λούλη την θεωρώ αξιόπιστη λόγω
προϊστορίας. Αναρωτιέμαι για το τεχνικό σκέλος του εγχειρήματος…
Ακούστηκε από
επίσημα, αρμόδια τούτη τη φορά όργανα -εννοώ το Πολυτεχνείο- πως υπάρχει η
δυνατότητα -τεχνογνωσία, τεχνολογία κλπ- να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο. Φυσικά
αποδέχομαι τις ειδικές τους γνώσεις και το συμπέρασμα καταξιωμένων στον τομέα
τους επιστημόνων, αλλά να μου επιτραπεί να διατηρήσω τις επιφυλάξεις μου ως προς
την σωστή υλοποίηση της πρόθεσης. Γιατί τούτοι θα σχεδιάσουν βέβαια και θα
εγγυηθούν τη στατικότητα του έργου, αλλά δεν θα είναι αυτοί οι ίδιοι που θα
πελεκήσουν για παράδειγμα τα όποια επιπλέον καμαρολίθια απαιτηθούν. Υπάρχουν
πια οι κατάλληλοι άνθρωποι γι’ αυτό; Υποθέτω μια κάποια απάντηση, αλλά
παραπέμπω στις επισκευές παρόμοιων μνημείων. Νόμος αμείλικτος: ό,τι αμελούμε, το
βρίσκουμε εμπόδιο μπροστά μας. Οι τόσες φωνές για τη ίδρυση Μουσείου Ηπειρωτών
Μαστόρων στην Πυρσόγιαννη με παράλληλη λειτουργία σχολής για εξειδικευμένους
στη λάξευση της πέτρας τεχνίτες, ατονεί στα συρτάρια τουλάχιστον επί
εικοσαετία. Και όμως μπαίνουν σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης έργα
χωρίς περιεχόμενο και, το κυριότερο, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα.
Και ακόμη
αναρωτιέμαι πόσο οι σημερινοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί μας γνωρίζουν τις
ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου εκατό τοις εκατό λαϊκού έργου, ώστε να το
μιμηθούν πετυχημένα. Μήπως η αναγκαία σε αυτή την περίπτωση μίμηση, εκληφθεί ως
αδυναμία και προκύψουν προσωπικές προτάσεις που τελικά, αναπόφευκτα, θα θίξουν
το μνημειακό χαρακτήρα του γεφυριού; Από ό,τι γνωρίζω -ομολογώ περισσότερο
υποθέτω- λαϊκή αρχιτεκτονική δεν διδάσκεται σε επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης και
μόνο συνταξιούχοι καθηγητές της, ανακαλύπτοντάς την καθυστερημένα, ασχολούνται
με αυτή. Πώς μπορώ λοιπόν να ξεχάσω, για παράδειγμα, πως κάποιος τους, σε
τελευταίο συνέδριο, εκλάμβανε την ασυμμετρία του γεφυριού της Άρτας σαν εξαίρεση
από τον λαϊκό λέει κανόνα, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο; Η
ειδοποιός έτσι διαφορά, κακά τα ψέματα, προβάλει σαφής -τουλάχιστον στους μη
αλεξιπτωτιστές: ο λαϊκός τεχνίτης, αναγκαστικά ταπεινός λόγω έλλειψης γνώσεων, “συμβιβαζόταν”
πάντα με το γύρω τοπίο, υπάκουε στην “εντολή” του και προέκτεινε τη φύση -το κατόρθωμά
του· αντίθετα ο αλαζονικός σπουδασμένος, όταν πήρε στα χέρια του την κατασκευή
λίθινων γεφυρών -από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα 1950- εξυπηρέτησε
μεν καλύτερα τις σύγχρονες ανάγκες κυκλοφορίας αλλά φτώχυνε σε απελπιστικό
βαθμό την αισθητική εικόνα αυτών των κατασκευών. Και εδώ έχουμε να κάνουμε -μη
μας διαφεύγει στιγμή- με δημιουργία ενός λαϊκού έργου από σπουδασμένους. Η
διαφορά σκέψης και δράσης μεταξύ τους, με κάνει έντονα επιφυλακτικό για το
αποτέλεσμα. Φυσικά, επαναλαμβάνω, αν αληθεύσουν οι εξαγγελίες χρηματοδότησης,
πράγμα κάθε άλλο παρά σίγουρο -το ελκυστικό πλην εφήμερο της δημοσιότητας και
το “μακρινό” της εφαρμογής παρασύρει τον πομπό και ξεγελάει τον δέκτη.
Καταθέτω στη
συνέχεια τη δική μου πρόταση, από δικαίωμα που πηγάζει από την παραπάνω από τριάντα
έτη ενασχόλησή μου με τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια της Πίνδου.
1.
Τα όποια χρήματα προκύψουν, να διατεθούν για τη σωτηρία
των γεφυριών της Κόνιτσας και του Παπαστάθη, που πολύ αξίζουν και πολύ
κινδυνεύουν. Η θυσία του γεφυριού της Πλάκας, ως άλλης Πρωτομαστόρισσας, ως του
πρώτου ξεχωριστού μνημείου του είδους, ας γίνει αφορμή να στεργιώσουν δύο άλλα
εξ ίσου σημαντικά γεφύρια. Θα είναι λυπηρό ως ανεπίτρεπτο η ιστορία να
επαναληφθεί και τα κροκοδείλια δάκρυα να ξανατρέξουν.
2.
Σαν ελάχιστο “αντισταθμιστικό” όφελος για την
πολιτισμική ζημιά που υπέστησαν οι κάτοικοι των Τζουμέρκων, να κατασκευαστεί
σύγχρονη γέφυρα εξυπηρέτησής τους στη θέση της παλαιάς επικίνδυνης μπέλεϋ.
Είναι απαράδεκτο να χρησιμοποιούν ακόμη, από τη δεκαετία του ΄60, εκείνη που
από πριν την κατοχή έστεκε, ακουμπούσε -άλλο απαράδεκτο- πάνω στο θρυλικό
γεφύρι της Άρτας.
3.
Στη θέση όπου το γκρεμισμένο πια γεφύρι της Πλάκας, προκύπτει
ευκαιρία να δημιουργηθεί ένας χώρος μνήμης αλλά και ιδιαιτέρου είδους πολιτιστικών
δρώμενων -υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες για τέτοιους προσανατολισμούς. Αρκεί:
√
Να στερεοποιηθούν πλήρως τα εναπομείναντα βάθρα με όσο μέρος του τόξου
συγκρατούν.
√ Να λειτουργήσει στο διπλανό κτίριο του τελωνείου μουσείο για το
γεφύρι αλλά και των γεγονότων που εκτυλίχτηκαν στον περιβάλλοντα χώρο του.
√ Μικρό
θέατρο, ενταγμένο σεμνά στην όχθη-πρόσβαση προς το γεφύρι και με σκηνικό τα
ερείπια του τελευταίου κατάλληλα φωτισμένα, να φιλοξενεί παραστάσεις σχετικές
με το θέμα -θυμίζω τον μεγάλο αριθμό θεατρικών ανά τη Βαλκανική και όχι μόνο.
Ναι, μπορούν να γίνουν πολλά, αρκεί να προηγείται το Όνειρο της Πράξης.
Όσο για
το γεφύρι του Μπέκα που χάσαμε, αυτό θα το θυμόμαστε όσο το αγαπήσαμε -ας το
προφυλάξουμε τουλάχιστον στη μνήμη μας.
Σπύρος Μαντάς, 15.2.2015
Φωτο: Β. Γιωτόπουλος
Σπύρος Μαντάς, 15.2.2015
Φωτο: Β. Γιωτόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου