Δ
|
εν ξέρω αν έπρεπε να γράψω σήμερα για το γεφύρι της Πλάκας.
Η θλίψη κι η οργή δεν είναι καλοί σύμβουλοι. Μα νοιώθω όπως αν έχανα έναν δικό
μου άνθρωπο. Τέσσερις ώρες έχουν περάσει από την κακή είδηση. Το κεφάλι μου ακόμη
με σφίγγει. Βροχή -όπως η νυχτερινή- τα τηλεφωνήματα: ερωτήματα, απορίες, λύπη,
θυμός. Πρώτη φορά κλαίω για ένα άψυχο…
Άψυχο; Ε, όχι. Ποιος το είδε και
δεν το καμάρωσε; Ποιος το αντίκρισε και δεν φωτογραφήθηκε στη σκιά του
τεράστιου τόξου του; Ποιος δεν το διάβηκε χαϊδεύοντας τα γέρικα παραπέτα του;
Ποιος δεν αφέθηκε στην αφήγηση της ιστορίας του, έτσι όπως το ίδιο ήξερε να τη
λέει;
Γεννήθηκε το 1866. Με ελπίδα και
φόβο το πρωτοείδαν οι Τζουμερκιώτες να το ξεντύνουν απ’ τις ξύλινες φασκιές
του. Βλέπετε δεν είχαν συνέλθει ακόμη απ’ την τραγωδία που πριν τρία χρόνια
είχε εκτυλιχτεί μπροστά στα μάτια τους. Που όλα -το πετρογέφυρο των κόπων τους-
είχαν σωροβολιαστεί την ημέρα των εγκαινίων…
Είναι αλήθεια όμως πως τούτη τη
φορά είχαν ελπίσει να τα καταφέρει ο συγχωριανός τους -ελπίδα αλλά κι ένα
ακαθόριστο κράτημα αφού τα στοιχεία της φύσης δεν έχουν μπέσα. Και αυτός ο
πρωτομάστορας, ο Κώστας Μπέκας, είπανε πως έτρεμε το πάνω χείλος του όταν το
ξεκαλούπωναν. Μα όλα πήγαν κατ’ ευχή. Λίθινη βέργα, τροχιά δέους μπρος στην
αιωνιότητα του πλάτανου, τους άνοιγε πλέον διέξοδο προς τη ζωή…
Δυστυχώς δεν το χάρηκαν για πολύ
-η μοίρα έλαχε να τους παίξει και πάλι άσχημο παιγνίδι. Το 1881, υγρό σύνορο ο
Άραχθος ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία ακύρωσε τη φύση του γεφυριού: να
συμφιλιώνει όχθες. Τούτο τον ρόλο όμως έμελλε να το παίξει αργότερα, σε άλλου
είδους δύσκολους καιρούς. Ήταν το 1944, που όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις
έδωσαν τα χέρια στην ομόνοια για το κοινό συμφέρον. Το γεφύρι πάντα ενέπνεε…
Έκτοτε οι διαστάσεις του μεγάλωσαν
υπέρμετρα -αδύνατο να βολευτεί σε ανθρώπινα μέτρα. Μετουσιώθηκε βαθμιαία σε
θρύλο ξεχωριστό. Αντί πια να καλύπτει ανάγκες πρακτικές, προέκτεινε όλο και
περισσότερο τη Φύση, την Ομορφιά που εμπεριέχει την Τόλμη!
Και σιγά-σιγά, ίσως και γρήγορα,
πέρασαν τα χρόνια. Αλλά του Χρόνου τα γυρίσματα -διαχρονική η διαπίστωση- κάποιους
τους αποθρασύνουν. Αντιλαμβάνονται τα λόγια ενός σοφού -150 χρόνια ζωής έκλεινε
το γεφύρι της Πλάκας- ως φλυαρίες γέροντα που παραπονιέται. Αντί λοιπόν να
εκμεταλλευτούν τη σοφία του, περί άλλων τύρβαζαν εδώ και μια εικοσαετία -η “ανάπτυξη”
ως άλλη Κίρκη εξακολουθεί να τάζει μίζες.
Σταματώ εδώ για σήμερα -νωπή ακόμη
η λύπη υπερισχύει της οργής. Θα έρθουν τις επόμενες ημέρες όλα τα στοιχεία, με
ονοματεπώνυμα, για να αποδείξουν ότι το γεφύρι δεν έπεσε από την ορμή του νερού
αλλά από το κρυφτό ανίκανων ανθρωπάκων που χρόνια τώρα προσποιούνται τους
αρμόδιους.
Προς το παρόν
εξακολουθώ να μην μπορώ να συνειδητοποιήσω το γεγονός. Βλέπω και ξαναβλέπω
-ύστατος ασπασμός- το φιλμάκι που είχα γυρίσει πριν καιρό σαν «Υστερόγραφο στον
Κώστα Μπέκα». Δεν ήταν βέβαια κακή προαίσθηση, αλλά λυγμός για έναν προαναγγελθέντα
θάνατο.
Θα το θυμόμαστε, όσο το αγαπήσαμε…
Σπύρος Μαντάς, 1.2.2015
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΚΑ
Περισσότερα βλέπε, διάβασε και άκουσε σε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου